Στις 05 Μαρτίου 2025 εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο Αθηνών, σε αντιδιαστολή με τα οριζόμενα εκ του νόμου και το ΑΚ για τη διαμόρφωση των σχέσεων γονέων – τέκνων μετά από τη διάσπαση της συμβίωσης τους. Δεν εφαρμόστηκε η συνέχιση της άσκησης από κοινού της γονικής μέριμνας, καθώς τη διασπά μέσω της αποκλειστικής επιμέλειας, αφαιρώντας τη δυνατότητα λειτουργικής συμμετοχής και συμβολής αμφοτέρων των γονέων στη διαμόρφωση των προσωπικοτήτων των ανηλίκων και καταστρατηγήθηκε το τεκμήριο 1/3 επικοινωνίας του συνολικού χρόνου επικοινωνίας, μαζί και κάθε κανόνας υπερνομοθετικών διατάξεων σχετικά με τα δικαιώματα ανηλίκων και ενηλίκων στην οικογενειακή ζωή. Ειδικότερο λόγω του βαθμού δικαιοδοσίας (εφετειακή απόφαση) δημιουργεί πολύ αρνητική νομολογία, αντίθετη ακόμα και από τις σχετικές πρόσφατες τοποθετήσεις μέσω αποφάσεων του Αρείου Πάγου.
Σύντομο ιστορικό υπόθεσης:
Αφορά σε δύο παιδιά (αγόρια) 12 και 10 ετών, τα οποία διαμένουν στη Θεσσαλονίκη με τη μητέρα τους. Κατά τη γέννηση τους και τα πρώτα χρόνια της ζωής τους διέμεναν στην οικογενειακή εστία αμφότερων των γονέων στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του 2021, με το πρόσχημα της μετάβασης για διακοπές της ίδιας και των παιδιών στη Θεσσαλονίκη, επιτεύχθηκε η μετεγκατάστασή τους εκεί. Ο πατέρας, μόνιμος κάτοικος Αθηνών, άσκησε αγωγή και εν συνεχεία έφεση, αιτούμενος την αποκλειστική επιμέλεια των δύο τέκνων του και την επαναφορά τους στην Αθήνα, με επικουρικό αίτημα την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων (αδιάσπαστη στο κομμάτι της επιμέλειας) και την εφαρμογή του τεκμηρίου του ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας με τα τέκνα του κατά το 1/3 του συνολικού χρόνου σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του ΑΚ, προβάλλοντας ισχυρισμούς κακής γονικής μέριμνας εκ μέρους της μητέρας και την εφαρμογή πρακτικών γονικής αποξένωσης εκ μέρους της.
Από το 2022 έως και σήμερα ο πατέρας μετέβαινε στη Θεσσαλονίκη κάθε δεύτερο και τέταρτο ΣΚ του μήνα (σύμφωνα με το λεκτικό της ισχύουσας απόφασης ανά περίοδο), διατηρώντας την επαφή με τα τέκνα του παρόλες τις αντίξοες συνθήκες (σωματική και ψυχική κόπωση και δαπάνες διεκπεραίωσης της επικοινωνίας). Την επικοινωνία αυτή διεκπεραίωνε τις Παρασκευές (και αντιστοίχως τις Κυριακές κατά την επιστροφή του) οδικώς από το σπίτι στην Αθήνα προς το αεροδρόμιο Αθηνών, πτήση για Θεσσαλονίκη, ενοικίαση αυτοκινήτου από το αεροδρόμιο και διαμονή εκεί σε διαμερίσματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, ή (όποτε του επέτρεπαν οι οικονομικές του δυνάμεις) με μεταβάσεις των ανηλίκων τέκνων του στην Αθήνα για το ΣΚ, ώστε να διατηρείται ουσιαστική σχέση με την πατρική οικογένεια και τον κοινωνικό κύκλο. Ειδικότερα, κατά τις μεταβάσεις των τέκνων του στην Αθήνα αντιμετώπιζε προβλήματα από τη μητέρα, καθώς εκείνη διεκδικούσε την άρση του δικαιώματος μεταβάσεων των ανηλίκων στην πατρική οικία στην Αθήνα, καλώντας τις αστυνομικές αρχές, οι οποίες συνέλαβαν τον πατέρα στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης παρουσία των παιδιών).
