ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΓΟΝΕΪΚΗ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ

ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΓΟΝΕΪΚΗ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ

του Παναγιώτη Κατσικερού, Εφέτη Αθηνών

Με το Σχέδιο Νόμου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Οικογενειακού Δικαίου, που δόθηκε στη δημοσιότητα, τροποποιούνται διατάξεις του Τέταρτου Βιβλίου «Οικογενειακό Δίκαιο» κεφάλαιο 11ο «Σχέσεις γονέων και τέκνων» του Αστικού Κώδικα, όσον αφορά ιδίως τη γονική μέριμνα, την επιμέλεια και το δικαίωμα επικοινωνίας γονέα – ανήλικου τέκνου.

Ανταποκρίνεται έτσι η Πολιτεία σε ένα ώριμο, από δεκαετίες, αίτημα της κοινωνίας, για ισότιμη συμμετοχή των γονέων στην ζωή των τέκνων, που προέρχονται από χωρισμένες οικογένειες (άρθρο 1513 εδ. α’ Α.Κ.) ή εκτός γάμου (βλ. άρθρο 1515 εδ. β’ – γ’ Α.Κ.), καθώς το συμφέρον του τέκνου «εξυπηρετείται πρωτίστως από την ισόχρονη και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του τέκνου, καθώς επίσης από την αποτροπή αποξένωσής του από καθένα από αυτούς» (βλ. άρθρο 1511 παρ. 2 Α.Κ.).

Το δικαίωμα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και επιμέλειας του ανήλικου τέκνου από αμφότερους τους γονείς, που αντιστοιχεί στο δικαίωμα του τέκνου να μεγαλώνει και με τους δύο γονείς του, προβλέπεται στο άρθρο 18 της Διεθνούς Σύμβασης Δικαιωμάτων του Παιδιού και στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναγνωρίζεται με το υπ. αρ. 2079/2015 ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης και την πάγια νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. (ενδεικτικά : Φουρκιώτης κατά Ελλάδος της 16-6-2016, Κοσμοπούλου κατά Ελλάδος της 5-2-2004, A.V. κατά Σλοβενίας της 9-4-2019, Giorgioni κατά Ιταλίας της 15-9-2016, Strumia κατά Ιταλίας της 23-6-2016, Kacper Nowakowski κατά Πολωνίας της 10-1-2017, Kurpinger κατά Γερμανίας της 15-1-2015).

Το ζητούμενο πλέον είναι : Σε ποιο βαθμό ο παραπάνω διακηρυγμένος σκοπός του νόμου – εφόσον ψηφισθεί ως έχει – μπορεί να επιτευχθεί. Τούτο θα κριθεί πρωτίστως α) από την αποτελεσματικότητα των νέων διατάξεων και β) από την ερμηνεία και εφαρμογή τους εκ μέρους των Δικαστηρίων.

Αυτές οι δύο παράμετροι επιτυχίας του νόμου, θα εξετασθούν παρακάτω, ακολουθώντας το γράμμα και πνεύμα των διατάξεών του, με προτάσεις για την βελτίωσή τους και παρατηρήσεις ως προς τα διαφαινόμενα εμπόδια εφαρμογής του στην πράξη.

Επισημάνσεις που στηρίζονται, αφενός στην υπηρεσιακή εμπειρία του γράφοντος, από την εκδίκαση ποικίλων οικογενειακών υποθέσεων : αστικές δίκες γονικής μέριμνας, επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφών (προσωρινές διαταγές, ασφαλιστικά μέτρα, αγωγές, υποθέσεις διεθνούς απαγωγής τέκνων) και ποινικές δίκες (ενδοοικογενειακή βία, παραβίαση δικαιώματος επικοινωνίας, μη καταβολή διατροφής), αφετέρου δε στην κοινωνική και προσωπική πείρα.

Για το πρώτο ζήτημα :

Είναι αυτονόητο ότι ο νόμος πρέπει να προβλέπει όχι μόνο το «δέον γενέσθαι», αλλά και τα κατάλληλα μέσα, που θα εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του.

Η προσφυγή των γονέων στη διαμεσολάβηση προβλέπεται ως προαιρετική πριν τη δίκη (άρθρο 1512 Α.Κ.) και δυνάμενη να διαταχθεί – ακόμη και επαναληφθεί – από το δικαστήριο μετά την δίκη (άρθρο 1514 παρ. 3 εδ. γ’ Α.Κ.).

Πλην όμως, για την ταχεία επίλυση των διαφορών προς όφελος των τέκνων, ώστε να αποφευχθεί η αποξένωση αυτών από τους γονείς τους, θα ήταν σκοπιμότερο, με ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας :

1) Να καθορισθεί ως υποχρεωτική η διαμεσολάβηση, μάλιστα δε ως προπαρασκευαστικό και μόνον στάδιο της δίκης (δηλαδή χωρίς ευχέρεια να διαταχθεί δικαστικώς μετά τη δίκη).

2) Να γίνεται προχρέωση, για μελέτη, στον οικογενειακό δικαστή του φακέλου της υπόθεσης (αγωγή με τις προτάσεις και έγγραφα των διαδίκων γονέων), ο οποίος θα συμμετέχει ως μέλος – εισηγητής στο τριμελές δικαστήριο που θα δικάζει ακολούθως την υπόθεση (και όχι μονομελές όπως ισχύει σήμερα), ενώ τριμελή σύνθεση θα πρέπει να έχει και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (βασικοί λόγοι : η πιο ενδελεχής εξέταση της υπόθεσης από περισσότερα πρόσωπα μέσω διάσκεψης, ώστε να μειώνεται η επιρροή των προσωπικών, συναισθηματικών και κοινωνικών αντιλήψεων – στερεοτύπων στην κρίση του ενός και μόνον δικαστή), σε οικογενειακά τμήματα πρωτοδικείων και εφετείων, με ισάριθμους, ανά φύλο, δικαστές.

