Το πρωτόκολλο δικανικής συνέντευξης ανήλικων θυμάτων κακοποίησης – Όλγα Θεμελή

Το πρωτόκολλο δικανικής συνέντευξης ανήλικων θυμάτων κακοποίησης: όταν η Εγκληματολογία συναντά την Ψυχολογία

Όλγα Θεμελή, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Νοέμβριος 2019

Πηγή: https://theartofcrime.gr/%cf%84%ce%bf-%cf%80%cf%81%cf%89%cf%84%cf%8c%ce%ba%ce%bf%ce%bb%ce%bb%ce%bf-%ce%b4%ce%b9%ce%ba%ce%b1%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%ae%cf%82-%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%ad%ce%bd%cf%84%ce%b5%cf%85%ce%be%ce%b7%cf%82/?fbclid=IwAR0wA_NJrP8ykbBd2pnbjluXEWodokA6T_pbfkPDSPBBr4ifcHtQpjIjflY

1. Εισαγωγή

Στη χώρα μας, τα ανήλικα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης καλούνται πολλές φορές να περιγράψουν τα δεινά της παραβίασης που υπέστησαν σε επαγγελματίες των υπηρεσιών της ψυχικής υγείας και του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης. Προανάκριση, κύρια ανάκριση, ακροαματική διαδικασία, πραγματογνωμοσύνη, ιατροδικαστική εξέταση, κ.ά., συνθέτουν ένα τρομακτικό και καφκικό σκηνικό με πρωταγωνιστή τον ανυποψίαστο, για όσα λαμβάνουν χώρα, ανήλικο. Ένα παιδί μπορεί να κληθεί να καταθέσει αναρίθμητες φορές στο αστυνομικό τμήμα, μπορεί να χρειαστεί να μιλήσει σε δεκάδες επαγγελματίες, μπορεί να περιμένει ακόμα και οκτώ χρόνια μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεσή του. Πρόκειται για μια εξαιρετικά δυσχερή και συνάμα επώδυνη διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας τα παιδιά ενθαρρύνονται να μιλήσουν για την πιο τραυματική εμπειρία της ζωής τους σε άτομα που δεν γνωρίζουν καθόλου (Θεμελή, 2014).

Πώς προετοιμάζεται ένα παιδί για την εξέτασή του; Τι περιλαμβάνει αυτή η προετοιμασία; Τι περιλαμβάνει η συνεργασία με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς; Ποιος ο ρόλος τους; Θέτουν και αυτοί ερωτήματα και με ποιον τρόπο; Πώς γίνεται η εξέταση και ποια εργαλεία χρησιμοποιούνται; Ποιες διαγνωστικές μέθοδοι είναι κατάλληλες όταν εξετάζεται ένας ανήλικος και ποιες είναι ακατάλληλες; Πώς αξιολογείται η αντιληπτική ικανότητα και η ψυχική κατάσταση του ερωτώμενου; Αρκεί η αξιολόγηση αυτή; Πόσο σημαντική είναι η αναπτυξιακή του αξιολόγηση; Πόση ώρα μπορεί να διαρκέσει η συνέντευξη; Μπορεί να επαναληφθεί, και εάν ναι, πόσες φορές; (Θεμελή, 2014, 2010)

Η ύπαρξη εξειδικευμένης γνώσης, ικανής να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από ερωτήματα, θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση για μια συνέντευξη, και όχι προανάκριση, που στόχο έχει την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας σεβόμενη ταυτόχρονα την ανηλικότητα. Όπως ορθά έχει ειπωθεί, «τo παιδί-θύμα δεν είναι απλά ένας ακόμα μάρτυρας» (Brennan, 1995).

Στη δική μας έννομη τάξη, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των υπόλοιπων ευρωπαϊκών και μη χωρών, δεν είχε έως σήμερα συνταχθεί ένας Κώδικας Δεοντολογίας καθώς και ένα Πρωτόκολλο Δικανικής Συνέντευξης κακοποιημένων παιδιών. Παράλληλα, έλλειπε μια εξειδικευμένη δομή, έτσι ώστε το ανήλικο θύμα να καταθέτει εκεί μία μόνο φορά, δίχως να απαιτείται η διαρκής του παρουσία σε πολλούς διαφορετικούς φορείς και αρχές (αστυνομική, εισαγγελική, δικαστική) και οι πολλαπλές του καταθέσεις σε μεγάλο αριθμό επαγγελματιών. Να υπογραμμιστεί ότι ο ανήλικος σε αυτές τις εξειδικευμένες δομές εξετάζεται από ειδικά εκπαιδευμένους επαγγελματίες σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο που επιτρέπει τη βιντεοσκόπηση της κατάθεσης.

Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί ότι τη στιγμή που σε άλλες χώρες πολλαπλασιάζονται οι βέλτιστες πρακτικές και δημιουργούνται ολοένα και περισσότερα «Κέντρα Συνηγορίας του Παιδιού» (Child Advocacy Centers), ενισχύονται οι εξειδικευμένες διεπιστημονικές δομές για την κακοποίηση και την παραμέληση των ανηλίκων και ενδυναμώνονται οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας και ψυχοκοινωνικής μέριμνας, στη δική μας πολιτεία, την οποία χαρακτηρίζουν οι ανεπαρκείς θεσμικές διαδικασίες, καταργούνται ή στην καλύτερη περίπτωση συρρικνώνονται δραματικά οι ελάχιστες δομές παιδικής προστασίας. Επιπρόσθετα, οι ήδη υπάρχουσες είναι υποστελεχωμένες και χωρίς την αναγκαία μεταξύ τους δικτύωση (Θεμελή, 2014).

To Κεντρικό Επιστημονικό Συμβούλιο για την Πρόληψη και την Αντιμετώπιση της Θυματοποίησης και της Εγκληματικότητας των Ανηλίκων (ΚΕΣΑΘΕΑ), λαμβάνοντας υπόψη του τα όσα αναφέρθηκαν, συνέταξε το πρώτο στη δική μας έννομη τάξη πρωτόκολλο δικανικής συνέντευξης ανήλικων θυμάτων κακοποίησης, και σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής και τη Γενική Γραμματεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θεσμοθέτησε τη δομή «Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων – «Σπίτι του Παιδιού».