Η μητέρα άσκησε αντίθετα αγωγή και εν συνεχεία έφεση αιτούμενη την αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων και τη διαμονή τους στη Θεσσαλονίκη, τον χρονικό περιορισμό της επικοινωνίας τους με τον πατέρα και την άρση του δικαιώματος τόσο του πατέρα, όσο και των ανηλίκων να μεταβαίνουν κατά το χρόνο επικοινωνίας τους στην πατρική οικία στην Αθήνα.
Η απόφαση:
Από την ανάγνωση της απόφασης προκύπτει ότι υπήρξε ακρόαση των παιδιών. Η διαδικασία αυτή έγινε με τον ίδιο πρόχειρο και αντιεπιστημονικό τρόπο με τον οποίο γίνονται χρόνια τώρα οι ακροάσεις ανηλίκων στα ελληνικά οικογενειακά δικαστήρια. Χωρίς δηλαδή την παρουσία ειδικών επιστημόνων (παιδοψυχίατρο, παιδοψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό). Αυτό σημαίνει, ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα να διερευνηθεί/διαπιστωθεί ο τρόπος και οι συνθήκες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της γνώμης του παιδιού.
Η ισχύουσα δικαστηριακή και νομολογική πρακτική της αποκλειστικής επιμέλειας ωθεί το παιδί να αναπτύξει συναισθηματική προτεραιότητα και εγγύτητα με το γονέα που κυρίως και ως επί το πλείστων διαμένει. Σε αντίθεση με τον άλλο γονέα ο οποίος αποξενώνεται ή στην καλύτερη περίπτωση απλώς διατηρεί μια ανεπαρκή σχέση επικοινωνίας. Σε καμία περίπτωση όμως δεν ασκεί ισότιμα γονεϊκά καθήκοντα.
Ουσιαστικά, η ακρόαση των ανηλίκων από το δικαστή νομιμοποιεί την παθογένεια και τη στρεβλή πρακτική της μονομέρειας και της επιβολής της «μονογονεϊκότητας» κι αυτό επειδή απλά το επιθυμεί ο ένας γονέας και συνήθως η μητέρα η οποία ευνοείται από το υπάρχον καθεστώς, . Αντί να ισορροπήσει τη σχέση των παιδιών με τους γονείς, δίνοντας περισσότερο χρόνο στον «αδικημένο» ή αποξενωμένο γονέα, νομιμοποιεί αυτου του είδους τη μονογονεϊκότητα και συντηρεί το παράλογο. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι τελικά η ακρόαση να εργαλειοποιείται προκειμένου να δεσμεύσει τις δικαστικές αποφάσεις με απόψεις παιδιών, οι οποίες διαμορφώθηκαν με καταφανώς άνισους -γονεϊκά- όρους και τελικά να επιβραβεύεται η χειραγώγηση από το γονέα που έχει την αποκλειστική επιμέλεια ή το γονέα που επιχειρεί να αποξενώσει. Αντί η ακρόαση, η οποία οφείλει να γίνεται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να αποτελεί το εφαλτήριο ώστε να δημιουργηθούν νέες, πιο ίσες συνθήκες άσκησης του γονεϊκού ρόλου επ’ αμφοτέρων των γονέων, έρχεται να δώσει το τελειωτικό χτύπημα υπέρ της αποξένωσης.
Κατ’ αυτό το τρόπο, το ίδιο το δικαστήριο απωλύει το ρόλο του και αναγάγει σε δικαστές τα ίδια τα παιδιά, αφού τους δίνει τη δυνατότητα ως ανήλικα με καταφανή αδυναμία διαμόρφωσης αντικειμενικής γνώμης, εφόσον και τα ίδια συχνά εκφράζουν άποψη η οποία είναι προϊόν μόχλευσης και χειραγώγησης. Παρόλους τους τόνους μελάνης που έχουν χυθεί από ειδικούς, παρόλα τα αιτήματα της κοινωνίας, παρά τις ενδείξεις της ίδιας της ζωής, η δικαστική πρακτική εξακολουθεί με τρόπο ανερμάτιστο και απαράδεκτο, να συντηρεί την αποξένωση, την έμφυλη ανισότητα, και τελικά να λειτουργεί απολύτως αντίθετα με το βασικό διακύβευμα, το συμφέρον του παιδιού.
