H γονική αποξένωση ως μορφή ενδοοικογενειακής βίας

Ιωάννης Βαλμαντώνης, Εφέτης

( Εισήγηση σε ημερίδα της Εθνικής Σχολής Δικαστών, 8-12-2022 )

Ι. Η επιστημονική αναγνώριση του συνδρόμου γονικής αποξένωσης

Ως γονική αποξένωση ορίζεται η μετάδοση προς το ανήλικο αισθημάτων εχθρότητας και αρνητικής στάσης για το γονέα που δεν διαμένει μαζί, με τον οποίο και σταδιακά αποξενώνεται. Δυο είναι τα βασικά στοιχεία του συνδρόμου (Parental Alientation Syndrome, PAS), που προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό ψυχίατρο R. Gardner: α) οι συνειδητές εκδηλώσεις του ενός γονέα που αποσκοπούν στην πλύση εγκεφάλου (brainwashing) του ανηλίκου και στη μετάδοση προς αυτό αρνητικής στάσης έναντι του έτερου γονέα και β) ο επηρεασμός του ανηλίκου και η συνακόλουθη απέχθεια και αποξένωσή του από το γονέα που δεν διαμένει μαζί. Το τέκνο συμμαχεί με το γονέα που έχει την επιμέλεια, μετατρέπεται σε ένα φορέα των αισθημάτων και των ιδεών του τελευταίου, αντιλαμβάνεται ως δικά του τα αισθήματα του μίσους και της εκδίκησης για τον έτερο στοχοποιημένο γονέα, και διακόπτει την επικοινωνία με αυτόν χωρίς κάποιο δικαιολογημένο λόγο. Παρεμφερές είναι το σύνδρομο κακόβουλου γονέα ή σύνδρομο κακόβουλης μητέρας (Malicious Mother Syndrome, MMS), που εμφανίζεται ιδίως όταν, ο γονέας που διαμένει με το τέκνο ακόμα κι αν δεν πετύχει τη συμμόρφωση αυτού, ασκεί επιβλαβή συμπεριφορά μετά το χωρισμό προς τον άλλο γονέα, με σκοπό κυρίως να τον εμποδίσει να έχει μια φυσιολογική και στοργική σχέση με το παιδί.

Στη σχετική ορολογία, ο προτιμώμενος γονέας που διαμένει με το παιδί, ονομάζεται αποξενωτής ή χειραγωγός και ο γονέας, του οποίου την παρουσία απορρίπτει το παιδί, είναι ο αποξενωμένος ή στοχοποιημένος ενώ το παιδί, με τη σειρά του, αναφέρεται ως αποξενωμένο. Η συμπεριφορά της αποξενωτικής μητέρας, έχει οριστεί στη ψυχολογία ως το Σύμπλεγμα της Μήδειας: οι μητέρες, αντί να σκοτώνουν τα παιδιά τους σε εκδίκηση εναντίον των συζύγων τους, όπως συμβαίνει στην τραγωδία του Ευριπίδη, προσπαθούν να καταστρέψουν το δεσμό πατέρα-τέκνου. Η γονική αποξένωση όμως είναι ανεξάρτητη από το φύλο ενός γονέα, διότι και οι πατέρες εμφανίζουν ενίοτε το ρόλο του αποξενωτή.

Τα τελευταία χρόνια, το σύνδρομο γονικής αποξένωσης έχει γίνει ένας όρος “ομπρέλα” που χρησιμοποιείται για να περιλάβει όλες τις καταστάσεις στις οποίες υπάρχει άρνηση ενός παιδιού να συναντήσει ένα γονέα. Είναι εσφαλμένος ο χαρακτηρισμός μίας κατάστασης a priori ως σύνδρομο γονικής αποξένωσης μόνο επειδή υπάρχει άρνηση – ακόμη και επίμονη – ενός παιδιού προς έναν γονέα, διότι παραγνωρίζει την πολυπλοκότητα του θέματος. Εξάλλου δεν μπορεί να γίνει λόγος για την ύπαρξη ενός τέτοιου συνδρόμου σε περιπτώσεις όπου η εχθρότητα και η απόρριψη είναι : προσωρινή, περιστασιακή και σπάνια, εμφανίζονται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, συνυπάρχουν με αυθεντικές και γνήσιες στιγμές στοργής, καθώς και όταν απευθύνονται σε αμφότερους τους γονείς.

Το σύνδρομο γονικής αποξένωσης δεν περιλαμβάνεται ως επίσημη και αυτοτελή διαταραχή στα διεθνώς αναγνωρισμένα εγχειρίδια ταξινόμησης ψυχιατρικών διαταραχών, όπως π.χ. το DSM της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας και το ICD του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Εντάσσεται έμμεσα στα προβλήματα σχέσεων που αφορούν την οικογενειακή ανατροφή. Συνεπώς, το σύνδρομο της γονικής αποξένωσης δεν φαίνεται να αντιστοιχεί σε μια προκαθορισμένη ατομική ψυχική διαταραχή, αλλά μάλλον σε μια διαταραχή σχέσεων μεταξύ πολλών ατόμων, μια δυσλειτουργική σχέση στην οποία συμβάλλουν ο αποξενωτής γονέας, ο αποξενωμένος γονέας και το εμπλεκόμενο τέκνο, η οποία μπορεί να διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Υφίσταται λοιπόν μια πληθώρα παραγόντων που μπορούν είτε από μόνοι τους είτε σε συνδυασμό να οδηγήσουν ένα παιδί να απορρίψει τον ένα γονέα και να αρνηθεί να έχει επικοινωνία μαζί του. Το γεγονός όμως ότι δεν έχει συμπεριληφθεί ως επίσημη διάγνωση στα διεθνή εγχειρίδια ταξινόμησης ψυχιατρικών διαταραχών, δεν σημαίνει πως θα πρέπει να αγνοείται παντελώς, ιδιαίτερα όταν η κλινική πράξη και η δικαστηριακή καθημερινότητα επιβεβαιώνουν την ύπαρξή του.