Τα παραπάνω αποτελούν τομή στο πεδίο της προστασίας της ανηλικότητας και είναι γέννημα της συνεργασίας της επιστήμης της Εγκληματολογίας με την επιστήμη της Ψυχολογίας και τους ειδικότερους κλάδους της, όπως π.χ. τη Γνωστική, τη Συμβουλευτική και την Αναπτυξιακή Ψυχολογία.

2. Οι καλές πρακτικές και οι διεθνείς επιταγές

Στη βάση της μακρόχρονης εμπειρίας πάνω στο ζήτημα, οι σύγχρονες κοινωνίες θέτουν στη δοκιμασία της πράξης την προβληματική και τις αρχές των φιλικών προς το παιδί υπηρεσιών, και κυρίως της φιλικής προς το παιδί Δικαιοσύνης. Διακρατικοί Οργανισμοί όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλοι θέτουν ως προμετωπίδα της στρατηγικής τους για την προάσπιση των δικαιωμάτων των παιδιών την εφαρμογή καινοτόμων δράσεων που να εναρμονίζονται με τις παραπάνω αρχές. Σήμερα στις Η.Π.Α. λειτουργούν περί τα 800 Κέντρα Συνηγορίας Παιδιού (Child Advocacy Centers) υπό την αιγίδα της National Children’s Alliance, είτε του κυβερνητικού είτε του μη κυβερνητικού τομέα, σε συνεργασία με όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες στη βάση της διεπιστημονικότητας.

Αναμφίβολα τα Child Advocacy Centers αποτελούν τη βέλτιστη πρακτική παγκοσμίως. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρώτο CAC λειτούργησε το 1985 στην πολιτεία της Αλαμπάμα («The National Children’s Advocacy Center»). Με την πλουσιότερη εμπειρία που διαθέτει διεθνώς, θεμελίωσε 1000 δομές στις ΗΠΑ και συνεργάστηκε με 27 ευρωπαϊκές χώρες για να γίνει αρωγός στην προσπάθεια της Γηραιάς Ηπείρου να αποκτήσει με τη σειρά της τα δικά της «Κέντρα Συνηγορίας του Παιδιού» ή «Σπίτια του Παιδιού». Παράλληλα, την ίδια χρονιά λειτούργησε εξειδικευμένο κέντρο εκπαίδευσης επαγγελματιών που εργάζονται με ανήλικα θύματα κακοποίησης (NCAC Training Center).

Στην Ευρώπη, εκτός από το πρωτοπόρο «Σπίτι του Παιδιού» (Barnahus) στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας που λειτουργεί από το 1998, το μοντέλο έχει μεταλαμπαδευτεί σε όλη τη Σκανδιναβία: από το 2005 στην Σουηδία, το 2007 στην Νορβηγία και το 2011 σε Δανία και Φινλανδία. Ανάλογα Κέντρα λειτουργούν όμως και σε χώρες που υπολείπονται σχετικώς σε δείκτες κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης.

Όλες οι προαναφερθείσες βέλτιστες πρακτικές βασίζονται πρωτίστως στις επιταγές της διεθνούς νομοθεσίας και κυρίως της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Σύμφωνα με το άρθρο 39 της ΔΣΔΠ, η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων με την απόφαση 44/25 της 20/11/1989, υπογράφτηκε στις 26/1/1990 και ισχύει διεθνώς από τις 2/9/1990: «Τα συμβαλλόμενα μέρη παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διευκολύνουν τη σωματική και ψυχολογική ανάρρωση και την κοινωνική επανένταξη κάθε παιδιού θύματος: οποιασδήποτε μορφής παραμέλησης, εκμετάλλευσης ή κακοποίησης, βασανισμού ή κάθε άλλης μορφής σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή ένοπλης σύρραξης. Η ανάρρωση αυτή και η επανένταξη γίνονται μέσα σε περιβάλλον που ευνοεί την υγεία, τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπεια του παιδιού». Να υπογραμμιστεί ότι η Ελλάδα υπέγραψε τη σύμβαση στις 26/1/1990, την επικύρωσε με τον Ν.2101 της 2/12/1992: «Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού», και ισχύει στη χώρα μας ως δεσμευτικό νομικό κείμενο με υπερνομοθετική ισχύ κατά τη διάταξη 28 παρ. 1 του Συντάγματος.

Το άρθρο 3 παρ. 1 επιβάλλει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού («the best interest of the child») σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά. Έτσι, το συμφέρον του παιδιού καθορίζεται ως η κατευθυντήρια και η θεμελιώδης αρχή όλων των αποφάσεων της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας που αφορούν παιδιά (Πιτσελά, 2003).

Επίσης, οι Κατευθυντήριες Γραμμές για Δράση όσον αφορά τα Παιδιά στο Σύστημα της Ποινικής Δικαιοσύνης (απόφαση 1996/13 της 23ης Ιουλίου 1996 του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου) και η Διακήρυξη των Βασικών Αρχών Δικαιοσύνης για τα Aνήλικα Θύματα του Εγκλήματος και της Κατάχρησης Εξουσίας (απόφαση 40/34 της 29ης Νοεμβρίου του 1985 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών) ορίζουν μια σειρά από μέτρα προστασίας των παιδιών που καταθέτουν ως μάρτυρες στο δικαστήριο, τα οποία μεταξύ άλλων προβλέπουν ότι:

– Τα κράτη αναλαμβάνουν να εξασφαλίσουν ότι τα παιδιά που ως θύματα καθίστανται μάρτυρες απολαμβάνουν δίκαιη μεταχείριση.

– Τα παιδιά θύματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με σεβασμό στην αξιοπρέπειά τους. επίσης, θα πρέπει να έχουν δικαίωμα πρόσβασης στους μηχανισμούς δικαιοσύνης και άμεσης αποκατάστασης, αφού πρώτα ενημερωθούν για τα δικαιώματά τους, και επιπλέον πρόσβαση σε βοήθεια που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους, όπως υπεράσπιση, προστασία, οικονομική υποστήριξη, συμβουλευτική, ιατρικές, νοσηλευτικές και κοινωνικές υπηρεσίες, κοινωνική επανένταξη και υπηρεσίες φυσικής και ψυχολογικής ανάρρωσης.

