Η εμπλοκή μου με το θέμα της γονικής αποξένωσης, κηδεμονίας, επιμέλειας και ότι συνεπάγεται της διάσπαση συμβίωσης ενός ζευγαριού με παιδιά ξεκίνησε περίπου πριν δυόμιση χρόνια. Εκείνο το διάστημα γνώρισα και συνδέθηκα με τον νυν σύντροφο μου, με τον οποίο σήμερα είμαστε αρραβωνιασμένοι.
Δυόμιση χρόνια. Δυόμιση χρόνια που βιωματικά πλέον και συμβιώνοντας με τον σύντροφο μου που είναι πατέρας ενός αγοριού, φαίνονται περισσότερα των δέκα. Ο σύντροφος μου έχασε επαφή με το παιδί του περίπου την ίδια εποχή που ξεκίνησε και η συντροφική μας σχέση. Ήταν για εμένα πρωτόγνωρη εμπειρία και ασύλληπτη πρακτική από τη πλευρά μιας μητέρας. Η πρακτική αυτή, της αποξένωσης.
Για προσωπικούς τους λόγους διεσπάστει η συμβίωση τους. Ο γιος του τότε ήταν τεσσάρων ετών. Αυτό που ακολούθησε σόκαρε τόσο τον σύντροφο μου, όσο και εμένα σαν εξωγενή παρατηρητή της κατάστασης. Με τη φαιδρή δικαιολογία από τη πλευρά της μητέρας, στην οποία και ανετέθη ευθείς αμέσως η αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού, ότι το παιδί στα τέσσερα του έτη είχε αποφασίσει αυτοβούλως να διακόψει κάθε επαφή με τον βιολογικό του πατέρα, ο σύντροφός μου βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα που ονομάζεται σύγχρονη ελληνική δικαστική πρακτική οικογενειακού δικαίου.
Η διάσπαση της συμβίωσης είχε ως αποτέλεσμα την άμεση αφαίρεση της επιμέλειας από τον πατέρα, μέσω της αναθέσεως αυτής, αποκλειστικά στη μητέρα. Εν μια νυκτή και σε συνέχεια μιας τυπικής δικαστικής απόφασης, ένας πατέρας που αγαπούσε, στήριζε και συνδεόταν με το παιδί του βρέθηκε χωρίς αυτό. Αντιστοίχως και με την ίδια βιαιότητα το ίδιο συνέβη και στο παιδί του στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων ετών. Ξαφνικά το παιδί αυτό έπρεπε να μάθει να ζει χωρίς πατέρα. Έπρεπε να αποκοπεί από τη πρακτική γραμμή και τον εν γένη πατρικό οικογενειακό κύκλο. Αντ’ αυτού αμφότεροι έπρεπε να είναι ικανοποιημένοι με κάποια “ρυθμισμένη επικοινωνία”. Ρυθμισμένη επικοινωνία κάποιων ωρών μέσα στην εβδομάδα λόγω του νεαρού της ηλικίας του παιδιού. Μια επικοινωνία που σπανίως εν τέλη πραγματοποιούταν καθώς η μητέρα παραβίαζε κάθε μορφή επικοινωνίας που είχε διαταχτεί από τα ελληνικά δικαστήρια.
Η μητέρα παράλληλα φρόντισε άμεσα να αποκόψει το παιδί από τον πατέρα του. Ο σύντροφος της κατονομάστηκε «μπαμπάς» και το παιδί έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα της νέας πατρικής φιγούρας. Σταδιακά στο παιδί εμφυσίθηκε η αποδοχή της απώλειας του βιολογικού πατέρα και καθοδηγήθηκε στην απόρριψη του. Ένα παιδί που συνδεόταν με τον πατέρα του σταδιακά γαλουχήθηκε στην απόρριψη του.
Ο βιολογικός πατέρας; Ξεκίνησε έναν ατέλειωτο δικαστικό αγώνα. Μηνύσεις για παραβιάσεις δικαστικών αποφάσεων επικοινωνίας, διαταγές εισαγγελέως ανηλίκων για παιδοψυχολογίκες πραγματογνωμοσύνες, αγωγές, ασφαλιστικά μέτρα, κοινωνικοί λειτουργοί, αποδεικτικά στοιχεία… Το αποτέλεσμα; Κανένα! Τίποτα! Καμία καταδίκη. Όσο κακή και να ήταν η άσκηση επιμέλειας από τη πλευρά της μητέρας κανένα δικαστήριο ποτέ δεν αποδέχθηκε την τροποποίηση του τρόπου άσκησης αυτής. Ούτε σε επιπεδο συνεπιμέλειας ούτε σε επίπεδο επιμέλειας.
Η λύση είναι μονόδρομος: Κοινή επιμέλεια, αυστηρές και εφαρμόσιμες ποινές παραβιάσεων δικαστικών αποφάσεων οικογενειακού δικαίου, ποινικοποίηση της γονικής αποξένωσης, ίσος χρόνος με τους δύο γονείς.
Μαρία