  1. II. Οι αποξενωτικές συμπεριφορές

Στις υποθέσεις που αφορούν την ανάθεση της επιμέλειας, τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του παιδιού και τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδίδεται στα εμπόδια που θέτει ένας γονέας στη σχέση του παιδιού με τον έτερο γονέα. Ειδικότερα, συχνά παρατηρείται ο ένας γονέας, ιδίως αυτός που έχει την επιμέλεια, να εχθρεύεται ενεργά και να υποτιμά συστηματικά τον άλλο, αποδίδοντας τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης στα ελαττώματα του άλλου γονέα. Να μεταδίδει στο παιδί την άποψη της (ηθικής) ακαταλληλότητας του στοχοποιημένου γονέα, ακόμη και αν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Να δυσχεραίνει την άσκηση των δικαιωμάτων και των καθηκόντων που απορρέουν από τη γονική μέριμνα καθώς και την πληροφόρηση των διάφορων πτυχών της ζωής του παιδιού. Εάν τέτοιες συμπεριφορές επαναληφθούν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να παρακινήσουν το τέκνο να μη θέλει πλέον να έχει σχέσεις με το γονέα – στόχο ή ακόμα να τον εξαφανίσει οριστικά από τον ορίζοντα της ζωής του. Η συχνότητα των εμποδίων μάλιστα αυξάνεται, όσο τα δικαστήρια λαμβάνουν ολοένα και περισσότερο υπόψη τη γνώμη των παιδιών κατά την εκδίκαση των οικογενειακών υποθέσεων. Από την άλλη, παρατηρείται ο αποξενωμένος γονέας, που αισθάνεται απογοητευμένος και αγνοημένος, να προβαίνει αρκετές φορές σε σαρκαστικά και υβριστικά μηνύματα και e-mail, άσκοπες απειλές, διοχέτευση πληροφοριών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ή σε αντίποινα, παρατείνοντας τον χρόνο επικοινωνίας ή τις διακοπές με το παιδί για να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο.

Η μεταβολή του τόπου κατοικίας του παιδιού, η συστηματική παρεμπόδιση της επικοινωνίας του τέκνου με το στοχοποιημένο γονέα και ο μη σεβασμός των δικαστικών αποφάσεων επικοινωνίας αποτελούν πολύ συχνές τακτικές αποξένωσης. Στις πιο σοβαρές και δραματικές περιπτώσεις, παρουσιάζεται το φαινόμενο των ψευδών καταγγελιών για άσκηση βίας ή ακόμη και για σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού. Το κατακριτέο αυτό φαινόμενο είναι διεθνές. Η καταχρηστική εκ μέρους συνήθως της μητέρας καταγγελία περί κακοποίησης των παιδιών, που χρησιμοποιείται ως μέσο εκβίασης, θεωρείται το ανερχόμενο δικαστικό όπλο εναντίον ιδίως του συζύγου πατέρα. Δεδομένου ότι συχνά μια τέτοια πράξη συνιστά κακούργημα, οι σχετικές κατηγορίες προκαλούν μακροχρόνιες δικαστικές ποινικές διαδικασίες. Σε αρκετές οικογενειακές υποθέσεις αποδεικνύονται ψευδείς, αλλά έχουν πετύχει το σκοπό τους, ήτοι την πλήρη διακοπή των σχέσεων μεταξύ του κατηγορούμενου γονέα και των τέκνων.

Οι ως άνω αποξενωτικές συμπεριφορές που μπορεί να έχουν εμφανισθεί κατά τη διάρκεια του γάμου (όταν ο ένας γονέας επιθυμεί να έχει την αποκλειστικότητα στη ζωή του παιδιού) συνήθως αρχίζουν μετά το χωρισμό των γονέων. Αρκετές όμως φορές ξεκινούν μεταγενέστερα, συχνά ως αντίδραση σε μια συμπεριφορά του άλλου που εκλαμβάνεται ως εσφαλμένη, ιδίως σε περιπτώσεις μη καταβολή διατροφής προς το παιδί ή όταν ο γονέας που δεν διαμένει με το τέκνο δημιουργήσει μια νέα σχέση στη ζωή του.

Εμβληματική θεωρώ την Cass., 17.5.2021, n. 13217, κατά την οποία αυτό που πρέπει να αποδειχθεί επαρκώς δεν είναι αν η συμπεριφορά προκάλεσε ή όχι ένα σύνδρομο γονικής αποξένωσης, που συνιστά μια απαράδεκτη αξιολόγηση, η οποία εντάσσει τη γονική αποξένωση στη θεωρία tatertyp. Η τελευταία αναπτύχθηκε το έτος 1940 στη ναζιστική Γερμανία και βασιζόταν στην ιδέα ότι ένα άτομο μπορεί να τιμωρηθεί γι’ αυτό που είναι και όχι τόσο για την πράξη που διαπράχθηκε (Dahm, Der Tatertyp in Strafrecht, 1940). Το ίδιο συμβαίνει και με τόσες μητέρες που κατηγορήθηκαν ως «αποξενωτικές ή κακόβουλες» για πατρική απόρριψη από τα παιδιά τους, με βάση κάποιες (ψευδοεπιστημονικές) γνωματεύσεις και χωρίς να προκύπτει από κάποια συγκεκριμένη ανεπαρκή συμπεριφορά που εμποδίζει τη σχέση πατέρα-παιδιού. Αντικείμενο λοιπόν αποδείξεως είναι αν η συμπεριφορά του γονέα ήταν τέτοια που να διέρρηξε σοβαρά τη σχέση μεταξύ του παιδιού και του έτερου γονέα με τον οποίο δεν διαμένει. Πρέπει να εξετάζονται η πραγματική συμπεριφορά του γονέα που διαμένει με το τέκνο, οι αλληλεπιδράσεις της έναντι του άλλου και η ψυχολογική ταλαιπωρία που προκαλούν τόσο στον αποξενωμένο γονέα όσο και κυρίως στον ανήλικο. Στη διάγνωση και αξιολόγηση της ψυχολογικής ταλαιπωρίας του ανηλίκου πρέπει να αποδίδεται σημασία κυρίως στη διάρκεια της αποξενωτικής συμπεριφοράς και στην ένταση των εκδηλώσεών της. Το Δικαστήριο θα κρίνει με γνώμονα την αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε απόφαση που αφορά την επιμέλεια και την επικοινωνία πρέπει πρωτίστως να αποσκοπεί στη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου, που αποτελεί τον πρωταγωνιστή της συγκεκριμένης οικογενειακές υπόθεσης.