– Τα παιδιά θα πρέπει να ενημερώνονται για τον ρόλο και το πεδίο δράσης τους, τον προγραμματισμό και την πρόοδο των διαδικασιών καθώς και τον χαρακτήρα των υποθέσεών τους. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να προετοιμάζονται έτσι ώστε να εξοικειωθούν με τη διαδικασία της ποινικής δικαιοσύνης προτού καταθέσουν. Κατάλληλη βοήθεια θα πρέπει να εξασφαλίζεται στα παιδιά καθ’ όλη τη διάρκεια της νομικής διαδικασίας.

– Οι προανακριτικές και ανακριτικές αρχές και οι δικαστές θα πρέπει να εφαρμόζουν πρακτικές περισσότερο φιλικές προς το παιδί, κυρίως στις συνεντεύξεις των παιδιών μαρτύρων. Θα πρέπει επίσης να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατά το δυνατό η άμεση επαφή μεταξύ του ανήλικου θύματος και του δράστη. Για τον λόγο αυτό τα κράτη υποχρεούνται να εξετάσουν τροπολογίες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τους ώστε να επιτρέπεται μεταξύ των άλλων η βιντεοσκόπηση της μαρτυρίας του παιδιού και η παρουσίαση της βιντεοσκοπημένης μαρτυρίας στο δικαστήριο ως επίσημο αποδεικτικό μέσο.

– Θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να ελαχιστοποιούνται οι καθυστερήσεις στην ποινική διαδικασία, προστατεύοντας την ιδιωτική ζωή των παιδιών θυμάτων και μαρτύρων και, όταν είναι αναγκαίο, διαβεβαιώνοντας για την ασφάλειά τους από τον εκφοβισμό και την αντεκδίκηση.

3. Το «Σπίτι του Παιδιού» και το Πρωτόκολλο Δικανικής Συνέντευξης

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 και 76 του Κεφαλαίου Ε του Ν. 4478/2017, «Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου» (ΦΕΚ 91Α΄), συστήθηκαν αρχικά στις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής (ΥΕΑ & ΚΑ) Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιά, Πατρών και Ηρακλείου Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων – «Σπίτια του Παιδιού». Στη συνέχεια, με σχετική τροπολογία, απέκτησαν διοικητική αυτοτέλεια (Ν.4640/201 – ΦΕΚ 190/Α’ 30/11/2019).

Οι υπηρεσίες αυτές ασκούν τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α) Ατομική αξιολόγηση ανήλικων θυμάτων για τον προσδιορισμό ειδικών αναγκών προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 68 του εν λόγω νόμου.

β) Παροχή γενικών υπηρεσιών υποστήριξης στα ανήλικα θύματα, σύμφωνα με το άρθρο 62 του εν λόγω νόμου.

γ) Συνδρομή των προανακριτικών, ανακριτικών, εισαγγελικών και δικαστικών αρχών για την προσήκουσα εξέταση ανήλικων θυμάτων κατά τις κείμενες διατάξεις.

δ) Εκτίμηση αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης ανηλίκων θυμάτων κατά τις κείμενες διατάξεις από εξειδικευμένο προσωπικό.

ε) Διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών και χώρων για την εξέταση από τις προανακριτικές, ανακριτικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές ανήλικων θυμάτων, και προμήθεια και εγκατάσταση υλικοτεχνικού εξοπλισμού για την καταγραφή της κατάθεσης του ανηλίκου με ηλεκτρονικά οπτικοακουστικά μέσα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

Στη συνέχεια το ΚΕΣΑΘΕΑ εκπόνησε και κατέθεσε Σχέδιο Υπουργικής Απόφασης για τη λεπτομερή ρύθμιση των αρμοδιοτήτων και των συνθηκών λειτουργίας των Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων – «Σπίτια του Παιδιού». Επιπρόσθετα, συνέταξε πρωτόκολλο δικανικής εξέτασης που ήδη ισχύει μετά την έκδοσή της (Υ.Α 7320/2019 – ΦΕΚ 2238/Β 10/6/2019) στη χώρα μας, σύμφωνα τις διεθνείς πρακτικές. Ειδικότερα, το εν λόγω πρωτόκολλο βασίστηκε στις παρακάτω καλύτερες, σύμφωνα με τις διεθνείς έρευνες, πρακτικές:

National Institute of Child Health and Human Development. (1999). NICHD forensic interview protocol. National Institute of Child Health and Human.

National Children Advocacy Center (2018). Forensic Interview Structure. Alabama, USA.

State of Michigan. (2005, April). Forensic Interview Protocol (DHS Publ. No. 779, Rev.). Lansing, MI: Governor’s Task Force on Children’s Justice and the Michigan Department of Human Sciences.

Washington State Child Interview Guide. (2007). Washington State Child Interview Guide. Harborview Center for Sexual Assault & Traumatic Stress and WA State Criminal Justice Training Commission, in cooperation with the Department of Social and Health Services, Revised 9/07

Ηοme Office (1992). The Memorandum of Good Practice on Video Recorded Interviews with child witnesses for Criminal Proceedings. London, UK, HMSO.

Είναι δε αυστηρά δομημένο, καθώς αποτελείται από τρία συγκεκριμένα στάδια με επιμέρους υποστάδια, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική:

α) Προετοιμασία / Το χτίσιμο της σχέσης

– Η γνωριμία με τον επαγγελματία

– Η εγκαθίδρυση ενός υποστηρικτικού κλίματος

– Οι κανόνες της συνέντευξης

– Η εξάσκηση στην ελεύθερη αφήγηση

– Η οικογένεια

β) Η διεξαγωγή του ουσιαστικού μέρους της συνέντευξης

– Μετάβαση στο ουσιώδες θέμα

– Ελεύθερη αφήγηση των γεγονότων

– Στοχευμένες ερωτήσεις για εμπλουτισμό των πληροφοριών

γ) Το κλείσιμο της συνέντευξης

– Συνόψιση των όσων αναφέρθηκαν από τον ανήλικο

– Ηθική επιβράβευση – Ευχαριστίες

– Ενημέρωση για το τι πρόκειται να ακολουθήσει

– Αναζήτηση έμπιστων προσώπων

– Παρότρυνση και ενθάρρυνση για μια ακόμα επικοινωνία ή συνάντηση

– Απευαισθητοποίηση – αποφόρτιση.