Εν προκειμένω, ο δικαστής προέβη σε προσωπική επικοινωνία τόσο με τα ανήλικα τέκνα, όσο και με τους διαδίκους και κατέληξε, ότι: (α) αμφότεροι οι γονείς τρέφουν ειλικρινή συναισθήματα αγάπης και στοργής προς τα παιδία τους, (β) από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ακαταλληλότητα των γονέων να ασκήσουν τα γονικά τους καθήκοντα, (γ) αμφότεροι οι γονείς είναι κατάλληλοι για την άσκηση της γονικής μέριμνας αυτών, (δ) αμφότερα τέκνα διατηρούν ισχυρούς ψυχικούς δεσμούς με αμφότερους τους γονείς. Παρατηρεί δε, ότι οι δεσμοί αυτοί έγιναν ισχυρότεροι με τη μητέρα, λόγω της μετεγκατάστασης τους σε απόσταση από τον πατέρα (!!!), ενώ οι σχέσεις των γονέων είναι ιδιαίτερα τεταμένες (αμφότεροι έχουν ασκήσει ποινικές διώξεις για παραβίαση δικαστικών αποφάσεων, ενδοοικογενειακή βία, απειλή κτλ.), οι οποίες κατά το εδώ σκεπτικό αφενός δεν λαμβάνονται υπόψη, καθώς μέχρι τη συζήτηση της έφεσης καμία έγκληση δεν έχει τελεσιδικήσει, αφετέρου δεν δύναται να επηρεάσουν (οι προσωπικές τους τεταμένες σχέσεις) τις σχέσεις τους με τα ανήλικα τέκνα.
Από την προσωπική επικοινωνία του δικαστή με τους ανηλίκους αξιολογήθηκε, ότι αυτοί δεν έχουν επηρεαστεί αρνητικά από τους γονείς έναντι του έτερου γονέα (ήτοι δεν διακρίθηκε πρακτική γονικής αποξένωσης), δεν έχουν χειραγωγηθεί ψυχοσυναισθηματικά από τη μητέρα εις βάρος του πατέρα, ούτε έχουν αποξενωθεί από τον πατέρα. Παίρνοντας αυτή την αξιολόγηση ως δεδομένη, η γνώμη των τέκνων λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το δικαστή (η οποία σύμφωνα με το σκεπτικό της παρούσας ήταν να διαμένουν περισσότερο χρόνο με τη μητέρα τους), σε συνδυασμό με την απόσταση των δύο κέντρων ζωής των γονέων, τις συνήθεις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, το στενότερο ψυχικό και συναισθηματικό δεσμό με τη μητέρα, προκρίνεται η ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας στη μητέρα (τον ένα γονέα) και να καθοριστεί ο τόπος κατοικίας τους στη Θεσσαλονίκη. Με αυτό το σκεπτικό απορρίπτεται το αίτημα του πατέρα τόσο για την ανάθεση αποκλειστικής επιμέλειας στο πρόσωπό του, όσο και του επικουρικού αιτήματος της από κοινού άσκησης της επιμέλειας των ανηλίκων (ως ουσία αβάσιμο). Αυξάνει δε το χρόνο επικοινωνίας (σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση) σε 60 ημέρες ανά έτος (16.43%, ήτοι το 1/6 του συνολικού χρόνου) κατά παρέκκλιση του τεκμηρίου επικοινωνίας που ορίζεται στο 1/3 εκ του νόμου.