IΙΙ. Το σύνδρομο γονικής αποξένωσης με το Ν. 4800/2021

Κεντρικός πυλώνας του Ν. 4800/2021 είναι ότι κάθε παιδί δικαιούται να έχει και τους δύο γονείς του παρόντες στην ανατροφή και τη φροντίδα του. Ο γονικός ρόλος εξακολουθεί να υφίσταται, ανεξάρτητα από τη διάλυση του γάμου ή της συμβίωσης. Η ενεργός συμμετοχή και των δύο γονέων είναι υποχρέωση τους και κυρίως δικαίωμα του παιδιού. Η ραγδαία αύξηση των διαζυγίων, η εμφάνιση νέων μορφών οικογένειας και η αύξηση των παιδιών που γεννιούνται εκτός γάμου καθιστούν επιτακτική την ισότιμη μεταχείριση στις σχέσεις γονέων-παιδιών. Το παραδοσιακό μοντέλο της οικογένειας, με τον πατέρα μοναδική πηγή εισοδήματος και τη μητέρα οικοκυρά – τροφό έχει πλέον αντικατασταθεί. Οι διεθνείς συμβάσεις, όπως τα άρθρα 9§3, 10§2 και 18§1 της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού καθώς και 24§3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προβλέπουν την εξασφάλιση της συνυπευθυνότητας των γονέων στην ανατροφή του παιδιού ανεξαρτήτως οικογενειακής κατάστασης και την άμεση επαφή του τέκνου με τους δύο γονείς και παροτρύνουν για την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο. Επιπλέον το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά την εφαρμογή των άρθρων 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ, επαναλαμβάνει σταθερά ότι ανταποκρίνεται στο συμφέρον του τέκνου να διατηρεί σημαντικούς δεσμούς με αμφότερους τους γονείς και ιδίως με αυτόν που δεν έχει την επιμέλεια ή δεν συγκατοικεί μαζί του.

Μερικές καινοτομίες που επέφερε ο Ν. 4800/2021 προς αυτήν την κατεύθυνση: Το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, σύμφωνα με το άρθρο 1511§2 ΑΚ, εξυπηρετείται ιδίως (χωρίς καμία ιεράρχηση) από: α) την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη φροντίδα του και β) την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του και ανάπτυξη στενού δεσμού με καθένα από αυτούς. Η αποτροπή διάρρηξης της σχέσης χρησιμοποιήθηκε προς αποφυγή του αμφιλεγόμενου όρου γονική αποξένωση. Το συμφέρον του παιδιού προτάσσει το γονέα που δεν προάγει την ένταση, αλλά τη συνεργασία μεταξύ τους.

Επίσης με το άρθρο 1518 εδ. τελ. ΑΚ καθιερώνεται η παρεπόμενη υποχρέωση και στους δύο γονείς να διαφυλάσσουν τη σχέση του παιδιού με τον άλλο γονέα, τους αδελφούς του αλλά και με την οικογένεια του έτερου γονέα, ιδίως αν οι γονείς δεν ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει. Υποχρεώνει λοιπόν τον ένα γονέα όχι μόνο να συνομιλεί, αλλά και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με την οικογένεια του άλλου γονέα, εκτός και αν υπάρχουν εξαιρετικά ιδιάζουσες περιπτώσεις, διότι και οι δυο γονικές φιγούρες είναι κεντρικές και σημαντικές για την εξισορροπημένη ανάπτυξη του παιδιού.

Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 1519§2 ΑΚ, ο γονέας που επιθυμεί να προβεί σε σημαντική μετακίνηση μαζί με το παιδί, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, πρέπει να μη δρα μονομερώς αλλά να προσφεύγει προληπτικά στο δικαστήριο. Έτσι, ο εθνικός νομοθέτης συμμορφώνεται προς τη Σύσταση CM/Rec (2015)4 του Συμβουλίου της Ευρώπης, με την οποία όπου υπάρχει διαφωνία, η μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου δεν θα πρέπει να λάβει χώρα χωρίς απόφαση της αρμόδιας αρχής.

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 1520§1 εδ. β ΑΚ, ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο υποχρεούται να καθορίζει το πρόγραμμα του παιδιού, κατά τρόπο ώστε να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλον γονέα σε τακτή χρονική βάση. Στο πλαίσιο αυτό δύναται ο γονέας που διαμένει με το τέκνο να το προετοιμάζει ψυχολογικά και θετικά για τις συναντήσεις με το δικαιούχο γονέα, απέχοντας από κάθε ενέργεια, που μπορεί άμεσα ή έμμεσα να οδηγήσει στην παρεμπόδισή της.