3) Ο οικογενειακός διαμεσολαβητής, που θα διορίζει ο ως άνω δικαστής από τον τηρούμενο στην Κεντρική Αρχή Διαμεσολάβησης κατάλογο (οπωσδήποτε παιδοψυχολόγος, με γνώσεις και εμπειρία σε ζητήματα γονεϊκής αποξένωσης, έχοντας αντίστοιχη πιστοποίηση από αξιόπιστο επιστημονικό φορέα), να καταρτίζει γραπτή έκθεση για τις σχέσεις του τέκνου με τους γονείς του, τα αίτια των τυχόν προβλημάτων σ’ αυτές και τις προτεινόμενες λύσεις.

4) Ο δικαστής να συμμετέχει ενεργά στη διαμεσολάβηση, έχοντας επανειλημμένα προσωπική επικοινωνία – με τη συνδρομή του διαμεσολαβητή – με το τέκνο κατά μόνας (εφόσον το επιτρέπει η ηλικία και πνευματική ωριμότητά του), αλλά και με την παρουσία, κατ’ εναλλαγή, των γονέων.

5) Στην παραπάνω επικοινωνία δικαστή – τέκνου, για την ακρίβεια και αξιοπιστία της διαδικασίας, να τηρούνται μαγνητοφωνημένα πρακτικά (προς αποκλειστική χρήση στην οικογενειακή δίκη και με δικαίωμα ενημέρωσης των γονέων και μόνον, απαγόρευση δε πρόσβασης σε οποιασδήποτε άλλο πρόσωπο ή χρήσης και κοινολόγησης υπό αυστηρότητες ποινικές, διοικητικές και αστικές κυρώσεις),

6) Να ολοκληρώνεται η διαμεσολάβηση (είτε με κατάρτιση συμφωνητικού των γονέων για τη γονική μέριμνα, είτε με πρακτικό όπου θα καταγράφονται τα επιμέρους σημεία διαφωνίας και – αν υπάρχουν τέτοια – συμφωνίας αυτών), το αργότερο μέχρι την συζήτηση της αγωγής περί γονικής μέριμνας, επιμέλειας ή επικοινωνίας.

7) Κατά το επιτυχημένο πρότυπο της «νέας διαδικασίας» του Ν. 4335/2015, να εκδικάζεται η υπόθεση, με προσδιορισμό σύντομης δικασίμου, χωρίς δικαίωμα αναβολής για οποιονδήποτε λόγο, σε μία συζήτηση – συνεδρίαση, άνευ δυνατότητας για έκδοση προδικαστικής απόφασης λ.χ. πραγματογνωμοσύνης (αυτονόητα : καθώς για τα ζητήματα αυτά θα υπάρχει ήδη πλήρης φάκελος διαμεσολάβησης και έκθεση του διαμεσολαβητή, που εκπληρώνει τον ίδιο σκοπό με την πραγματογνωμοσύνη), εκτός αν συντρέχει εξαιρετικά επείγων λόγος ή / και νεότερα πραγματικά περιστατικά προς διερεύνηση.

8) Να μην προβλέπεται στις οικογενειακές διαφορές (γονική μέριμνα, επιμέλεια, επικοινωνία, διατροφή, μετοίκηση) δίκη ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινής διαταγής, δεδομένου ότι δεν  διεξάγεται από οικογενειακό δικαστήριο με την απαραίτητη εξειδίκευση, δεν υπάρχει προστάδιο διαμεσολάβησης, η αποδεικτική διαδικασία είναι ιδιαίτερα σύντομη και χωρίς τήρηση πρακτικών, ενώ η δικαστική απόφαση λαμβάνεται κατ’ άρθρο 690 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. με πιθανολόγηση (όχι απόδειξη) των ισχυρισμών των διαδίκων – γονέων, συνθήκες όπου εμφιλοχωρούν το σφάλμα και η αστοχία στη δικανική κρίση. Πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι η προσωρινή διαταγή και η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων συνήθως ρυθμίζουν για μεγάλο διάστημα την οικογενειακή διαφορά (μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αγωγής), δημιουργώντας τετελεσμένα, όπως η γονική αποξένωση του τέκνου. Ως υποκατάστατος θεσμός, θα ήταν σκοπιμότερο να ανατεθεί στον εισηγητή δικαστή του οικογενειακού δικαστηρίου η αρμοδιότητα (αφού έχει μία πρώτη επικοινωνία με το τέκνο και διαβούλευση με τους γονείς, με τη συνδρομή του διαμεσολαβητή), να λαμβάνει προσωρινά μέτρα ρύθμισης της γονικής μέριμνας, επικοινωνίας και λοιπών οικογενειακών διαφορών (και αν χρειαστεί, σε επόμενο χρόνο, να τα μεταρρυθμίζει), με ισχύ έως την έκδοση απόφασης επί της αγωγής.

9) Ως αντιστάθμισμα στην αύξηση της δικαστικής ύλης, που θα επιφέρουν οι ανωτέρω υπ. αρ. 7 και 8 ρυθμίσεις (ταχεία δικάσιμος, απόφαση σε μία συζήτηση), να διπλασιασθεί ο αριθμός των οικογενειακών δικαστών αποκλειστικής απασχόλησης, τουλάχιστον στα μεγάλα δικαστήρια της χώρας (δικαστικό προσωπικό που θα εξασφαλιστεί, δια της μείωσης των απασχολούμενων στις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινών διαταγών, σημαντικότατο ποσοστό των οποίων είναι οικογενειακές διαφορές), σε συνδυασμό με την θέσπιση σύντομων προθεσμιών για ορισμό δικασίμου και έκδοση απόφασης στις οικογενειακές υποθέσεις (με αντικατάσταση του οικογενειακού δικαστή σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης) και του κανόνα ότι οι πρωτοβάθμιες δικαστικές αποφάσεις είναι υποχρεωτικά προσωρινώς εκτελεστές.