Επιπλέον δε, περιορίζει το χρόνο επικοινωνίας των ΣΚ στο μέρος της ώρας της επιστροφής των παιδιών τις Κυριακές στη μητρική οικία (από τις 09.00 μ.μ. στις 06.00 μ.μ.), ώστε τα παιδιά να διαβάζουν με τη μητέρα για το σχολείο τους (!!!), καθώς τα ίδια εξέφρασαν, ότι το επιθυμούν. Παρόλο που ο δικαστής βρίσκει αμφότερους τους γονείς κατάλληλους για την άσκηση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων, με αυτό το σκεπτικό αναιρεί τη μείζονα σκέψη του, αφού καθιστά τον πατέρα ανίκανο παροχής εκπαιδευτικής στήριξης των παιδιών και δια της πλαγίας οδού αναθέτει και το κομμάτι της εκπαίδευσης αποκλειστικά στη μητέρα (!!!), καταστρατηγώντας κάθε κανόνα ίσης αντιμετώπισης γονέων ειδικά εφόσον δεν έχει διαπιστωθεί αποκλίνουσα συμπεριφορά εκ μέρους τους. Χαρακτηριστικό είναι, ότι ο πατέρας με την έφεσή του είχε αιτηθεί την διεύρυνση της επικοινωνίας των ΣΚ μέχρι τη Δευτέρα το πρωί, ώστε να πηγαίνει ο ίδιος τα παιδιά στο σχολείο τις Δευτέρες που ακολουθούν του ΣΚ επικοινωνίας του (!!!), αίτημα το οποίο επίσης απορρίφθηκε.
Το πιο ακραίο δε στην απόφαση αυτή είναι, ότι ο πατέρας υποχρεούται να ενημερώνει ανά πάσα στιγμή, κατά το χρόνο επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα, την μητέρα, για τον ακριβή τόπο στον οποίο βρίσκονται, χωρίς να του επιτρέπεται η μετάβασή του εκτός της Κεντρικής Μακεδονίας (με εξαίρεση τις περιόδους των διακοπών) – κάνοντας πρακτικά δεκτό σχετικό αίτημα της μητέρας στην έφεσή της (παρόλο που στο λεκτικό της απόφασης δήθεν απορρίπτει). Επομένως, ο πατέρας καλείται να μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη κατά τους οριζόμενους χρόνους της απόφασης, να ενοικιάζει εκεί διαμέρισμα για τη πραγματοποίηση της επικοινωνίας, αλλά να μην του επιτρέπεται ούτε να πάει κάποια κοντινή εκδρομή με τα παιδιά του, ούτε να διατηρούν τα παιδιά επαφή με την πατρική οικογένεια και τον κοινωνικό κύκλο του πατέρα, βάλλοντας ευθέως κατά του δικαιώματος των παιδιών στην οικογενειακή ζωή!
Τέλος, έχει πολύ ενδιαφέρον το ακόλουθο περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα μετά από την ακρόαση των παιδιών από τον δικαστή, ο οποίος έκρινε, ότι τα παιδιά δεν είναι θύματα πρακτικών γονικής αποξένωσης. Το επόμενο ΣΚ που πήγε ο πατέρας να παραλάβει τα παιδιά του από τη Θεσσαλονίκη (και πριν την έκδοση της παρούσας απόφασης) γύρισε στην Αθήνα χωρίς τα παιδιά του, καθώς σύμφωνα με τη μητέρα εξέφρασαν την επιθυμία να μην πάνε με τον πατέρα τους (παρακάτω θα βρείτε την έκθεση του δικαστικού επιμελητή). Αυτά τα παιδία που σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης τρέφουν συναισθήματα αγάπης και ψυχικού δεσμού με αμφότερους τους γονείς και που δεν έχουν χειραγωγηθεί ψυχοσυναισθηματικά από τη μητέρα, 5 μέρες μετά, αρνούνται να ακολουθήσουν τον πατέρα για την επικοινωνία τους μαζί του!! Πρέπει τέλος να σημειωθεί, ότι από την έκδοση της απόφασης και μετά ο πατέρας ουδέποτε μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να έχει επικοινωνία με τα τέκνα του (04/2025) παρόλη την αξιολόγηση του δικαστή ότι δεν υφίσταται γονική αποξένωση!