Σημειώνεται ότι κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου (ΑΠ 429/2002 ΕλλΔνη 2002,1621, ΑΠ 499/1994 ΕλλΔνη 1995,141), μόνη η άρνηση του τέκνου να επικοινωνήσει με τον άλλο γονέα, για λόγους που αφορούν το ίδιο, δεν οφείλεται κατ’ ανάγκη, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε επίδραση του γονέα που διαμένει με το τέκνο, ενώ δεν θεσπίζεται με οποιοδήποτε κανόνα, υποχρέωση του γονέα που έχει την επιμέλεια να κάμψει την άρνηση του τέκνου του να επικοινωνήσει με τον άλλο γονέα, πειθαναγκάζοντάς το προς το σκοπό αυτό με κάθε μέσο. Σύμφωνη και η νομολογία του ΕΔΔΑ (Mitrova και Savik κατά ΠΔΓΜ της 11/2/2016, σκ. 77, Reigado Ramos κατά Πορτογαλίας της 22/11/2005, σκ. 53), κατά την οποία όταν προκύπτουν δυσκολίες, που οφείλονται στην άρνηση του γονιού με τον οποίο διαμένει το παιδί, να υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης που ορίζει δικαίωμα επικοινωνίας, τα αναγκαστικά μέτρα σε σχέση με τον γονιό αυτό σπανίως είναι επιθυμητά ή αποτελεσματικά σ’ ένα πεδίο τόσο ευαίσθητο. Ο γονέας που έχει υποστεί την αποξενωτική συμπεριφορά του άλλου δεν έχει το δικαίωμα να αποκτήσει με εξαναγκασμό την εγκαθίδρυση σχέσεων με το παιδί που πεισματικά αρνείται, τουλάχιστον εφόσον το τελευταίο διαθέτει την ωριμότητα. Κατά κανόνα, είναι αντίθετη με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού μια αναγκαστική επικοινωνία, που μπορεί να μετατραπεί σε ένα τραύμα (vulnus) για το ανήλικο.

Ιδιαίτερα έντονη είναι η ιδεολογική σύγκρουση ως προς τις συνέπειες της κακής άσκησης της γονικής μέριμνας. Για τα κινήματα των μπαμπάδων, η αποξενωτική συμπεριφορά προκαλεί πάντα το σύνδρομο γονικής αποξένωσης, με συνέπεια να επέρχεται αναστροφή της επιμέλειας λόγω κακής άσκησής της, ενώ για τις φεμινιστικές οργανώσεις, το σύνδρομο δεν υφίσταται, και η επιμέλεια δεν δύναται να αλλάξει από αποξενωτικές συμπεριφορές. Ο Ν. 4800/2021 εισήγαγε ως κριτήριο της κακής άσκησης της γονικής μέριμνας τη διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και τη με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς (1532§2 περ.β ΑΚ). Παράλληλα η αποξενωτική συμπεριφορά δύναται να συνιστά και υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του παιδιού (1532§2 περ.γ ΑΚ). Η καθιέρωση των ως άνω αντικειμενικών κριτηρίων δύναται να ενεργήσει προληπτικά: Για να μη χάσει την επιμέλεια του παιδιού, ο γονέας θα απέχει από αρνητικές ψυχολογικές επεμβάσεις και θα ενδιαφέρεται για τη καλύτερη διαπαιδαγώγηση του τέκνου, προκειμένου να αποφευχθεί η αποξένωση του από το γονέα που δεν διαμένει μαζί του. Μάλιστα οι καθηγητές Κουμάντος και Τσακυράκης, είχαν διατυπώσει την άποψη ότι η άρνηση του παιδιού να επικοινωνήσει με τον ένα γονέα, επειδή ο γονέας που έχει την επιμέλεια καλλιεργεί αρνητικά αισθήματα για τον άλλον, θα πρέπει να θεωρείται (έστω κατά μαχητό τεκμήριο) ως δείγμα κακής άσκησης της επιμέλειας και να αποτελεί στοιχείο για την αλλαγή του προσώπου άσκησής της.

Η αλλαγή της επιμέλειας από τον αποξενωτή γονέα στον έτερο γονέα πρέπει να αντιμετωπιστεί με εξαιρετική προσοχή, σύνεση και ευαισθησία. Σε αντίθεση με τη (σχετικά) εύκολη απομάκρυνση ενός παιδιού από ένα βίαιο γονέα, είναι πολύ δύσκολος ο χωρισμός από τον αποξενωτή γονέα, που συνήθως έχει πολύ υψηλές επιδόσεις φροντίδας και το ανήλικο συνδέεται στενά μαζί του. Το Δικαστήριο πρέπει να προβεί σε μια δύσκολη στάθμιση. Η αναστροφή της επιμέλειας μπορεί να προτιμηθεί μόνο εάν είναι πολύ πιθανό ότι θα δώσει θετικό αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα και ταυτόχρονα η διατήρηση της παρούσας κατάστασης θα προκαλέσει μια μεγάλη ζημία για το τέκνο. Επιπλέον, είναι απαραίτητο η βραχυπρόθεσμη ψυχική ταλαιπωρία από το χωρισμό με το γονέα με τον οποίο διαμένει και αντιλαμβάνεται ως φυσικό προστάτη του, να ξεπεραστεί χωρίς να αφήσει πολύ τραυματικό αποτέλεσμα. Έτσι η ΜΠρΠειρ 1267/2021 ΝΟΜΟΣ έκρινε ότι η σχέση εξάρτησης και προσκόλλησης των τέκνων με την αποξενώτρια μητέρα δεν επιτρέπει ολοκληρωτική αλλαγή στο καθεστώς της επιμέλειάς τους, καθώς θα δυσκόλευε πολύ την προσαρμογή τους και θα έθετε σε δοκιμασία τον ψυχικό τους κόσμο. Για το λόγο αυτό, κατένειμε χρονικά την άσκηση της επιμέλειας ανάμεσα στους δύο γονείς, με εναλλασσόμενη κατοικία.

Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η ιταλική νομολογία (Cass., 8.4.2016, n. 6919, Cass.17.5.2021 n. 13217), κατά την οποία, σε περίπτωση που ένας γονέας καταγγείλει την αποξενωτική συμπεριφορά του έτερου γονέα, που διαμένει ή έχει την επιμέλεια του τέκνου και κάνει αναφορά για την ύπαρξη ενός συνδρόμου γονικής αποξένωσης (PAS), με σκοπό την αναστροφή της επιμέλειας, το δικαστήριο υποχρεούται να εξακριβώσει την ύπαρξη των αποξενωτικών συμπεριφορών, με βάση τα αποδεικτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων και των τεκμηρίων, και να αιτιολογήσει ειδικώς, ανεξάρτητα από την αφηρημένη κρίση για την επιστημονική εγκυρότητα του συνδρόμου, λαμβάνοντας υπόψη ότι μεταξύ των κριτηρίων για τη καταλληλόλητα των γονέων συγκαταλέγεται και η ικανότητα διατήρησης της συνέχειας των σχέσεων με τον άλλο γονέα, προς προστασία του δικαιώματος του παιδιού στη συνεπιμέλεια (bigenitorialità) και σε μια ισορροπημένη και γαλήνια ανάπτυξη. Συνεπώς για την αναστροφή της επιμέλειας του ανηλίκου δεν αρκεί η διάγνωση ενός συνδρόμου, αλλά ο δικαστής καλείται να εξακριβώσει την ύπαρξη της επιζήμιας για τον ανήλικο συμπεριφοράς. Τέτοια επιζήμια συμπεριφορά δέχθηκε η Cass.Civ. 1, 18 décembre 2014, Pourvoi n° 14-10041, κατά την οποία το συμφέρον του παιδιού δικαιολογεί τη μεταφορά της διαμονής του στην οικία του πατέρα λόγω της αδυναμίας της μητέρας, η οποία είχε χρησιμοποιήσει όλους τους δυνατούς τρόπους για να απομακρύνει το ανήλικο μακριά από τον πατέρα, να το προστατεύσει από τις καταστροφικές συνέπειες της γονικής σύγκρουσης.

Επιπλέον, η αφαίρεση της επιμέλειας του τέκνου πρέπει να λειτουργεί ως ultima ratio. Προσφορότερα ηπιότερα μέτρα είναι, μεταξύ άλλων, η παρακολούθηση από το γονέα προγράμματος συμβουλευτικής γονέων, η λειτουργική ή χρονική κατανομή της γονικής μέριμνας, η μεταρρύθμιση ή η αύξηση του χρόνου επικοινωνίας και η καθιέρωση της υποχρέωσης του γονέα να ενταχθεί σε πρόγραμμα υποστήριξης που προσφέρουν οι κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου.

  1. IV. Νομολογιακή αντιμετώπιση της γονικής αποξένωσης

Η νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας είναι πλούσια αναφορικά με το φαινόμενο της γονικής αποξένωσης. Ήδη με τη ΜΠρΑθ 14180/1972 ΝοΒ 1973, 529, είχε επισημανθεί ότι προσκρούει στην ανθρώπινη φύση η αποξένωση του γονέα από το τέκνο και η αποστέρηση από την τέρψη που παρέχει η ανατροφή του. Η συμπεριφορά της μητέρας που μετέτρεψε το φρόνημα του τέκνου και το έστρεψε εναντίον του πατέρα κρίθηκε από την ΕφΑθ 10231/1982 ΕλλΔνη 1983, 482 ότι αποτελεί πλήρη ανατροπή του ψυχικού κόσμου του ανηλίκου, η οποία δύναται να οδηγήσει στη καταστροφή του. Σύμφωνα με τις ΕφΑθ 8668/1987 ΕλλΔνη 1988, 695 και ΕφΑθ 4970/1993 ΑρχΝ 1994, 264, το δικαστήριο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλείσει την άσκηση του δικαιώματος του γονέα για προσωπική επικοινωνία με το τέκνο του και να διακόψει την επαφή του γονέα με αυτό, γιατί τότε θα επερχόταν ανεπίτρεπτη νέκρωση του υφισταμένου δεσμού τους.

Παρά το γεγονός ότι το φαινόμενο της γονικής αποξένωσης έχει αμφισβητηθεί από μέρος της ιατρικής επιστήμης και της ψυχολογίας, εντούτοις, η ελληνική νομολογία δέχεται ότι σταδιακά γίνεται πλέον αποδεκτή η ύπαρξή του. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ισπανία, που παρά την εναντίωση της ισπανικής κυβέρνησης, αρκετά οικογενειακά δικαστήρια δέχονται την ύπαρξή του. Με αναλυτική παράθεση των εκδηλώσεων (συστηματική επιθετική και προσβλητική συμπεριφορά της ανήλικης προς τη μητέρα, απουσία της ενοχής για τη συμπεριφορά που επιδεικνύει έναντι της μητέρας της, εμφάνιση της λογικής «άσπρο-μαύρο» ήτοι του πατέρα ως απόλυτα καλού γονέα και της μητέρας ως απόλυτα κακού γονέα, δημιουργία ψευδών αναμνήσεων, αντανακλαστική και σθεναρή υποστήριξη στον αποξενωτή πατέρα της), στη ΜΠρΡεθ 158/2021 ΕλλΔνη 2022,496 πιθανολογήθηκε ότι συντρέχει περίπτωση συνδρόμου γονικής αποξένωσης. Την εμφάνιση του φαινομένου της γονικής αποξένωσης δέχθηκε και η ΜΕφΘεσ 1686/2017 ΕφΑΔΠολΔ 2018,649, κατά την οποία η κατάσταση αυτή συνίσταται στην επιμονή των παιδιών, να μην επιθυμούν την επικοινωνία με έναν από τους γονείς τους, όταν αυτοί έχουν χωρίσει, επηρεαζόμενα από τη φανερή ή υποβόσκουσα βούληση του άλλου γονέα, να διακοπεί η επαφή αυτή, ή και επειδή τα ίδια βρίσκονται σε σύγχυση και αμηχανία για τις συγκρούσεις των γονέων.