10) Για την ενότητα και ασφάλεια της δικανικής κρίσης, αλλά και προκειμένου να επιτευχθεί κατευνασμός και συνολική επίλυση της οικογενειακής διαφοράς (ει δυνατόν μέσα στα πλαίσια του προσταδίου διαμεσολάβησης), να συνεκδικάζονται, στο ίδιο χρονικό διάστημα με την αντίστοιχη αστική υπόθεση, από το ίδιο τριμελές οικογενειακό δικαστήριο (ταυτόχρονα αστικό και ποινικό), οι ποινικές υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας και παραβίασης δικαστικών αποφάσεων γονικής μέριμνας, (συν)επιμέλειας, επικοινωνίας γονέα – τέκνου και διατροφής, με απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο (χωρίς προανάκριση και διαδικασία συμβουλίων) και συζήτηση – έκδοση απόφασης σε μία δικάσιμο, χωρίς δικαίωμα αναβολής.

Είναι αντιληπτό ότι οι παραπάνω ρυθμίσεις απαιτούν οργανωτικές αλλαγές και οικονομικούς πόρους, πρόσκαιρα δε κάποιον επιπλέον μόχθο των δικαστικών λειτουργών, αλλά και αφαίρεση δικηγορικής ύλης. Όμως πραγματικά αξίζει τον κόπο, για τα αναντίρρητα οφέλη στην ζωή των ανήλικων τέκνων και των γονέων τους. Ενώ μακροοικονομικά και κοινωνικά θα είναι ανταποδοτικές, με την εξάλειψη του κόστους για τους διαδίκους (δικαστικά έξοδα, απώλεια ημερών εργασίας) και τις δημόσιες υπηρεσίες (αλλεπάλληλες δίκες για την ίδια υπόθεση) και κυρίως των ψυχολογικών και κοινωνικών συνεπειών, από τη διαιώνιση της αντιδικίας, τόσο για τους γονείς, όσο και για τα τέκνα, ακόμη και μετά την ενηλικίωσή τους.

Για το δεύτερο ζήτημα :

[ Α ] Το νέο άρθρο 1514 παρ. 2 Α.Κ. ορίζει ότι «Στο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται πρωτίστως από την ισόχρονη και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του τέκνου, καθώς επίσης από την αποτροπή αποξένωσής του από καθένα από αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν κατά τις διατάξεις του νόμου το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της. Η απόφαση του δικαστηρίου λαμβάνει ιδίως υπόψη την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, την συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και την συμμόρφωσή του με δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις ή πράξεις και με προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο.».

Επί των παραπάνω ρυθμίσεων πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα :

1 ) Κατ’ αρχήν, ανακύπτει σοβαρό ζήτημα από την προβλεπόμενη στο άρθρο 1514 παρ. 3 γ’ Α.Κ. διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου («μπορεί») να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψή της ή πραγματογνωμοσύνη ή να λάβει «οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέτρο» (χωρίς ενδεικτική αναφορά τέτοιων μέτρων, ούτε για την εξυπηρέτηση ποιου σκοπού – το συμφέρον του τέκνου θα ήταν το λογικό – θα κριθεί η προσφορότητα αυτών), με αποτέλεσμα την καθυστέρηση έκδοση οριστικής απόφασης και έτσι παράταση της αποξένωσης του τέκνου από τον άλλο γονέα.

Η θέσπιση της διαμεσολάβησης – πραγματογνωμοσύνης ως προσταδίου της δίκης, όπως προτάθηκε ανωτέρω, αφενός θα ήταν ωφελιμότερη για τα τέκνα και τους γονείς, οδηγώντας τις οικογενειακές υποθέσεις, αν όχι σε εξωδικαστική επίλυση, οπωσδήποτε σε καλύτερη προετοιμασία και σύντομη έκδοση οριστικής απόφασης.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει, κατά νομοθετική πρόβλεψη, να καθορίζεται με σαφήνεια στη δικαστική απόφαση η αναγκαιότητας και το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και ότι αυτή θα περατώνεται σε σύντομη προθεσμία.

2 )  Σύμφωνα με το άρθρο 1511 παρ. 4 Α.Κ. (όπου παραπέμπει και το άρθρο 1520 παρ. 3 για το δικαίωμα επικοινωνίας γονέα – τέκνου) : «Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με την γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντά του και η γνώμη του τέκνου κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής.».

Ήδη με την διάταξη του άρθρου 612 Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι το δικαστήριο «…πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του. … Για την επικοινωνία με το τέκνο ορίζονται και καταχωρίζονται, στα πρακτικά του αρμόδιου δικαστηρίου, ο χρόνος και ο τόπος της συνάντησης, καθώς και ο δικαστής που θα επικοινωνήσει με το τέκνο. … Η επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο γίνεται ιδιαιτέρως και δεν επιτρέπεται να είναι παρόν σε αυτήν άλλο πρόσωπο, εκτός αν ο δικαστής κρίνει διαφορετικά. Για το περιεχόμενο της συνομιλίας δεν συντάσσεται έκθεση.»