Αναμφίβολα η εφαρμογή του πρωτοκόλλου απαιτεί επαγγελματίες οι οποίοι διαθέτουν πλούσιες και πολύπλευρες γνώσεις ψυχολογίας που θα τους επιτρέψουν τη συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών και θα τους προστατέψουν από σοβαρά λάθη και παραλείψεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τη μαρτυρία του παιδιού. Σχετικές δε γνώσεις απαιτούνται και από τους επαγγελματίες του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης προκειμένου να είναι σε θέση να παρακολουθούν τη διαδικασία και τα στάδια της κατάθεσης, να τα κατανοούν και να διαμορφώνουν τη δικανική τους κρίση.

4. Η συνεισφορά της Ψυχολογίας και των επιμέρους κλάδων της.

α) Οι συμβουλευτικές δεξιότητες

Ο νομοθέτης επέλεξε να διενεργείται η εξέταση του ανηλίκου «από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου» (Ν. 4478/2017 άρθρο 69 παρ. 3). Συνεπώς εμπιστεύεται στους ειδικούς ψυχικής υγείας τη διαδικασία, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της διερεύνησης των ισχυρισμών του παιδιού, Είναι ωστόσο αναγκαίο όλοι οι επαγγελματίες που θα εμπλακούν στην υπόθεση να έχουν αποκτήσει μετά από εκπαίδευση τις απαραίτητες εκείνες συμβουλευτικές δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να χτίσουν μια σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί. Ο συνεντευκτής χρειάζεται πλην άλλων να έχει εξειδίκευση στη συμβουλευτική ψυχολογία για να υποστηρίξει εξ αρχής το πρώτο στάδιο του πρωτοκόλλου έτσι ώστε να μπορέσει να εισέλθει στον κόσμο του παιδιού και να δομήσει μαζί του μια σχέση εμπιστοσύνης, ζεστασιάς και ασφάλειας (Θεμελή, 2014· Ivey, Gluckstern, Ιvey, 1999· Themeli & Panagiotaki, 2014)

Η παράλειψη του σταδίου της δημιουργίας ενός υποστηρικτικού κλίματος, οδηγούσε έως τώρα σε καταθέσεις αναξιόπιστες, φτωχές σε πληροφορίες και περιορισμένης εγκυρότητας.

Μόνο με τις δεξιότητες της ενσυναίσθησης (empathy) και της αντανάκλασης του συναισθήματος είναι εφικτό να δημιουργηθεί ένα κλίμα ασφάλειας όπου το θύμα θα αισθάνεται ότι κάποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για ό,τι του συνέβη έτσι ώστε να μπορέσει να εκμυστηρευτεί την εμπειρία της κακοποίησής του (Θεμελή, 2014).

Ο όρος «ενσυναίσθηση» αναφέρεται στην ικανότητα να κατανοούμε τον κόσμο του άλλου έτσι όπως ο ίδιος τον αντιλαμβάνεται. Σημαίνει «να αντιλαμβάνεται κανείς το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς ενός άλλου ανθρώπου με ακρίβεια, με τα συναισθηματικά στοιχεία και νοήματα που ενυπάρχουν σε αυτό, σαν να ήταν ο άλλος άνθρωπος, χωρίς όμως να ξεχνά ποτέ τον όρο “σαν”» (Μαλικιώση-Λοΐζου 2008). Η «Αντανάκλαση Συναισθήματος» είναι η δεξιότητα με την οποία ο συνεντευκτής παρατηρεί και αντανακλά στον συνομιλητή του τις συναισθηματικές καταστάσεις που βιώνει ο τελευταίος. Το να διαισθάνεται κανείς με ακρίβεια τον συναισθηματικό κόσμο του άλλου θεωρείται από τις πιο σημαντικές δεξιότητες της προσεκτικής παρακολούθησης στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης. (Ivey, Gluckstern, Ivey, 1999). Όπως επίσης έχει ειπωθεί, «το καθρέφτισμα των συναισθημάτων αντιπροσωπεύει πιθανώς τη βασική δεξιότητα της ενεργητικής ακρόασης» (Nelson-Jones, 2009).

Η ενεργητική ακρόαση και η μη λεκτική επικοινωνία με τον ανήλικο αποτελούν σημαντικά κανάλια αλληλεπίδρασης. Ένας καλός ακροατής ακούει προσεκτικά και όχι επιλεκτικά, δεν διακόπτει και είναι εστιασμένος στον συνομιλητή του. Οι δεξιότητες προσεκτικής παρακολούθησης, δηλαδή η οπτική επαφή, η γλώσσα του σώματος, οι εκφράσεις του προσώπου, το φωνητικό ύφος και η λεκτική ακολουθία (Μαλικιώση-Λοΐζου, 1998), συμβάλλουν καθοριστικά στην εγκαθίδρυση ενός υποστηρικτικού κλίματος που ενισχύει και ενθαρρύνει τον ερωτώμενο.