Χαρακτηριστικό δε είναι, ότι για τη συγκεκριμένη υπόθεση, υφίσταται σχετική αξιολόγηση στις 20/12/24 (στοιχείο που δεν ήταν διαθέσιμο κατά την υποβολή του φακέλου στο αρμόδιο δικαστήριο) από ειδικό επιστήμονα που διενεργήθηκε κατ’ εντολή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, στην οποία αποτυπώνεται συμπερασματικά ότι, (α) αμφότερα τέκνα βιώνουν με αρνητικά συναισθήματα τη δικαστηριακή σύγκρουση των γονέων τους, (β) είναι χαρούμενα που μεταβαίνουν στην Αθήνα και συναναστρέφονται την πατρική οικογενειακή γραμμή και κοινωνικό κύκλο, (γ) αγαπούν πολύ αμφότερους τους γονείς τους, (δ) παραδέχονται τη σημαντικότητα της συμμετοχής του πατέρα τους στη ζωή τους, (ε) επιθυμούν συχνότερη επικοινωνία μαζί του, την οποία δυσκολεύονται να διεκδικήσουν καθώς αυτή τους η επιθυμία προκαλεί δυσαρέσκεια τη μητέρα τους, (στ) προκύπτει ότι η επιθυμία της μητέρας τους είναι κυρίαρχη και κάθε παρέκκλιση από αυτή τους φοβίζει καθώς θα οδηγηθούν σε σύγκρουση με τη μητρική φιγούρα, και (ζ) ότι ο πατέρας είναι ώριμος και ικανός να διαχειριστεί τη γονική σύγκρουση και επιθυμεί τη συνεννόηση με τη μητέρα αλλά και την ενεργό συμμετοχή του στη ζωή των τέκνων του, ουχί εμμονικά αλλά ουσιαστικά.
Συμπερασματικά:
Ως ήταν αναμενόμενο, ο εκάστοτε δικαστής, όπως και στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αντελήφθη όλα τα ανωτέρω που εντόπισε ο ειδικός επιστήμονας (ψυχολόγος), ούτε θα ήταν αναμενόμενο αφού εκφεύγει του αντικειμένου του. Παρόλα αυτά, διέγνωσε τα ακριβώς αντίθετα και εξέδωσε μια απόφαση, αντίθετη ουσιαστικά προς τις πραγματικές επιθυμίες των ανηλίκων, πέφτοντας πιθανώς και ο ίδιος θύμα των πρακτικών της μητρικής γραμμής, και διαμόρφωσε μια νέα πραγματικότητα για τους δύο ανηλίκους ενάντια στο πραγματικό βέλτιστο συμφέρον τους!
Ακολουθούν ενδεικτικές τοποθετήσεις δικαστικών λειτουργών σχετικά με την ορθή εφαρμογή του ισχύοντος νομικού πλαισίου σε αντιδιαστολή με την ανωτέρω απόφαση που ακολουθεί μια πάγια αναχρονιστική προσέγγιση στη ρύθμιση σχέσεων γονέων – τέκνων:
Ιωάννης Βαλμαντώνης, Εφέτης Αθηνών (2024): «Δύο είναι τα βασικά στοιχεία του συνδρόμου (Parental Aienation Syndrome, PAS) … α) οι συνειδητές εκδηλώσεις του ενός γονέα που αποσκοπούν στη πλύση εγκεφάλου (Barinwashing) του ανηλίκου και στη μετάδοση προς αυτό αρνητικής στάσης έναντι του έτερου αποξενωμένου γονέα και β) ο επηρεασμός του ανήλικου και η συνακόλουθη απέχθεια και αποξένωση του από το γονέα που δεν διαμένει μαζί. Το ανήλικο τέκνο συμμαχεί με το γονέα που έχει την επιμέλεια, μετατρέπεται σε ένα φορέα των αισθημάτων και των ιδεών του τελευταίου, αντιλαμβάνεται ως δικά του τα αισθήματα του μίσους και της εκδίκησης για τον έτερο γονέα, και διακόπτει την επικοινωνία με αυτόν χωρίς κάποιο δικαιολογημένο λόγο.», «Σε περιπτώσεις γονικής αποξένωσης, καθίσταται λοιπόν επιβεβλημένη η μεσολάβηση ενός ειδικού ψυχικής υγείας, προκειμένου να διαγνώσει τη ψυχική κατάσταση των ανηλίκων, προτείνοντας τις ενδεδειγμένες λύσεις για την αποκατάσταση του δεσμού του αποξενωμένου γονέα με το παιδί προς όφελος της ψυχοσωματικής τους ανάπτυξης.», «Από την ελληνική θεωρεία, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η άρνηση του παιδιού να επικοινωνήσει με τον άλλο γονέα, επειδή ο γονέας που έχει την επιμέλεια καλλιεργεί αρνητικά αισθήματα για τον άλλον, θα πρέπει να θεωρείται (έστω κατά μαχητό τεκμήριο) ως δείγμα κακής άσκησης επιμέλειας και να αποτελεί στοιχείο για την αλλαγή του προσώπου άσκησης.», «η νομοθετική μεταρρύθμιση του Ν. 4800/2021, με την επιβολή της κοινής ανατροφής των τέκνων από τους δύο γονείς και την εισαγωγή του τεκμηρίου 1/3 συνολικού χρόνου επικοινωνίας, συμβάλλει στην καλύτερη αντιμετώπιση της γονικής αποξένωσης. Η πρόληψη είναι πάντα καλύτερη από τη θεραπεία και αφορά φυσικά και τους δύο γονείς οι οποιοι οφείλουν να μην βάζουν τις μεταξύ τους διαφορές πάνω από το συμφέρον του παιδιού καθώς είναι σύμμαχοι στην ανατροφή του και πρέπει να είναι και οι δύο ενεργοί στη ζωή του.»