Για να διακριβωθεί όμως εάν «η γνώμη του τέκνου αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής» του ενός γονέα, η προσωπική επικοινωνία του δικαστή με το ανήλικο τέκνο, είτε κατά το προστάδιο διαμεσολάβησης (κατά την εδώ υποστηριζόμενη πρόταση), είτε έστω μετά την ακροαματική διαδικασία της δίκης (με βάση το ισχύον νομικό καθεστώς), είναι αναγκαίο να λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά για παιδιά σχολικής ηλικίας (άνω των 6 ετών), με συμμετοχή παιδοψυχολόγου ο οποίος θα εκφέρει γραπτή γνώμη (διοριζόμενος από κατάλογο πραγματογνωμόνων, έως την στελέχωση της Κεντρικής Αρχής Διαμεσολάβησης), αρχικά κατά μόνας με το τέκνο, ακολούθως με την παρουσία εναλλάξ εκάστου των γονέων του, σε κατάλληλο διαμορφωμένο και φιλικό για το παιδί χώρο των δικαστηρίων (με παιχνίδια, βιβλία κ.λ.π.), με μαγνητοφώνηση της διαδικασίας για αποκλειστική χρήση στην αστική δίκη και ενημέρωση μόνον των γονέων, με απαγόρευση οποιαδήποτε άλλης χρήσης ή κοινολόγησης (κατά τα ως άνω προτεινόμενα για την διαμεσολάβηση).

3 ) Nαι μεν, το άρθρο 1514 παρ. 3 γ’ Α.Κ. ορίζει ότι «Για την λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του».

Πλην όμως, στις περιπτώσεις όπου, κατά το χρόνο εκδίκασης (τόσο νέων υποθέσεων γονικής μέριμνας και επικοινωνίας, όσο και παλαιότερων για τις οποίες θα υποβληθούν αγωγές μεταρρύθμισης εντός διετίας από την έναρξη ισχύος του νόμου, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις αυτού) έχουν διαμορφωθεί αποκλειστικοί ή έστω στενότεροι «έως τότε δεσμοί του τέκνου με το ένα γονέα», αυτοί ουδόλως πρέπει να δίνουν στον τελευταίο «προβάδισμα» στη γονική μέριμνα, εφόσον έχουν επιτευχθεί εκ μέρους του κατά παράβαση του άρθρου 1514 παρ. 2 Α.Κ., δηλαδή με τη «μη ισόχρονη και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του τέκνου» ή με την «αποξένωσή του από καθένα από αυτούς» ή με τον «μη σεβασμό των δικαιωμάτων του άλλου γονέα» ή με την «συμπεριφορά του γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα» ή με τη «μη συμμόρφωσή του γονέα με δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις ή πράξεις».

Εν τούτοις, παραμένει το ενδεχόμενο καταχρηστικής εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1514 παρ. 3 γ’ Α.Κ., με αποτέλεσμα την ουσιαστική κατάργηση του κανόνα της από κοινού άσκησης γονικής μέριμνας και συνεπιμέλειας, εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη η παραδοχή, από σημαντική μερίδα της μέχρι σήμερα νομολογίας, της θεωρίας περί «βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας στην ανατροφή των παιδιών» (παρότι έχει καταρριφθεί, ως μεθοδολογικά ανακριβής και μη έγκυρη, από τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές έρευνες – βλ. αναλυτικά την από 10/7/2020 ανακοίνωση της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρίας για την συνεπιμέλεια).

Θα ήταν χρήσιμο λοιπόν, στη διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 3 γ’ Α.Κ. «Για την λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του», να προστεθεί η διατύπωση : «εφόσον οι δεσμοί αυτοί δεν έχουν διαμορφωθεί από τον ένα γονέα κατά παράβαση των αναφερόμενων στο άρθρο 1511 παρ. 2 Α.Κ. κριτηρίων του συμφέροντος του τέκνου, βάσει των οποίων ρυθμίζεται δικαστικώς η ανάθεση και ο τρόπος άσκησης της γονικής μέριμνας αυτού».

Έτσι θα αποφευχθεί η – κατά επιβράβευση του παραβατικού γονέα – διαιώνιση της αποξένωσης του τέκνου από τον άλλο γονέα.

4 ) Το άρθρο 1514 Α.Κ. ορίζει στην παρ. 2 ότι «Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σ’ αυτή … ή η άσκηση της γονικής μέριμνας είναι ή έχει καταστεί αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο.» και στην παρ. 3 ότι «Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση : α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτον, β) όταν οι συνθήκες ζωής των γονέων και του τέκνου το επιτρέπουν και εφόσον είναι προς το συμφέρον του τέκνου, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου, γ) το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή να ληφθεί οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέτρο. Μπορεί επίσης να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψή της, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Για την λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς …»

Επομένως, με την παρ. 3 του άρθρου 1514 Α.Κ. προβλέπονται εξαιρέσεις στον κανόνα της ισότιμης άσκησης της γονικής μέριμνας – της οποίας σημαντικότερη εκδήλωση είναι η συνεπιμέλεια – από τους δύο γονείς (άρθρα 1511 παρ. 2, 1513 εδ. α’ και 1515 εδ. β’ – γ’ Α.Κ.),  που φθάνουν σε σοβαρό περιορισμό της («να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων» είτε λειτουργικά λ.χ. ένας γονέας να έχει την επιμέλεια και άλλος την διοίκηση περιουσίας, είτε χρονικά με ανισοκατανομή της διάρκειας διαμονής του τέκνου με έκαστο γονέα και «να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα») μέχρι και την κατάργησή της («να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα»).    

Το πρόβλημα είναι ότι, η ως άνω παράκαμψη, στην πράξη, του θεσμού της συνεπιμέλειας γίνεται εφικτή υπό εξαιρετικά ασαφείς προϋποθέσεις :

α) Ότι η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας «δεν είναι δυνατή» και ιδίως (επομένως είναι νοητές και άλλες περιπτώσεις) αν ο ένας γονέας «δεν συμπράττει» σ’ αυτή. Δηλαδή αρκεί η διαφωνία (;) του άλλου γονέα στη συνεπιμέλεια, που αποτελεί αυθαίρετη προσωπική επιλογή αυτού, όχι όμως κριτήριο για το συμφέρον του τέκνου.