Εξάλλου και το ΕΔΔΑ, στην υπόθεση Φουρκιώτης κατά Ελλάδος της 16.6.2016 ΕφΑΔΠολΔ 2016,785, αναγνώρισε την ύπαρξη του ως άνω συνδρόμου. Η γονική αποξένωση παραβιάζει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (για την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), από το οποίο απορρέει το δικαίωμα ενός γονέα να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για να επανενωθεί με το παιδί του, ενώ θεμελιώνεται η υποχρέωση των εθνικών αρχών στη λήψη τους. Η έλλειψη συνεργασίας των γονέων, σύμφωνα με τη σκ. 72 της ως άνω απόφασης, δεν απαλλάσσει τις εθνικές αρχές από την ως άνω υποχρέωση. Στην απόφαση Piazzi κατά Ιταλίας της 2.11.2010, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε την παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης από τις ιταλικές αρχές οι οποίες επέτρεψαν να παγιωθεί μια de facto κατάσταση που δημιουργήθηκε από το μη σεβασμό των δικαστικών αποφάσεων από τη μητέρα που έπασχε από το σύνδρομο γονικής αποξένωσης, ενώ η πάροδος του χρόνου είχε σοβαρότερες συνέπειες για τον προσφεύγοντα πατέρα, που στερήθηκε την επαφή με το τέκνο του. Οι ιταλικές αρχές θα έπρεπε να είχαν λάβει πιο άμεσα και συγκεκριμένα μέτρα προκειμένου να αποκαταστήσουν την επαφή μεταξύ του προσφεύγοντος και του παιδιού του και ιδίως την παρέμβαση των κοινωνικών υπηρεσιών για την οργάνωση συναντήσεων μεταξύ τους, προκειμένου τα μέρη να καταστούν πιο συνεργάσιμα.

Σε περιπτώσεις γονικής αποξένωσης, καθίσταται επιβεβλημένη η μεσολάβηση ενός ειδικού ψυχικής υγείας, προκειμένου να διαγνώσει τη ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, προτείνοντας τις ενδεδειγμένες λύσεις για την αποκατάσταση του δεσμού του αποξενωμένου γονέα με το παιδί προς όφελος της ψυχοσωματικής του ανάπτυξης. Έτσι κρίθηκε με την ΜΕφΘεσ 1623/2020 Αρμ 2021, 400 ότι λόγω των αρνητικών αισθημάτων που καλλιέργησε η μητέρα στα παιδιά για τον πατέρα τους, η επικοινωνία του μαζί τους προϋποθέτει μια περίοδο προσαρμογής με την παρουσία ψυχολόγου για χρονικό διάστημα ενός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης. Μετά την παρέλευση του χρόνου αυτού και την ανάκτηση των αισθημάτων εμπιστοσύνης, η επικοινωνία θα είναι αυξημένη για την αναγκαία ενίσχυση του ψυχοσυναισθηματικού δεσμού με τον πατέρα. Επιπλέον, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ΜΠρΡεθ 158/2021 το δικαστήριο, ακόμη και κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δύναται να ορίσει αυτεπαγγέλτως παιδοψυχίατρο, προκειμένου να πραγματοποιήσει συνεδρίες ο αποξενωμένος γονέας μαζί με το ανήλικο τέκνο του, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και το σχετικό πρόγραμμα που ο ειδικός της ψυχικής υγείας θα υποδείξει, ώστε να δομηθεί μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ των γονέων και του τέκνου.

Η ενασχόληση του εισηγητή με τη γονική αποξένωση αποτυπώνεται σε δυο αποφάσεις. Σύμφωνα με την ΠΠρΑθ 124/2021 ΕφΑΔΠολΔ 2021,188 (εισηγ. Θεοφάνη) παρατ. Σταμπέλου = Αρμ 2021,1373 παρατ. Πλεύρη, η αποξένωση του πατέρα από το τέκνο συνιστά προσβολή της προσωπικότητάς του αλλά η ηθική βλάβη, που του έχει προκληθεί, συνισταμένη στην πίκρα, απογοήτευση, στενοχώρια και ακύρωση του πατρικού ρόλου, δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τη καταβολή χρηματικού ποσού. Οι χρηματικές κυρώσεις δεν αποτελούν το κατάλληλο εργαλείο για την αποκατάσταση της σχέσης μεταξύ γονέα και παιδιού, που ήταν προηγουμένως ανύπαρκτη και έχει μια συναισθηματική, ηθική και υπαρξιακή πολυπλοκότητα. Η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης για τον αποξενωμένο πατέρα θα επέλθει, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με την με αρωγή της αποξενώτριας μητέρας εξομάλυνση της επικοινωνίας, την εμπέδωση στα μάτια του τέκνου της πατρικής φιγούρας και την αγαστή συνεργασία των γονέων στα θέματα που αφορούν το τέκνο τους. Στην κατάσταση αυτή, σύμφωνα με την πρόσφατη Cass. 9691/2022, δύναται να συμβάλει η πραγματοποίηση συνεδριών των γονέων και του τέκνου από ένα ειδικό της ψυχικής υγείας, σύμφωνα με το πρόγραμμα που ο τελευταίος θα εκπονήσει, σε συνδυασμό με την υποστήριξη των δικηγόρων των μερών.