Πηγή:
Παναγιώτης Κατσικερός, Εφέτης Αθηνών (2022): «η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς» (ισχύον άρθρο 1532 περ. β’ Α.Κ.) αποτελεί το εξωτερικά διαγνώσιμο αποτέλεσμα της «γονεϊκής αποξένωσης», βάσει του οποίου αποφασίζει το δικαστήριο.», «Υπό την ανωτέρω νομική έννοια της, η γονεϊκή αποξένωση έχει τις κάτωθι έννομες συνέπειες: α) η αποφυγή αυτής αποτελεί κριτήριο του συμφέροντος του τέκνου, που πρέπει να λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο, όταν αποφασίζει για την κατανομή της γονικής μέριμνας του τέκνου … β) η ύπαρξη αυτής αποτελεί λόγο ολικής ή μερικής αφαίρεσης της γονικής μέριμνας, δυνητικής για το δικαστήριο …», «Από τη δικαστική πείρα είναι γνωστό ότι, η γονεϊκή αποξένωση επέρχεται: … β) με εσφαλμένες δικαστικές αποφάσεις, που παρέχουν επικοινωνία γονέα τέκνου ελάχιστη … γ) με «τυπική» μεν τήρηση των δικαστικών αποφάσεων, αλλά ταυτόχρονα άσκηση, από τον έχοντα την επιμέλεια γονέα, κακής επιρροής στο τέκνο …», «ΕΣΦΑΛΜΕΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ – Υπό το παλαιό νομοθετικό καθεστώς εδώ και 4 δεκαετίες έχει παγιωθεί η δικαστική πρακτική να απονέμεται, στην πλειοψηφία των υποθέσεων, στον μη έχοντα την επιμέλεια γονέα (ο πατέρας στο 90 % των περιπτώσεων) επικοινωνία με το τέκνο για 1 έως 2 Σαββατοκύριακα μηνιαίως, λίγες ώρες για 1 έως 2 καθημερινές κάθε εβδομάδα, 7 ημέρες κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα και 15 ημέρες τα καλοκαίρια, δηλαδή ποσοστό περίπου 15 % του χρόνου ζωής του τέκνου. …», «ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ – Είναι απαραίτητη η δημιουργία του «οικογενειακού δικαστηρίου», που θα λειτουργεί ως εξής: … επιλέγονται με ασφάλεια ως οικογενειακοί δικαστές, εκείνοι που δύνανται να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στους σκοπούς του νόμου: ισόχρονη συνεπιμέλεια, εναλλασσόμενη κατοικία, ευρύτατη – ουσιαστική επικοινωνία, καταπολέμηση της γονεϊκής αποξένωσης, επιβολή κυρώσεων στους παραβατικούς γονείς. … «Η επικοινωνία δικαστή – τέκνου προβλέπεται: στο άρθρο 612 Κ.Πολ.Δ. … και στο άρθρο 1511 Α.