Καθώς τις περισσότερες φορές η μη λεκτική επικοινωνία μεταβιβάζει έννοιες και αντανακλά την ψυχολογική κατάσταση του ατόμου, η γνώση των εν λόγω δεξιοτήτων είναι σημαντική και αναγκαία. Αλλά και στο δεύτερο στάδιο, εκείνο της μετάβασης στο ουσιαστικό μέρος της συνέντευξης, που βασίζεται στην ανοιχτή πρόσκληση σε ελεύθερη αφήγηση των γεγονότων, ο συνεντευκτής επίσης θα πρέπει να γνωρίζει πώς θα ενθαρρύνει και θα διευκολύνει την εξέλιξη της συζήτησης. Αρχικά θα ενισχύσει και θα υποστηρίξει το παιδί στην ελεύθερη αφήγηση των γεγονότων. Στη συνέχεια θα επιλέξει τις κατάλληλες ερωτήσεις, διατυπώνοντάς τες με τον ενδεδειγμένο τρόπο και προσαρμόζοντάς τες στις ανάγκες του ανηλίκου. Όταν αυτές θέτονται με τον σωστό τρόπο, ανοίγουν νέα πεδία για συζήτηση, βοηθούν στον εντοπισμό διαφόρων θεμάτων και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αυτοανίχνευση του ερωτώμενου (Ivey, Gluckstern, & Ivey, 1999). Οι διευκρινιστικές δεξιότητες της στοιχειώδους ενθάρρυνσης (ενδείξεις που δείχνουν στο άλλο άτομο ότι ο συνεντευκτής το ακούει προσεκτικά) και της παράφρασης (ακριβής απόδοση των λεγομένων του συνομιλητή με τρόπο βοηθητικό) ενισχύουν θετικά τη συνέντευξη και ενθαρρύνουν τον ανήλικο, ειδικά όταν δυσκολεύεται να απαντήσει ή όταν δεν αντέχει τη συναισθηματική φόρτιση της ανάκλησης των τραυματικών γεγονότων και της αφήγησής τους (Θεμελή, 2014). Αναμφίβολα, λοιπόν, οι συμβουλευτικές δεξιότητες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της δικανικής συνέντευξης.

β) Η σημασία της κατανόησης των λειτουργιών της μνήμης

Η γνωστική ψυχολογία βοηθά στην κατανόηση της λειτουργίας των γνωστικών μηχανισμών της προσοχής, της αντίληψης και της μνήμης, μια γνώση ιδιαίτερα σημαντική καθώς επιτρέπει στους επαγγελματίες να γνωρίζουν τι μπορεί και τι δεν μπορεί να θυμηθεί ένας ανήλικος μάρτυρας ανάλογα με την ηλικία του και το διάστημα που διαμεσολάβησε από το συμβάν της παραβίασης, καθώς και τις ατέλειες και περιορισμούς των εν λόγω λειτουργιών.

Οι γνωστικές λειτουργίες της αντίληψης, της προσοχής και της μνήμης, έχουν σημαντικούς υποκειμενικούς συντελεστές (Ceci & Bruck, 1993). Το ίδιο ισχύει και για τους επιμέρους μηχανισμούς της αποθήκευσης και της ανάσυρσης των πληροφοριών (Williams & Hollan, 1981). Η μνήμη συνεπώς δεν λειτουργεί, όπως λανθασμένα υποστηρίζουν οι επαγγελματίες του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης, ως ένας εγγραφέας εικόνων απεριόριστης χωρητικότητας απ’ όπου η συγκράτηση και η ανάσυρση των πληροφοριών είναι δυνατή ανά πάσα στιγμή.

Η ανθρώπινη μνήμη είναι επιλεκτική και κατασκευαστική, καθώς αντιλαμβανόμαστε και συγκρατούμε τα γεγονότα ανάλογα με το πώς τα έχουμε νοηματοδοτήσει. Επίσης, έχει ελάχιστη χωρητικότητα, αφού η βραχυχρόνια μνήμη μπορεί να αποθηκεύσει γεγονότα για ελάχιστα δευτερόλεπτα και αδυνατεί να διατηρήσει περισσότερα από 7 στοιχεία ταυτόχρονα, εκτός εάν (συνήθως μετά από συχνή επανάληψη των γεγονότων) η πληροφορία περάσει στη μακροπρόθεσμη μνήμη για μόνιμη αποθήκευση, απ’ όπου μπορεί να ανακληθεί.

Και σε αυτή όμως τη διεργασία μπορεί να υπάρξουν πολλές δυσκολίες ακριβούς ανάσυρσης, εάν το γεγονός δεν μπόρεσε να κωδικοποιηθεί και να αποθηκευτεί σωστά, όπως συνήθως συμβαίνει όταν έχει λάβει χώρα υπό ιδιαίτερες συνθήκες φόβου και άγχους ή όταν επιχειρείται η ανάκληση μετά το πέρας μεγάλου χρονικού διαστήματος από τότε που έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά (Quas, & Klemfuss, 2014). Οι έρευνες επιβεβαιώνουν ότι τα υψηλά επίπεδα άγχους που μπορεί να βιώσει ένας ανήλικος αυξάνουν τον κίνδυνο παραφθοράς της μνήμης και λανθασμένης ανάσυρσης των ζητούμενων πληροφοριών (Shields, Sazma, McCullough, & Yonelinas, 2017· Tedesco & Schnell, 1987). Οι πιθανότητες μάλιστα αλλοίωσης και παραφθοράς αυξάνουν όταν η μνήμη είναι φτωχή σε αποθηκευμένα στοιχεία (Marche, 1999· Pezdek Lam, 2007; Pezdec κ. ά., 2004· Pezdec & Taylor, 2002; Pezdek & Hodge, 1999). Τα μνημονικά ίχνη έχουν τότε ελάχιστη «δύναμη», καθώς είτε δεν μπορούν να «βρεθούν» γιατί δεν κωδικοποιήθηκαν και στη συνέχεια δεν αποθηκεύτηκαν σωστά, είτε γιατί με τον χρόνο «ξεθωριάζουν» και τελικά χάνονται για πάντα.

Παρά την ύπαρξη των παραπάνω περιορισμών, έρευνες τονίζουν τη θετική επίδραση που μπορεί ασκήσει στην μνημονική ανάκληση των γεγονότων ένας ιδιαίτερα υποστηρικτικός συνεντευκτής που επιδεικνύει ενσυναίσθηση (Saywitz,Wells, Larson, & Hobbs, 2016).