Η δεύτερη απόφαση είναι η ΜΠρΑθ 5524/2017 ΕφΑΔΠολΔ 2017,790 κατά την οποία για την ύπαρξη του φαινομένου της γονικής αποξένωσης, το Δικαστήριο, δεν πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικώς στο πόρισμα μιας πραγματογνωμοσύνης, που αναγνωρίζει το σύνδρομο αυτό, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη του κάθε πρόσφορο μέσο και να συνεκτιμά και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία (έκθεση κοινωνικής έρευνας, μαρτυρικές καταθέσεις, γνώμη του ανηλίκου τέκνου, εξέταση των διαδίκων, αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων σχετικά με την έκβαση των καταγγελιών) που έχει στη διάθεσή του για την εξειδίκευση του συμφέροντος του τέκνου. Υιοθέτησα τη νομολογία του ιταλικού Ακυρωτικού (Cass. 7041/20.3.2013).

Τέλος σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία (ΜΕφΠειρ 298/2021 ΕλλΔνη 2021,1188, ΜΠρΘεσ 915/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 4870/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΖακ 85/2021 ΝΟΜΟΣ), η συστηματική και κατ’ επανάληψη παρεμπόδιση της επικοινωνίας του τέκνου από τον γονέα που ασκεί την επιμέλεια μπορεί να οδηγήσει σε αποκοπή του τέκνου από τον γονέα με τον οποίο αυτό δεν διαμένει μαζί, κατάσταση που συνιστά γονική αποξένωση και οδηγεί σε δομικές ανισορροπίες και σε τελική ανάλυση στη συναισθηματική κακοποίηση του παιδιού. Με επίκληση της ως άνω νομολογίας, και με αφορμή τη σύσταση Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας, οργανώσεις όπως η ΑΜΚΕ «Κάθε Παιδί με δύο γονείς», προτείνουν τη νομοθετική αναγνώριση της γονικής αποξένωσης ως μορφής ενδοοικογενειακής βίας καθώς και την πρόβλεψη αντίστοιχων νομικών (ποινικών) κυρώσεων. Θα συμφωνήσω με την πρώτη πρόταση. Πράγματι η γονική αποξένωση αποτελεί μια μορφή ενδοοικογενειακής βίας, επειδή συντελείται ανάμεσα στα μέλη του οικογενειακού συστήματος. Η συναισθηματική – ψυχολογική κακοποίηση επέρχεται ιδίως μέσω της χειραγώγησης του παιδιού από τον αποξενωτή γονέα. Το αποξενωμένο παιδί γίνεται εργαλείο, το οποίο χρησιμοποιεί ο χειραγωγός γονέας για να προκαλέσει πόνο στον έτερο γονέα. Τα αποτελέσματα της χειραγώγησης είναι ολέθρια για τη ψυχική υγεία του τέκνου. Ειδικότερα, από την κλινική έρευνα προκύπτει ότι τα παιδιά, που έχουν αποξενωθεί ή ευρίσκονται σε διαδικασία αποξένωσης από τον έναν γονέα τους, έχουν πολλές πιθανότητες να εμφανίσουν, μεταξύ άλλων, συναισθηματικές δυσκολίες (χαμηλή αυτοεκτίμηση, κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές) και συμπεριφορικές δυσκολίες (επιθετικότητα, αδυναμία οριοθέτησης ή διαχείρισης θυμού, προβλήματα στη σύναψη υγιών διαπροσωπικών σχέσεων). Επίσης παρουσιάζεται αυξημένο το ενδεχόμενο το αποξενωμένο παιδί – θύμα της χειραγώγησης να εμφανίσει στο μέλλον μια παρόμοια συμπεριφορά. Παράλληλα συνιστά μια μορφή παραμέλησης, διότι εξαιτίας της χειραγώγησης, το τέκνο στερείται τη βασική συναισθηματική υποστήριξη του ενός γονέα που είναι αναγκαία για τη φυσιολογική ψυχοσωματική του ανάπτυξη και εξέλιξη. Η ολοκληρωτική ρήξη της γονικής σχέσης ανάμεσα στον ένα γονέα και το παιδί του, προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη στο ψυχισμό του τελευταίου, ανεξάρτητα από τη διχογνωμία σχετικά με την ύπαρξη του συνδρόμου της γονικής αποξένωσης (ΜΠρΑθ 5524/2017 ΕφΑΔΠολΔ 2017,790 ΜΠρΑθ 15585/2020 ΕφΑΔΠολΔ 2021,613). Ως προς την επιβολή όμως ποινικών κυρώσεων, επικαλούμαι την ΕΔΔΑ, Φουρκιώτης κατά Ελλάδος της 16.6.2016, σκ. 69, κατά την οποία, η χρήση μέτρων τα οποία επάγονται στέρηση ελευθερίας του ενός γονιού θα πρέπει να θεωρείται ένα εξαιρετικό μέτρο και να μην τίθεται σε εφαρμογή παρά μόνο αφού έχουν χρησιμοποιηθεί ή διερευνηθεί άλλα μέσα. Αντίθετα, κατά τη γνώμη μου, θα επιδεινώσουν ακόμα περισσότερο τα αρνητικά αισθήματα του παιδιού προς το στοχοποιημένο γονέα που οδήγησε στη φυλακή τον άλλο γονέα με τον οποίο είναι προσκολλημένο. Επιπλέον παραγνωρίζουν την πολύπλοκη δυναμική που έχουν οι οικογενειακές υποθέσεις και τους άλλους παράγοντες που θα πρέπει επίσης να συμβάλουν υπέρ της αποκατάστασης της σχέσης που δεν αφορούν τον αποξενωτή γονέα. Για το λόγο αυτό, κατά την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, είναι προτιμότερο οι γονείς να απευθύνονται σε υπηρεσίες διαμεσολάβησης και σε ειδικούς της ψυχικής υγείας για να επιλύουν τις σχετικές διαφορές τους, παρά να καταφεύγουν στην αστυνομία, έτσι ώστε να αποτρέπεται ο πρόσθετος τραυματισμός του τέκνου.