Ο κίνδυνος καταχρηστικής εφαρμογής ως κανόνα (αντί για εξαίρεση) της παραπάνω διάταξης είναι ορατός, ενόψει της ισχυρής νομολογιακής τάσης, ότι η διαφωνία των γονέων για τα θέματα της γονικής μέριμνας καθιστά την συνάσκησή της αδύνατη, επομένως πρέπει αυτή να ανατίθεται αποκλειστικά στη μητέρα, ενόψει της «βιοκοινωνικής υπεροχής» αυτής και των «έως τότε δεσμών του τέκνου» μαζί της (βλ. παρακάτω).

β) Ότι «για την λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς», οι οποίοι όμως (όπως προελέχθη) μπορεί να έχουν διαμορφωθεί από τον ένα γονέα με αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα, επομένως δεν μπορεί ένα τέτοιο παράνομο «status quo ante» να αποτελεί κριτήριο αποκλεισμού από την γονική μέριμνα και συνεπιμέλεια.

γ) Η άσκηση της γονικής μέριμνας είναι ή έχει καταστεί «αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου», χωρίς όμως αναφορά ενδεικτικής έστω περιπτωσιολογίας στο νόμο.

Μάλιστα η εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου με τους δύο γονείς (βασική προϋπόθεση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας, άρα και της συνεπιμέλειας) αποφασίζεται από το δικαστήριο κατά διακριτική ευχέρεια αυτού («μπορεί»), «όταν οι συνθήκες ζωής των γονέων και του τέκνου το επιτρέπουν και εφόσον είναι προς το συμφέρον του τέκνου».

Τι συμβαίνει όμως όταν οι συνθήκες ζωής του τέκνου (λ.χ. διαμονή, σχολείο, δραστηριότητες, φιλικός κύκλος) ή / και ενός εκ των γονέων (λ.χ. τόπος κατοικίας και εργασίας) μεταβάλλονται υπαίτια από τον δεύτερο (παρά την απαγόρευση μονομερούς μεταβολής του τόπου διαμονής του τέκνου κατ’ άρθρο 1519 παρ. 2 Α.Κ.), με σκοπό την απομάκρυνση του τέκνου από τον άλλο γονέα και την αδυναμία άσκησης των δικαιωμάτων του τελευταίου για συνεπιμέλεια και επικοινωνία με το τέκνο ;

Η δικαστική απόφαση για το ζήτημα της εναλλασσόμενης κατοικίας είναι εξαιρετικά κρίσιμη, διότι αν διαταχθεί η αποκλειστική διαμονή του τέκνου στην κατοικία του ενός γονέα (έτσι μπορεί να συμβεί, με καταχρηστική επίκληση των «συνθηκών ζωής» και «δεσμών με τους γονείς» του τέκνου, όπως προελέχθη), παύει στην πράξη να υφίσταται συνεπιμέλεια, η δε γονική μέριμνα του άλλου γονέα συρρικνώνεται στο δικαίωμα επικοινωνίας του άρθρου 1520 Α.Κ. (βλ. παρ. 1 αυτού : «Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της κατά το δυνατό ευρύτερης προσωπικής επικοινωνίας με αυτό»).

Εν προκειμένω είναι ορθότερο να υιοθετηθεί το υπ. αρ. 2079/2015 ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης, που καλεί στην παρ. 5.5. αυτού τα κράτη – μέλη «να εισαγάγουν στη νομοθεσία τους την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας των παιδιών μετά το χωρισμό, περιορίζοντας τις εξαιρέσεις στην περίπτωση της κακοποίησης ή της παραμέλησης του παιδιού ή της ενδοοικογενειακής βίας και ρυθμίζοντας τον χρόνο εναλλαγής με βάση τις ανάγκες και το συμφέρον των παιδιών».

Θα ήταν σκόπιμο να προβλεφθεί επίσης, ότι το βάρος απόδειξης τέτοιων αντιπαιδαγωγικών συμπεριφορών έχει ο γονέας, ο οποίος επικαλείται την συνδρομή αυτών.

Τέλος είναι ασύμβατη με τις νέες ρυθμίσεις και χρήζει κατάργησης η διάταξη του άρθρου 47 εδ. α΄ Ν. 2447/1996, που ορίζει ότι δεν επιτρέπεται το ένδικο μέσο της έφεσης       στην περίπτωση του άρθρου 1515 Α.Κ., δηλαδή κατά δικαστικής απόφασης επί αγωγής γονέα με αίτημα την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας τέκνου εκτός γάμου.

[ Β ] Σύμφωνα με το άρθρο 1519 παρ. 2 Α.Κ. «Για την μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά από αίτηση ενός από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο.»

Ο παραπάνω κανόνας του άρθρου 1519 παρ. 2 Α.Κ. θα ήταν σκόπιμο να συμπληρωθεί με τις εξής ρυθμίσεις :

α) πριν από κάθε επιτρεπτή μεταβολή (με συμφωνία ή δικαστική απόφαση), τόπος διαμονής του τέκνου παραμένει εκείνος της τελευταίας κοινής κατοικίας των γονέων προ του χωρισμού τους

β) η μεταβολή τόπου διαμονής να γίνεται μόνον για σοβαρούς λόγους, που εξυπηρετούν το συμφέρον του τέκνου, με βάρος απόδειξης του αιτούντος τη μεταβολή γονέα

γ) εξειδίκευση των «πρόσφορων μέτρων», δηλαδή σύνδεση τους με το συμφέρον του τέκνου να έχει κοντά του και τους δύο γονείς

δ) ότι η μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου, από τον ένα γονέα μονομερώς (χωρίς συμφωνία ή δικαστική απόφαση), αποτελεί κακή άσκηση της γονικής μέριμνας εκ μέρους του και παράβαση του δικαιώματος επικοινωνίας του τέκνου με τον άλλο γονέα.

           [ Γ ] Στο προβλεπόμενο από το άρθρο 1520 Α.Κ. δικαίωμα επικοινωνίας γονέα – τέκνου, με διαμονή του δεύτερου στην οικία του πρώτου και για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ίσο με το 1/3 της ζωής του τέκνου, προβλέπονται δύο εξαιρέσεις, που δύνανται, σε περίπτωση καταχρηστικής εφαρμογής τους, να ακυρώσουν στη πράξη το δικαίωμα επικοινωνίας.

Ενόψει μάλιστα της παγιωμένης δικαστικής πρακτικής, να απονέμεται, στην πλειοψηφία των υποθέσεων, στον μη έχοντα την επιμέλεια γονέα (ο οποίος είναι ο πατέρας στο 90 % των περιπτώσεων) επικοινωνία με το τέκνο για 2 Σαββατοκύριακα μηνιαίως, λίγες ώρες για 1 ή 2 καθημερινές κάθε εβδομάδα, 7 ημέρες τις εορτές Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς, 7 ημέρες τις εορτές Πάσχα και 15 ημέρες τις καλοκαιρινές διακοπές, δηλαδή ποσοστό περίπου 15 % του χρόνου ζωής του τέκνου (βλ. το υπ. αρ. 113/5-8-2020 έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης).

Α’ εξαίρεση : «αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί για παράβαση του ν. 3500/2006.»

Β’ εξαίρεση : «Όταν συντρέχει περίπτωση κακής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, ο άλλος γονέας ή καθένα από τους γονείς, αν πρόκειται για επικοινωνία με τρίτο, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την μεταρρύθμιση της επικοινωνίας.»

Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθούν τα εξής :

( 1 ) Υπάρχουν παραβάσεις του Ν. 3500/2006 (βλ. άρθρα 7 παρ. 2 περί απειλής και 9 παρ. 1 περί προσβολής με λόγο της γενετήσιας αξιοπρέπειας), οι οποίες αποτελούν σύνηθες φαινόμενο μεταξύ των γονέων (λόγω των – σε μεγάλο ποσοστό – έντονων συνθηκών χωρισμού και αντιδικιών τους), συχνά προκαλούνται σκοπίμως από τον ένα γονέα (ώστε να πλήξει τον άλλο εκ των υστέρων), ενώ επιπλέον είναι και δυσαπόδεικτες (αφού τελούνται «δια λόγου» και είναι εξαιρετικά ρευστό τι – θέλει να – αντιλαμβάνεται ως «απειλή» ένας γονέας ψυχικά φορτισμένος από την αντιπαράθεση με τον άλλο γονέα), μπορούν δε να στρέφονται από τον ένα γονέα ακόμη και κατά συγγενών του άλλου γονέα (βλ. άρθρο 1 Ν. 3500/2006, που ορίζει ότι περιλαμβάνονται στην έννοια της «οικογένειας» και δύνανται να αποτελέσουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας «συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας» και «εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού» των γονέων).

Σαφέστατα πρέπει να αποφεύγονται και τιμωρούνται τέτοιες συμπεριφορές, πλην όμως είναι δυσανάλογο και ανεπιεικές να ανάγονται σε «εξαιρετικά σοβαρούς λόγους» ακόμη και για αποκλεισμό του δικαιώματος επικοινωνίας γονέα – τέκνου. Και τούτο διότι, το εν λόγω δικαίωμα αφορά την μεταξύ τους γονεϊκή σχέση και η άσκησή του – κατά την πάγια νομολογία – δεν πρέπει να επηρεάζεται από τις κακές σχέσεις των γονέων ή του ενός εξ’ αυτών με τους συγγενείς του έτερου.

Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 1520 παρ. 1 Α.Κ., το δικαίωμα επικοινωνίας πρέπει να ασκείται κατά κανόνα στην οικία του δικαιούχου γονέα, χωρίς να προβλέπεται η παρουσία του έχοντος την επιμέλεια γονέα. Επομένως δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για αντιπαράθεση μεταξύ των γονέων. Με εξαίρεση, ίσως, την διαδικασία παράδοσης – παραλαβής του τέκνου για επικοινωνία, οπότε, για την εξασφάλιση της και προς αποφυγή εντάσεων, θα ήταν χρήσιμο να γίνεται με παρουσία ειδικού ψυχικής υγείας ή κοινωνικού επιμελητή.

Ο σκοπός που – πρέπει να – επιδιώκεται, με την πρόβλεψη της δυνατότητας περιορισμού ή αποκλεισμού της επικοινωνίας, είναι η αποτροπή της άσκησης βίας κατά του ανήλικου τέκνου από τον γονέα, δηλαδή η προστασία του συμφέροντος του τέκνου. Και όχι η παροχή ερεισμάτων στον έχοντα την επιμέλεια γονέα, ώστε να επιδιώξει την αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα, εμπλέκοντας το δικαίωμα επικοινωνίας στην ποινική αντιδικία επί υπαρκτών ή ανύπαρκτων περιστατικών βίας μεταξύ των γονέων και συγγενών τους (και όχι από γονέα κατά του τέκνου).

( 2 )  Πρέπει να απαιτείται αμετάκλητη καταδίκη του γονέα για ενδοοικογενειακή βία (υπό τους παραπάνω περιορισμούς, ως προς τις παραβάσεις του Ν. 3500/2006, που δικαιολογούν τον περιορισμό ή αποκλεισμό της επικοινωνίας), υπό την αυτονόητη συνθήκη της ταχείας εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης, από το οικογενειακό δικαστήριο, ταυτόχρονα με την αστική δίκη (κατά τα ως άνω προταθέντα).

( 3 ) Απαιτείται εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών «εξαιρετικά σοβαροί λόγοι» και «κακή άσκηση» του δικαιώματος επικοινωνίας, με τα κριτήρια που προβλέπει το υπ. αρ. 2079/2015 ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις εξαιρέσεις από την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας : της ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης ή παραμέλησης του τέκνου, δηλαδή με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του τέκνου. Επομένως «κακή» είναι η αντιπαιδαγωγική άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας, λ.χ. με επιβλαβή ή / και πλημμελή διατροφή, φροντίδα, φύλαξη, διαπαιδαγώγηση.