Συνεπώς είναι ανάγκη να εγκαταλειφθεί η παλιά μονολιθική άποψη περί αιώνιας αποθήκευσης στη μακροχρόνια μνήμη, καθώς πρόκειται εδώ για διαδικασίες ενεργητικές και όχι παθητικές. Η παρεμβολή διαφόρων παραγόντων μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε ακούσια ψευδή κατάθεση (Παπαδάτος, 2003). Όσο δε μεγαλύτερος ο αριθμός προσπαθειών ανάκλησης και συχνότερες οι μεταγενέστερες του γεγονότος παρεμβολές ανθρώπων και γεγονότων, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος παραφθοράς, ακόμα και επιμόλυνσης της μνήμης (Καπαρδής, 2003). Με το πέρασμα της ηλικίας, η ικανότητα ανάκλησης των πληροφοριών που προέρχονται από ανήλικους αυξάνει σημαντικά (Fivush, 1997· Poole & Lamb, 1998· Saywitz & Camparo, 1998). Ο όγκος μάλιστα των πληροφοριών της ελεύθερης ανάκλησης των παιδιών μετά τα 12 έτη της ηλικίας τους είναι τόσο ικανοποιητικός όσο και των ενηλίκων (Clifford, 1993). Τέλος, σε σχέση με τα μεγαλύτερα παιδιά, η ανάκληση ενθυμήσεων των παιδιών προσχολικής ηλικίας δεν είναι τόσο λεπτομερής (Fivush, 1993), ενώ ο ερευνητές υπογραμμίζουν ότι οι ανήλικοι κάνουν λιγότερα «λάθη στον έλεγχο της πηγής πληροφόρησης» όταν χρησιμοποιούν την ελεύθερη ανάκληση παρά όταν τους γίνονται συγκεκριμένες ερωτήσεις (Roberts & Powell, 2001).

Οι λανθασμένες αντιλήψεις για τη λειτουργία των γνωστικών μηχανισμών και η κακή χρήση των τεχνικών και των μεθοδολογικών εργαλείων μπορούν να οδηγήσουν στην παραφθορά της μνήμης, τη δημιουργία υπέρμετρου άγχους στο θύμα και τη μείωση της αξιοπιστίας της κατάθεσης του ανήλικου τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία (Wood & Garven, 2000).

γ) Η συνεισφορά της αναπτυξιακής ψυχολογίας

Ένας καλός επαγγελματίας πρέπει να έχει πάντα ως γνώμονα το συμφέρον του παιδιού και την προστασία των δικαιωμάτων του. Για τον λόγο αυτό, μεταξύ άλλων, πρέπει να λαμβάνει πάντα υπόψη το αναπτυξιακό του στάδιο, την ωριμότητά του και τις ιδιαιτερότητές του (Θεμελή, 2010, 2008). Ο ικανός συνεντευκτής προσαρμόζει τις ερωτήσεις στο ηλικιακό στάδιο και στο γνωστικό επίπεδο του παιδιού. Η ερμηνεία των απαντήσεων γίνεται και πάλι υπό αναπτυξιακή σκοπιά (Saywitz, 1998). Καθώς το Σύστημα Ποινικής Δικαοσύνης έχει «επινοηθεί» από ενήλικες για ενήλικες, είναι σημαντικό να υιοθετεί τις βασικές αρχές της φιλικής προς τα παιδιά Δικαιοσύνης. Αυτό σημαίνει την προσαρμογή όλων των διαδικασιών στην ανηλικότητα, ανάλογα με την ηλικία και την ψυχοσυναισθηματική ωρίμανση.

Επιβάλλεται από τον επαγγελματία η χρήση της κατάλληλης γλώσσας και ο ενδεδειγμένος τρόπος διατύπωσης των ερωτήσεων και ερμηνείας των απαντήσεων του παιδιού. Εξίσου σημαντική είναι η απόκτηση γνώσης για το τι μπορεί να κατανοήσει ένα παιδί ανάλογα με το αναπτυξιακό του στάδιο, για τι αναμένεται να γνωρίζει για τις λειτουργίες του σώματός του και τη σεξουαλική δραστηριότητα, και για το πώς μπορεί ανάλογα με την ηλικία και των ωριμότητά του να περιγράψει την παραβίασή του υπό τη δική του οπτική.

Η σημαντικότερη εξέλιξη των γλωσσικών ικανοτήτων των ανηλίκων συντελείται μετά την ηλικία των έξι ετών, όταν είναι πια σε θέση να χρησιμοποιούν πλουσιότερο λεξιλόγιο, μεγαλύτερες λέξεις και πολυπλοκότερες προτάσεις. Αναπτύσσουν επίσης την ικανότητα για αφηρημένη σκέψη ενώ κατανοούν καλύτερα και τον μεταφορικό λόγο. Στη μέση παιδική ηλικία, μπορούν και αντιλαμβάνονται πιο περίπλοκες συντακτικές δομές και αποκτούν την ικανότητα εξαγωγής γλωσσικών συμπερασμάτων που τους επιτρέπουν να αντιληφθούν περισσότερα από αυτά που λέγονται. Μετά την ηλικία των έντεκα ετών, τα παιδιά αναπτύσσουν σημαντικά την ικανότητα για αναφορά και επεξεργασία αφηρημένων εννοιών (Chole & Chole, 2002· Schacter, Gilbert & Wegner, 2012· Shaffer, 2004).

Τέλος, καθώς ενδέχεται να καταθέσουν ως θύματα και παιδιά με αναπτυξιακά προβλήματα, προβλήματα επικοινωνίας (π.χ. παιδιά με αυτισμό ή σύνδρομο Asperger), νοητική στέρηση (ήπια, μέση ή βαριά) ή διαταραχές συμπεριφοράς (π.χ. διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, διαταραχή διαγωγής κ. ά.), είναι επίσης σημαντική η απόκτηση σχετικής γνώσης προκειμένου να προσαρμοστεί η δικανική συνέντευξη στις ιδιαιτερότητές τους.