  1. V. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Η γονική μέριμνα ασκείται αποτελεσματικά στο βαθμό που μοιράζεται και στους δύο γονείς. Η συνεχής αποδυνάμωση από τον ένα γονέα της σχέσης μεταξύ του παιδιού και του έτερου γονέα συνιστά μια μορφή συναισθηματικής κακοποίησης. Η τέλεση συμπεριφορών γονικής αποξένωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα που είχαν ως αποτέλεσμα την άρνηση του παιδιού να διατηρήσει μια σχέση με το στοχοποιημένο γονέα, καταδεικνύει πόσο ισχνό καθίσταται το νομικό πλαίσιο, όπως συμβαίνει συχνά όταν διακυβεύονται πρωτίστως συναισθήματα και φροντίδα. Παρά ταύτα, η νομοθετική μεταρρύθμιση του Ν. 4800/2021, με την επιβολή της συνεπιμέλειας, της κοινής ανατροφής των τέκνων από τους δυο γονείς, της εισαγωγής του τεκμηρίου 1/3 χρόνου επικοινωνίας και των αντικειμενικών κριτηρίων κακής άσκησης γονικής μέριμνας, θα συμβάλλει στην καλύτερη αντιμετώπιση της γονικής αποξένωσης. Η πρόληψη είναι πάντα καλύτερη από τη θεραπεία και αφορά φυσικά και τους δυο γονείς οι οποίοι οφείλουν να μην βάζουν τις μεταξύ τους διαφορές πάνω από το συμφέρον του παιδιού καθώς είναι σύμμαχοι στην ανατροφή του και πρέπει να είναι και οι δυο ενεργοί στην ζωή του. Στις περιπτώσεις των έντονα συγκρουσιακών διαζυγίων και χωρισμών, αναγκαία καθίσταται η άμεση προληπτική παρέμβαση εξειδικευμένων επαγγελματιών ψυχικής υγείας, με την εκπόνηση θεραπευτικών μέτρων.

Επιθυμητή είναι η συμβολή και η επιμόρφωση των δικηγόρων των μερών. Και τούτο διότι έχει παρατηρηθεί ότι στο 81% των περιπτώσεων ένας δικηγόρος συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στην αποξένωση και σε ψευδείς κατηγορίες, γεγονός που εγείρει δεοντολογικά θέματα στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος (Καλαϊτζάκης, Συμπεριφορές Γονικής Αποξένωσης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 3-5 Ιουλίου 2020). Οι δικηγόροι, είναι από τους πρώτους που απευθύνονται οι γονείς και θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τη νέα φιλοσοφία για τη διασφάλιση της ενεργούς παρουσίας και συμμετοχής και των δύο γονέων στη ζωή του τέκνου και μετά το χωρισμό τους.

Η επιστημονική αναγνώριση ή μη ενός αυτοτελούς πραγματικού συνδρόμου γονικής αποξένωσης είναι αδιάφορη για τη δικαστηριακή πρακτική. Η κρίση του δικαστηρίου περί της ακαταλληλότητας ενός γονέα πρέπει να βασίζεται σε ακριβή και λεπτομερή πραγματικά γεγονότα και όχι σε αόριστες έννοιες, ηθικές κρίσεις ή a priori θέσεις. Η παρέμβαση της δικαστικής αρχής μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν είναι άμεση, δηλαδή αν συνίσταται στη λήψη κατάλληλων μέτρων από την πρώτη στιγμή που αρχίζει να εμφανίζεται η αποξενωτική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τις ΕΔΔΑ, Kapes κατά Ελλάδας της 21.7.2016, ΕφΑΔΠολΔ 2016, 1115, ΕΔΔΑ, Αναγνωστάκης κ.α. κατά Ελλάδος της 23.9.2021, ΝοΒ 2022, 182, ΕΔΔΑ, Παπαρρηγόπουλος κατά Ελλάδος της 30.6.2022, με τις οποίες καταδικάσθηκε η χώρα μας, για έλλειψη ταχείας διεκπεραίωσης των οικογενειακών υποθέσεων, η παρέλευση του χρόνου δύναται να επιφέρει ανεπανόρθωτες συνέπειες στη σχέση του τέκνου με τον ένα γονέα. Καθοριστική λοιπόν είναι η ταχεία επέμβαση του δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και την έκδοση προσωρινής διαταγής, ώστε να αντιμετωπισθούν οι εκδηλώσεις γονικής αποξένωσης κατά το αρχικό τους στάδιο, χωρίς όμως να οδηγείται αυτόματα το δικαστήριο σε αναστροφή της επιμέλειας.

Leave a reply

Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με την επωνυμία «Κάθε παιδί χρειάζεται 2  Γονείς Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «A Child Needs 2 Parents ΑΜΚΕ»

Άρθρα

Επικοινωνία

Παναγή Τσαλδάρη 309
Νίκαια
ΤΚ: 18453

Υποστήριξη

Με ενθουσιώδεις εθελοντές, είμαστε έτοιμοι να σας στηρίξουμε οποιαδήποτε στιγμή.