( 4 ) Το βάρος απόδειξης των εξαιρετικά σοβαρών λόγων (ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης, παραμέλησης του τέκνου) και της κακής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, πρέπει να έχει ο γονέας που ζητεί τον αποκλεισμό ή περιορισμό ή μεταρρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας.

[ Δ ] – ( 1 ) Με τις διατάξεις του άρθρου 1532 Α.Κ. αναφέρονται ενδεικτικά περιπτώσεις κακής άσκησης γονικής μέριμνας (παρ. 2), που συνεπάγονται την δικαστική αφαίρεση αυτής ή της επιμέλειας, ολικά ή μερικά, από τον υπαίτιο γονέα, με ανάθεσή της αποκλειστικά στον άλλο γονέα (παρ. 3).

Την παραπάνω δυνατότητα προέβλεπε και με την παλαιά διατύπωσή του το άρθρο 1532 Α.Κ., έστω και χωρίς ειδική αναφορά περιπτώσεων κακής άσκησης της γονικής μέριμνας. Πλην όμως, παρά το μεγάλο αριθμό λ.χ. παραβιάσεων του δικαιώματος επικοινωνίας (και των αντίστοιχων δικαστικών αποφάσεων) που εμφανίζεται στην πράξη, εν τούτοις σε ελάχιστες περιπτώσεις έχουν αφαιρεθεί δικαστικώς η γονική μέριμνα ή επιμέλεια.

Αποτελεί ερώτημα, που θα απαντηθεί στην πράξη, εάν και σε ποιο βαθμό θα μεταστραφεί η παραπάνω νομολογιακή τάση, υπό το επικείμενο νέο νομοθετικό καθεστώς, με το οποίο το δικαστήριο έχει (όπως και υπό τις ισχύουσες διατάξεις) διακριτική – εκλεκτική ευχέρεια : «μπορεί ιδίως να αφαιρέσει από τον υπαίτιο γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας ολικά ή μερικά και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο, καθώς επίσης να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο προς διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου».

( 2 ) Είναι προφανές ότι, η εκ μέρους του ενός γονέα (σπανιότερα συγγενών του ή τρίτων υπό την ανοχή του) ψυχολογική χειραγώγηση του τέκνου, ώστε να αρνείται την επικοινωνία με τον άλλο γονέα, αποτελεί τόσο «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και με κάθε τρόπο πρόκληση αποξένωσης του τέκνου από αυτούς» (περ. β’), όσο και «υπαίτια παράβαση της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας» (περ. γ΄), κατά την έννοια του άρθρου 1532 παρ. 2 Α.Κ..

Εν τούτοις, δεν θα ήταν διόλου περιττό, προς εμπέδωση του αισθήματος ευθύνης εκάστου γονέα απέναντι στον άλλο γονέα και το τέκνο τους, αλλά και για αποφυγή οποιασδήποτε ερμηνευτικής αβεβαιότητας στους εφαρμοστές του δικαίου, να προβλεφθούν στην παραπάνω διάταξη νόμου :

α) ως διακριτή περίπτωση κακής άσκησης γονικής μέριμνας, η ψυχολογική χειραγώγηση του τέκνου από τον ένα γονέα (ή συγγενείς του ή τρίτα πρόσωπα υπό την ανοχή του) με σκοπό να αρνείται την επικοινωνία με τον άλλο γονέα και

β) μαχητό τεκμήριο ότι, η επανειλημμένη και για σημαντικό χρονικό διάστημα (σε κάθε δε περίπτωση, επί τρίμηνο) άρνηση του τέκνου να επικοινωνεί με τον ένα γονέα, οφείλεται σε υπαιτιότητα του άλλου γονέα, ο οποίος να έχει και το βάρος ανταπόδειξης, ότι η αρνητική συμπεριφορά του τέκνου οφείλεται σε – συγκεκριμένα – άλλα αίτια.

( 3 ) Όσον αφορά την στ’ περίπτωση κακής άσκησης γονικής μέριμνας του άρθρου 1514 παρ. 3 Α.Κ. («τέλεση υπό οποιαδήποτε μορφή ενδοοικογενειακής βίας του γονέα προς το τέκνο»), πέραν όσων προαναφέρθηκαν για την έννοια της ενδοοικογενειακής βίας ως λόγου αποκλεισμού ή περιορισμού της επικοινωνίας γονέα – τέκνου, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι :

Ενδοοικογενειακή βία, έστω και υπό συγκαλυμμένη μορφή (και γι’ αυτό ιδιαίτερα επικίνδυνη) αποτελεί και η άσκηση ψυχολογικής βίας κατά του τέκνου, που προκαλείται δια της χειραγώγησης του από τον ένα γονέα, με παράλογους, ψευδείς ή υπερβολικούς ισχυρισμούς και κατηγορίες σε βάρος του άλλου γονέα, με την αποσιώπηση της εικόνας και ύπαρξής αυτού, ακόμη και δια της υποβολής ψεύτικων «αναμνήσεων» για εκείνον στο τέκνο, ώστε να αρνείται την επικοινωνία με τον άλλο γονέα και να μην έχει σχέσεις μαζί του, αυτό δηλαδή που παρατηρείται σε χιλιάδες παιδιά στην κοινωνική πραγματικότητα και γίνεται πλέον ευρέως επιστημονικά δεκτό ως «σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης».

[ Ε ] Η προσαρμογή της νομολογίας στις νέες διατάξεις του οικογενειακού δικαίου ενδεχομένως να συναντήσει δυσκολίες, για πολλούς λόγους, ορισμένοι εκ των οποίων ήδη αναφέρθηκαν : Εξαιρετικές ρυθμίσεις για τον περιορισμό των δικαιωμάτων γονικής μέριμνας, επιμέλειας και επικοινωνίας, δύνανται καταχρηστικώς να γίνουν κανόνας στην πράξη, ενόψει της προγενέστερης επί δεκαετίες «δυναμικής» της νομολογίας. Πράγματι, ακόμη και με την ισχύουσα έως σήμερα νομοθεσία, ουδόλως εμποδίζονταν – πλην όμως σε πολύ μικρό ποσοστό έλαβε χώρα – η έκδοση δικαστικών αποφάσεων, είτε για την απόδοση από κοινού άσκησης γονικής μέριμνας, συνεπιμέλειας ή χρόνου επικοινωνίας σε ποσοστό 1/3, είτε για την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας σε περίπτωση κακής άσκησης της. Εξάλλου εκκρεμούν η επιστημονική επιμόρφωση των οικογενειακών δικαστών και η στελέχωση της Κεντρικής Αρχής Διαμεσολάβησης. Κατά την άποψη του γράφοντος, απαιτούνται άμεσα, τόσο η συγκρότηση οικογενειακών δικαστηρίων με υψηλή κατάρτιση στις κοινωνικές και ψυχολογικές επιστήμες, όσο και η στελέχωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και κοινωνικής επιμελητείας με επαρκές σε αριθμό προσωπικό, εξειδικευμένο και πιστοποιημένο σε ζητήματα χωρισμένων οικογενειών και γονεϊκής αποξένωσης τέκνων.

Αξίζει εδώ να παρατεθεί το ακόλουθο ενδιαφέρον απόσπασμα από το άρθρο «Συγκρουσιακά διαζύγια : τα παιδιά του Αρμαγεδδώνα» του κ. Γεράσιμου Κολαϊτη, Επίκουρου Καθηγητή Παιδοψυχιατρικής της Παιδοψυχιατρικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών («Εγκέφαλος» Αρχεία Νευρολογίας και Ψυχιατρικής, 2009, 46 (4) : σ. 159-163) : «Σε σοβαρές τουλάχιστον περιπτώσεις αποξένωσης η νομοθεσία να προβλέπει την επιβολή θεραπείας στον γονέα που συνειδητά και με δόλο αποξενώνει, την αφαίρεση της επιμέλειας από αυτόν/ήν, αποκατάσταση της σχέσης παιδιού και γονέα – στόχου, και την επιβολή βαριάς χρηματικής ποινής. … Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν υπάρχουν ή δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς θεσμοί όπως το Οικογενειακό Δικαστήριο, το σώμα πραγματογνωμόνων, ειδικά τμήματα και υπηρεσίες, ενώ είναι ανεπαρκώς στελεχωμένες οι αρμόδιες εισαγγελικές κ.ά. υπηρεσίες. Αποτέλεσμα της υπάρχουσας δυσλειτουργίας στη χώρα μας είναι, μεταξύ άλλων, μικρός αριθμός ειδικών ψυχικής υγείας σε συγκεκριμένες παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες, κυρίως γενικών νοσοκομείων, να σηκώνουν χωρίς την αναγκαία υποστήριξη το δυσανάλογο βάρος τέτοιων περιστατικών, με επιπτώσεις και στη γενικότερη λειτουργία αυτών των υπηρεσιών.».   

          Σε επόμενο σημείωμα, θα γίνει ειδική αναφορά, από νομικής σκοπιάς, στο οξύτατο πρόβλημα των δυσχερειών στην εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, που ρυθμίζουν τη γονική μέριμνα, την επιμέλεια και το δικαίωμα επικοινωνίας γονέων – τέκνου.

Επίσης, για το ζήτημα της πρακτικής εφαρμογής των νέων διατάξεων (με όποια τελική μορφή ψηφιστούν), απαιτείται, στο άμεσο μέλλον, μία αξιολόγηση των στατιστικών δεδομένων και της μέλλουσας νομολογίας, σε τρεις άξονες – ερωτήματα :

α) οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, που προέβλεπαν μόνον δικαίωμα επικοινωνίας, θα μεταρρυθμιστούν σε ποιο ποσοστό (αποδοχής νέων αγωγών) και σε ποιο βαθμό (κοινή άσκηση γονικής μέριμνας ή λειτουργική – χρονική κατανομή της ή συνεπιμέλεια ή αύξηση ποσοστού επικοινωνίας στο 1/3 του χρόνου ζωής του τέκνου) ;

β) στις πρωτοείσακτες οικογενειακές υποθέσεις, σε ποια ποσοστά θα απορριφθούν ή γίνουν δεκτές – και στην δεύτερη περίπτωση σε ποιο βαθμό – οι νέες αγωγές γονικής μέριμνας, συνεπιμέλειας και επικοινωνίας ;

γ) οι ανωτέρω υπό α’ και β’ δικαστικές αποφάσεις, σε ποιά ποσοστά θα εφαρμοσθούν ή παραβιασθούν από τους γονείς, και στη δεύτερη περίπτωση ποια θα είναι η αποτελεσματικότητα των αστικών ή ποινικών κυρώσεων κατά των παραβατών – αποξενωτών γονέων (επομένως : θα συνεχίσουν να υπάρχουν – κάτι που όλοι απευχόμαστε – αποξενωμένοι γονείς και τέκνα, σε ποιο ποσοστό και με ποιες αιτιολογίες) ;

Leave a reply

Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με την επωνυμία «Κάθε παιδί χρειάζεται 2  Γονείς Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «A Child Needs 2 Parents ΑΜΚΕ»

Άρθρα

Επικοινωνία

Παναγή Τσαλδάρη 309
Νίκαια
ΤΚ: 18453

Υποστήριξη

Με ενθουσιώδεις εθελοντές, είμαστε έτοιμοι να σας στηρίξουμε οποιαδήποτε στιγμή.