Κ. Οι παραπάνω νομοθετικές ρυθμίσεις είναι ανεπαρκείς: Πρέπει οπωσδήποτε να ελέγχεται από το δικαστήριο εάν η γνώμη του τέκνου αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής ενός εκ των δύο γονέων … Για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, πρέπει η προσωπική επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο να γίνεται υποχρεωτικώς για παιδιά σχολικής ηλικίας (άνω των 6 ετών), με συμμετοχή διαμεσολαβητή – παιδοψυχολόγου ο οποίος θα γνωμοδοτεί γραπτώς, … σε κατάλληλο διαμορφωμένο και φιλικό για παιδιά χώρο…»
Πηγή:
Παναγιώτης Κατσικέρος, Εφέτης Αθηνών (2022): Στατιστική Καταγραφή από την εφαρμογή του 4800/21: «Διακινείται εντέχνως η “θεωρία”, ότι … ο πατέρας λαμβάνει άφθονο “ποιοτικό” χρόνο ζωής του παιδιού (Σαββατοκύριακα, εορτές, καθημερινές μετά το σχολείο), ενώ υπέρ της μητέρας συνυπολογίζεται κυρίως “μη ποιοτικός” χρόνος (σχολείο τις καθημερινές, βραδινός ύπνος). Πέραν του ότι τέτοια διάκριση δεν υπάρχει στο άρθρο 1520 Α.Κ. (ποιοτικός και μη χρόνος), ουδόλως εμποδίζεται η μητέρα να συμφωνήσει και το δικαστήριο να ορίσει ως επικοινωνία πατέρα – τέκνου επιπλέον “μη ποιοτικό” χρόνο (σχολείο τις καθημερινές, βραδινός ύπνος). Προφανώς κάθε πατέρας θα ήθελε να παραδίδει στο σχολείο και να παραλαμβάνει από αυτό το παιδί του, όπως και να κοιμάται εκείνο στην οικία του, ακόμη κι αν έτσι το ποσοστό επικοινωνίας του με το παιδί αυξάνεται με τάχα “μη ποιοτικό” χρόνο. Διότι, εάν ο πατέρας λάβει από το δικαστήριο τον παραπάνω “μη ποιοτικό” χρόνο – δηλαδή έχει τη δυνατότητα να κοιμίζει στην οικία του, ξυπνά, ετοιμάζει και συνοδεύει το παιδί του στο σχολείο – τότε θα ενισχυθεί καίρια στη ψυχή του παιδιού η πατρική φιγούρα.»
Αν. Βαλτούδης, Καθηγητή Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.: «Ο νέος ν. 4800/2021 εκσυγχρονίζει το μέχρι σήμερα ισχύον οικογενειακό δίκαιο, δηλαδή το δίκαιο βάσει του οποίου η αγάπη του ικανού γονέα για το παιδί του δεν αρκεί για να του επιτρέψει να συμμετάσχει στην ανατροφή του παιδιού. Με δίκαιες και ευέλικτες ρυθμίσεις ο νέος νόμος καθιερώνει ως κανόνα τη συνεπιμέλεια και την εναλλασσόμενη κατοικία του παιδιού, αποτυπώνοντας τη βούληση του νομοθέτη να ανατραπεί η μέχρι σήμερα έννομη κατάσταση υπέρ μιας νέας καλύτερης εποχής για τις ζωές χιλιάδων πολιτών της χώρας μας, ενηλίκων αλλά κυρίως ανηλίκων.»