δ) Οι προκλήσεις της διαπολιτισμικής ψυχολογίας

Οι διεθνείς έρευνες υπογραμμίζουν ότι οι ανήλικοι διαφορετικού πολιτισμικού πλαισίου και μειονοτικών ομάδων παρουσιάζουν αυξημένο κινδύνου θυματοποίησης (Dettlaf & Fino-Velasquez, 2013· Page & Precey, 2002· Wilson & Powell, 2001). Καθώς η διαπολιτισμική παράμετρος διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο, ανέκυψαν πολλά ερωτήματα για τη θυματοποίηση των αλλοδαπών παιδιών και για τον τρόπο διεξαγωγής της δικανικής τους εξέτασης (Fontes & Plummer, 2010).

Οι επαγγελματίες που θα έρθουν σε επαφή με τον ανήλικο θα πρέπει να έχουν συλλέξει πληροφορίες για την κουλτούρα του, να γνωρίζουν την εθνικότητά του και τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να λαμβάνουν υπόψη τους ότι τα παιδιά που βρέθηκαν στη χώρα υποδοχής ζητώντας άσυλο είναι πιθανό να έχουν αρνητικές εμπειρίες κατά την επαφή τους με τις επίσημες αρχές και ως εκ τούτου να μην τους εμπιστεύονται. Υπογραμμίζεται επίσης ότι θα πρέπει να γνωρίζουν τις ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες, τους διαφορετικούς ορισμούς και τις διαφορετικές πολιτισμικές συνήθειες που αφορούν τη σεξουαλική συμπεριφορά (Θεμελή, 2014).

Η εμπλοκή ειδικά εκπαιδευμένων σε εξειδικευμένο για τα αλλοδαπά παιδιά πρωτόκολλο δικανικής συνέντευξης, η χρήση της γλώσσας που γνωρίζει και κατανοεί καλύτερα ο ερωτώμενος και η κατανόηση της πολιτισμικής σημασίας των λέξεων που αναφέρονται ενισχύουν τόσο τη μνημονική ικανότητα όσο και την αυτοεκτίμησή του, οδηγώντας τον στην ανάκληση μεγαλύτερου αριθμού πληροφοριών (Fontes, 2008b, 2009· Wilson & Powell, 2001).

Ο σεβασμός της κουλτούρας και η κατανόηση της διαφορετικότητας παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός κλίματος αμοιβαίας συμπάθειας και εμπιστοσύνης και συντελούν αποφασιστικά στην οικοδόμηση οικείας και ασφαλούς σχέσης για μια αξιόπιστη και πλούσια σε πληροφορίες κατάθεση.

5. Επίλογος

Τα κακοποιημένα παιδιά διαφέρουν ως προς τον τρόπο με τον οποίο αποκαλύπτουν τα στοιχεία που αφορούν την παραβίασή τους. Γι’ αυτό τον λόγο είναι σημαντικό οι συνεντευκτές να προσαρμόζουν την διαδικασία ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο και τις προσωπικές ανάγκες κάθε παιδιού μάρτυρα (Davies & Westcott, 1999).

Είναι σημαντικό να υπενθυμίζεται ότι στόχος της δικανικής συνέντευξης είναι τόσο η εκμαίευση αξιόπιστων πληροφοριών όσο και η προστασία του παιδιού από τον κίνδυνο πιθανής επαναθυματοποίησης. Η δημιουργία του πρώτου πρωτοκόλλου δικανικής συνέντευξης ανήλικων θυμάτων/μαρτύρων κακοποίησης στο δικαιικό μας σύστημα είναι το απόσταγμα της γνώσης και της σύμπλευσης των επιστημών της Εγκληματολογίας και της Ψυχολογίας.

H εφαρμογή ωστόσο του Πρωτοκόλλου και των βασικών του αρχών κατά την ανίχνευση των ισχυρισμών των παιδιών δεν τόσο μια τεχνική όσο μια τέχνη που προϋποθέτει καλούς σκαπανείς με πολύπλευρη εξειδικευμένη γνώση για την αποκάλυψη της αλήθειας και την προστασία της ανηλικότητας.

Όπως λέει και ο ποιητής: «Πώς το κέλυφος τούτο να διαπεράσεις με το ξίφος

του δήθεν τελειωμένου ανθρώπου; Πώς να κατεβείς βαθιά,

απ’ τα διάφανα μάτια των παιδιών, στον πρώτο θάνατο;»

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Ξενόγλωσση

– Brennan, Μ. (1995). The discourse of denial: Cross-examining child victim witnesses. Journal of Pragmatics, 23: 71-91.

– Ceci, S. J., & Bruck, M. (1993). Suggestibility and the child witness: a historical review and synthesis. Psychological Bulletin, 113: 403-439.

– Clifford, B. R. (1993). Witnessing: a comparison of adults and children. Issues in Criminological and Legal Psychology, 20: 15-21.

– Cole, M., & Cole, S.R. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών. Τόμοι Β και Γ. Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω.

– Davies, G. M., Westcott, L. H., (1999), Interviewing Child Witnesses under the Memorandum of Good Practice: A research review, Policing and Reducing Crime Unit: Police Research Series, Paper 115, Λονδίνο.

– Dettlaf, A.J & Fino-Velasquez, M. (2013). Child maltreatment and immigration enforcement: Considerations for child welfare and legal systems working with Immigrant Families. Children’s Legal Rights Journal, 33: 37-63.

– Fivush, R. (1997). Event memory in early childhood. Studies in developmental psychology. Στο C. Nelson (επιμ.), The development of memory in childhood (pp.139-161). Χόουβ (Αγγλία): Psychology Press/Erlbaum (UK), Taylor & Francis.

– Fivush, R. (1993). Developmental Perspective on autobiographical recall. Στο G. S. Goodman & B. L. Bottoms (επιμ.), Child victims, child witnesses: Understanding and Improving testimony (σ. 1-24). Νέα Υόρκη: Guilford Press.

– Fontes, L.A., & Plummer, C. (2010). Cultural issues in disclosures of child sexual abuse. Journal of Child Sexual Abuse, 19: 491-518

– Fontes, L. A. (2008b). The interpreted interview. Στο Interviewing clients across cultures: A practitioner’s guide (σ. 140-166). Νέα Υόρκη: Guilford.

– Ivey, A. E., Gluckstern, N. B. & Ivey, M. B. (1996). Συμβουλευτική Μέθοδος Πρακτικής Προσέγγισης (επιμ. Μ. ΜαλικιώσηΛοΐζου) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

– Marche, T. A. (1999). Memory strength affects reporting of misinformation. Journal of Experimental Child Psychology, 73: 45-71.

– Nelson – Jones, R. (2009). Βασικές δεξιότητες συμβουλευτικής: Ένα εγχειρίδιο για βοηθούς. Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.

– Page, M. & Precey, G. (2002). Child protection concerns when questioning children. Στο H. L., Westcott, G. M. Davies, & R. H. C. Bull (επιμ.). Children’s testimony. A handbook of psychological research and forensic practice (pp. 37-49). Λονδίνο: John Willey & Sons LTD.

– Pezdek, K. & Hodge, D. (1999). Planting false childhood memories in children: The role of event plausibility. Child Development, 70: 887-895.

– Pezdek, Κ., Morrow, Α., Blandon-Gitlin, Ι., Goodman, G. S., Quas, J. A. Saywitz, K. J., Bidrose, S., Pipe, M. E., Rogers, M., & Brodie, L. (2004). Detecting deception in children: event familiarity affects criterion-based content analysis ratings. Journal of Applied Psychology, 89 (1): 119-26.

– Pezdec, K., & Taylor, J. (2002). Memory for traumatic events in children and adults. Στο M. Eisen, J. Quas, & G. Goodman (επιμ), Memory and suggestibility in the forensic interview (σ. 165-184). Μάουα, Νιου Τζέρσεϊ: Lawrence Erlbaum.

– Pezdek, K. & Lam, S. (2007). What research paradigms have cognitive psychologists used to study ‘‘False memory,’’ and what are the implications of these choices? Consciousness and Cognition, 16, 2-17.

– Poole, D. A., & Lamb, M. (1998). Investigative interviews of children. Ουάσινγκτον (Κολούμπια): American Psychological Association.

– Roberts, K. P. & Powell, M. B. (2001). Describing individual incidents of sexual abuse: A review on the effects of multiple sources of information on children’s reports. Child Abuse and Neglect, 25: 1643-1659.

– Quas, J. A., & Klemfuss, J. Z. (2014). Physiological stress reactivity and episodic memory in children. Στο R. Fivush & P. J. Bauer (επιμ.), Handbook of memory (Vol. 2, σ. 688-708). Οξφόρδη: Oxford University Press.

– Schacter D. L., Gilbert, D. T., & Wegner, D. M. (2012). Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

– Shields, G. S., Sazma, M. A., McCullough, A. M., & Yonelinas, A. P. (2017). The effects of acute stress on episodic memory: A meta-analysis and integrative review. Psychological Bulletin, 143: 636-675.

– Saywitz, K. J., Wells, C. R., Larson, R. P., & Hobbs, S. D. (2016). Effects of interviewer support on children’s memory and suggestibility: Systematic review and meta-analyses of experimental research. Trauma, Violence, & Abuse, 20: 22-39

– Saywitz, K. J., & Camparo, L. (1998). Interviewing child witnesses: A developmental perspective. Child Abuse and Neglect, 22 (8): 825-843.

– Shaffer, D. R. (2004). Εξελικτική Ψυχολογία: Παιδική ηλικία και Εφηβεία. Αθήνα: Εκδόσεις Ίων.

– Tedesco, J. F., & Schnell, S. T. (1987). Children’s Reaction to sex abuse investigation and litigation. Child Abuse and Neglect, 11: 267-272.

– Themeli, O. & Panagiotaki, M. (2014). Forensic interviews with children victims of sexual abuse: The role of the counselling psychologist. The European Journal of Counseling Psychology, 3 (1): 1-19.

– Williams, M. D. & Hollan, J. D. (1981). The process of retrieval from very long-term memory. Cognitive Science, 5: 87-11.

– Wilson, C. & Powell, M. (2001). A Guide to Interviewing Children: Essential skills for counselors, police, lawyers and social workers. Λονδίνο: Routledge.

– Wood, K. & Garven, S. (2000). How sexual abuse interviews go astray: Implications for prosecutors, police, and child protection services. Child Maltreatment, 5: 109-118.

Ελληνόγλωσση

– Θεμελή, Ό. (2014). Τα παιδία καταθέτει. Η δικανική εξέταση ανηλίκων μαρτύρων, θυμάτων σεξουαλικής κακοποίηση. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.

– Θεμελή, Ό. (2010). Όταν τα παιδία καταθέτει: Η δικανική εξέταση των ισχυρισμών των ανηλίκων μαρτύρων-θυμάτων. Στο Α. Πιτσελά (επιμ.), Εγκληματολογικές Αναζητήσεις. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στ. Αλεξιάδη (σ. 395-414), Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα.

– Θεμελή, Ό. (2008). Η προστασία της ανηλικότητας: Βασικές αρχές συνέντευξης με κακοποιημένα παιδιά. Στο Ο. Γιωτάκος και Μ. Τσιλιάκου (επιμ.). Ο κύκλος της κακοποίησης (σ. 107-126). Αθήνα: Εκδόσεις Αρχιπέλαγος.

– Καπαρδής, Α. (2004). Ψυχολογία και Δίκαιο. Αθήνα: Εκδόσεις Μεσόγειος.

– Μαλικιώση-Λοϊζου, Μ. (1998). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

– Παπαδάτος, Ι. (2003). Δικαστική Ψυχολογία-Ψυχιατρική. Αθήνα: Εκδόσεις Σμυρνιωτάκης.

– Πιτσελά, Α. (2003). Διεθνή Κείμενα Σωφρονιστικής Πολιτικής. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.

Leave a reply

Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με την επωνυμία «Κάθε παιδί χρειάζεται 2  Γονείς Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «A Child Needs 2 Parents ΑΜΚΕ»

Άρθρα

Επικοινωνία

Παναγή Τσαλδάρη 309
Νίκαια
ΤΚ: 18453

Υποστήριξη

Με ενθουσιώδεις εθελοντές, είμαστε έτοιμοι να σας στηρίξουμε οποιαδήποτε στιγμή.