Πηγή:
Παναγιώτης Κατσικερός, Εφέτης Αθηνών (2021): «Το δικαίωμα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και επιμέλειας του ανήλικου τέκνου από αμφότερους τους γονείς, που αντιστοιχεί στο δικαίωμα του τέκνου να μεγαλώνει και με τους δύο γονείς του, προβλέπεται στο άρθρο 18 της Διεθνούς Σύμβασης Δικαιωμάτων του Παιδιού και στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναγνωρίζεται με το υπ. αρ. 2079/2015 ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης και την πάγια νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. (ενδεικτικά : Φουρκιώτης κατά Ελλάδος της 16-6-2016, Κοσμοπούλου κατά Ελλάδος της 5-2-2004, A.V. κατά Σλοβενίας της 9-4-2019, Giorgioni κατά Ιταλίας της 15-9-2016, Strumia κατά Ιταλίας της 23-6-2016, Kacper Nowakowski κατά Πολωνίας της 10-1-2017, Kurpinger κατά Γερμανίας της 15-1-2015).», «Θα ήταν χρήσιμο λοιπόν, στη διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 3 γ’ Α.Κ. να προστεθεί η διατύπωση: «εφόσον οι δεσμοί αυτοί δεν έχουν διαμορφωθεί από τον ένα γονέα κατά παράβαση των αναφερόμενων στο άρθρο 1511 παρ. 2 Α.Κ. κριτηρίων του συμφέροντος του τέκνου, βάσει των οποίων ρυθμίζεται δικαστικώς η ανάθεση και ο τρόπος άσκησης της γονικής μέριμνας αυτού». «α) Ότι η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας «δεν είναι δυνατή» και ιδίως αν ο ένας γονέας «δεν συμπράττει» σ’ αυτή. Δηλαδή αρκεί η διαφωνία (;) του άλλου γονέα στη συνεπιμέλεια, που αποτελεί αυθαίρετη προσωπική επιλογή αυτού, όχι όμως κριτήριο για το συμφέρον του τέκνου. Ο κίνδυνος καταχρηστικής εφαρμογής ως κανόνα (αντί για εξαίρεση) της παραπάνω διάταξης είναι ορατός, ενόψει της ισχυρής νομολογιακής τάσης, ότι η διαφωνία των γονέων για τα θέματα της γονικής μέριμνας καθιστά την συνάσκησή της αδύνατη, επομένως πρέπει αυτή να ανατίθεται αποκλειστικά στη μητέρα, ενόψει της «βιοκοινωνικής υπεροχής» αυτής και των «έως τότε δεσμών του τέκνου» …», «β) Ότι «για την λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς», οι οποίοι όμως (όπως προελέχθη) μπορεί να έχουν διαμορφωθεί από τον ένα γονέα με αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα, επομένως δεν μπορεί ένα τέτοιο παράνομο «status quo ante» να αποτελεί κριτήριο αποκλεισμού από την γονική μέριμνα και συνεπιμέλεια. γ) Η άσκηση της γονικής μέριμνας είναι ή έχει καταστεί «αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου», χωρίς όμως αναφορά ενδεικτικής έστω περιπτωσιολογίας στο νόμο. Μάλιστα η εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου με τους δύο γονείς (βασική προϋπόθεση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας, άρα και της συνεπιμέλειας) αποφασίζεται από το δικαστήριο κατά διακριτική ευχέρεια αυτού («μπορεί»), «όταν οι συνθήκες ζωής των γονέων και του τέκνου το επιτρέπουν και εφόσον είναι προς το συμφέρον του τέκνου». Τι συμβαίνει όμως όταν οι συνθήκες ζωής του τέκνου (λ.χ. διαμονή, σχολείο, δραστηριότητες, φιλικός κύκλος) ή / και ενός εκ των γονέων (λ.χ. τόπος κατοικίας και εργασίας) μεταβάλλονται υπαίτια από τον δεύτερο (παρά την απαγόρευση μονομερούς μεταβολής του τόπου διαμονής του τέκνου κατ’ άρθρο 1519 παρ. 2 Α.Κ.), με σκοπό την απομάκρυνση του τέκνου από τον άλλο γονέα και την αδυναμία άσκησης των δικαιωμάτων του τελευταίου για συνεπιμέλεια και επικοινωνία με το τέκνο; Έτσι θα αποφευχθεί η – κατά επιβράβευση του παραβατικού γονέα – διαιώνιση της αποξένωσης του τέκνου από τον άλλο γονέα.», «Η δικαστική απόφαση για το ζήτημα της εναλλασσόμενης κατοικίας είναι εξαιρετικά κρίσιμη, διότι αν διαταχθεί η αποκλειστική διαμονή του τέκνου στην κατοικία του ενός γονέα (έτσι μπορεί να συμβεί, με καταχρηστική επίκληση των «συνθηκών ζωής» και «δεσμών με τους γονείς» του τέκνου, όπως προελέχθη), παύει στην πράξη να υφίσταται συνεπιμέλεια, η δε γονική μέριμνα του άλλου γονέα συρρικνώνεται στο δικαίωμα επικοινωνίας του άρθρου 1520 Α.Κ. …»
Πηγή:
Ακολουθεί η απόφαση:
Η έκθεση δικαστικού επιμελητή για την άρνηση των παιδιών να ακολουθήσουν τον πατέρα τους για την διεκπεραίωση της επικοινωνίας:
Ακολουθεί η Ψυχιατρική εκτίμηση: