Συνεπιμέλεια και εναλλασσόμενη κατοικία

Συνεπιμέλεια και εναλλασσόμενη κατοικία

στο νέο οικογενειακό δίκαιο*

 

Αν. Βαλτούδη

Καθηγητή Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ., Δικηγόρου

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Ο ν. 4800/2021 επιφέρει μια από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις των τελευταίων πολλών ετών στον χώρο του οικογενειακού δικαίου: Καθιερώνει τη συνεπιμέλεια και την εναλλασσόμενη κατοικία του ανήλικου παιδιού, ως κανόνα, επί διάστασης, διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης των γονέων του. Ο νέος νόμος έτσι εκσυγχρονίζει το ισχύον οικογενειακό δίκαιο, αποτυπώνοντας τη βούληση του έλληνα νομοθέτη να ανατραπεί η μέχρι σήμερα έννομη κατάσταση, υπέρ μιας νέας καλύτερης εποχής για τις ζωές χιλιάδων πολιτών της χώρας μας, ενηλίκων αλλά κυρίως ανηλίκων. Στον έλληνα δικαστή πλέον εναπόκειται να υλοποιήσει τη βούληση αυτή.

 

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Β. Συνεπιμέλεια παιδιού

Ι. Ο κανόνας

ΙΙ. Η εξαίρεση

ΙΙΙ. Περιπτώσεις αναγκαστικής συνεπιμέλειας

  1. IV. Η απόφαση περί συνεπιμέλειας
  2. V. Προσβολή δικαιώματος (συν-)επιμέλειας

Γ. Επικοινωνία παιδιού και γονέα

Ι. Έκταση δικαιώματος

ΙΙ. Προσβολή δικαιώματος

Δ. Συμπέρασμα

 

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

  1. Ο ν. 4800/2021[1] επιφέρει μια από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις των τελευταίων πολλών ετών στον χώρο του οικογενειακού δικαίου: Καθιερώνει τη συνεπιμέλεια και την εναλλασσόμενη κατοικία του ανήλικου παιδιού, ως κανόνα, επί διάστασης, διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης των γονέων του[2].
  2. Ο νομοθέτης καινοτομεί. Δεν αρκείται στις λύσεις που θα μπορούσαν, θεωρητικά, να υπαχθούν στις γενικές διατάξεις του ισχύοντος οικογενειακού δικαίου για την επιμέλεια του παιδιού επί διαζευγμένων ή εν διαστάσει κ.λπ. γονέων (ΑΚ 1513 επ.[3]). Ούτε στο ότι, κατά τη θεωρία και τις μείζονες προτάσεις της νομολογίας, οι συναφείς διαφορές επιλύονται με την επίκληση του συμφέροντος του παιδιού, στο πλαίσιο του οποίου ενδιαφέρει η ικανότητα του κάθε γονέα να ανατρέφει και να αγαπά το παιδί του, χωρίς διακρίσεις βάσει του φύλου του γονέα ή βάσει της ηλικίας του παιδιού (εξαιρουμένης της νηπιακής ηλικίας του παιδιού, όπου η μητέρα θεωρείται ότι έχει το βιοκοινωνικό προβάδισμα έναντι του πατέρα).
  3. Αντιθέτως! Ο νομοθέτης αποβλέπει στο ότι, εν τέλει, παρά τις ανωτέρω παραδοχές (προηγ. αρ.) η συντριπτική πλειοψηφία της νομολογίας κρίνει ότι η αδυναμία συνεννόησης των δύο γονέων αφενός και η ανάγκη του παιδιού για ψυχική σταθερότητα, που θα κλονιζόταν από τη διαρκή εναλλαγή της οικίας του αφετέρου[4], υποχρεώνουν στην ανάθεση της μεν αποκλειστικής επιμέλειας του παιδιού στη μητέρα[5], στον δε πατέρα -ακόμη και στον ικανό να ανατρέφει και να αγαπά το παιδί του- ενός απισχνασμένου δικαιώματος επικοινωνίας[6], που παραμένει ως έχει, ακόμη και αν η μητέρα παραβιάσει επανειλημμένα το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί ή μετέλθει πρακτικές γονεϊκής αποξένωσης του παιδιού[7].
  4. Όμως ένα ανήλικο παιδί που ζει κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς μόνο με την μητέρα, ανατρέφεται μόνο από αυτή και διανυκτερεύει στο σπίτι του πατέρα δύο (2) βράδια από τα τριάντα (30) του μήνα[8], είναι -στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων- παιδί με προβλήματα στον ψυχισμό του[9]. Και όχι διότι η μητέρα δεν ασκεί ορθά το λειτούργημά της. Αλλά διότι το παιδί χρειάζεται και τον πατέρα. Έναν πατέρα που θα συμμετέχει ενεργά στη ζωή του παιδιού και δεν θα είναι (όπως πράγματι καθίσταται συνεπεία της προαναφερθείσας έννομης κατάστασης∙ βλ. προηγ. αρ.) «επισκέπτης»-συγγενής, χωρίς ουσιαστικό δεσμό με το παιδί και χωρίς δυνατότητα επιρροής στην ανατροφή του. Αυτή δε η ανάγκη του παιδιού, να ανατρέφεται και από τους δύο γονείς και να διαμένει και με τους δύο γονείς, δεν εξαρτάται από τις συγκυρίες της αντιδικίας. Αντιθέτως, απηχεί τον θεμελιώδη κανόνα[10]. Έναν κανόνα που παραμερίζεται αν, κατ’ εξαίρεση, ο ένας γονέας είναι π.χ. κακοποιητικός, ψυχικά διαταραγμένος ή παντελώς αδιάφορος για τις ανάγκες του παιδιού.
  5. Τα ανωτέρω υιοθετεί ολοσχερώς ο νομοθέτης με τον ν. 4800/2021. Εκπληρώνοντας διεθνούς δικαίου υποχρέωση, που υπείχε το ελληνικό κράτος βάσει του άρθρ. 18 § 1 εδ. α΄ της -κυρωθείσας με τον ν. 2101/1992- Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού (βλ. και άρθρ. 1)[11] και εναρμονιζόμενος με το Ψήφισμα 2079/2015 του Συμβουλίου της Ευρώπης, που συστήνει στα κράτη-μέλη, άρα και στην Ελλάδα, να διασφαλίσουν αφενός μεν την ισότητα στα δικαιώματα των γονέων -άρα και των εν διαστάσει ή διαζευγμένων γονέων- απέναντι στο παιδί (άρθρ. 5.3, 5.4) και αφετέρου την εναλλασσόμενη κατοικία του παιδιού μετά από διάσταση ή διαζύγιο των γονέων (άρθρ. 5.5), ο έλληνας νομοθέτης καθιερώνει, ως κανόνα, τη συνεπιμέλεια και την εναλλασσόμενη κατοικία του παιδιού με διευρυμένο δικαίωμα των γονέων για επικοινωνία με το παιδί, ενώ, ως ύστατη εξαίρεση, προβλέπει την άσκηση της αποκλειστικής επιμέλειας του παιδιού από τον ένα γονέα, σε συνδυασμό, συνήθως, με διευρυμένο δικαίωμα επικοινωνίας του άλλου γονέα με το παιδί.
  6. Η νέα, ψυχικά υγιής σταθερότητα του παιδιού είναι να ανατρέφεται και από τους δύο γονείς και να ζει και με τους δύο γονείς στην οικία των τελευταίων. Οτιδήποτε άλλο θα έπληττε, όπως πράγματι πλήττει, τον ψυχισμό του.
  7. Επί του δε περιεχομένου των ειδικότερων ρυθμίσεων, που τίθενται σε ισχύ από τις 16/9/2021 και καταλαμβάνουν όλες τις συναφείς διαφορές, ακόμη και τις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου (άρθρ. 30 ν. 4800/2021, κατά παραμερισμό της ΚΠολΔ 533 § 2)[12], χρειάζεται να επισημανθούν τα ακόλουθα:

 

Β. Συνεπιμέλεια παιδιού

Ι. Ο κανόνας

  1. Ο όρος συνεπιμέλεια δεν συναντάται στον νέο νόμο. Προκύπτει όμως από πληθώρα διατάξεών του, που καθιερώνουν την ισότιμη και κοινή συμμετοχή των δύο γονέων στις πιο κομβικές εκφάνσεις της επιμέλειας του παιδιού (πρβλ. άρθρ. 11 – νέα ΑΚ 1518 § 1), μεταξύ δε αυτών στην ανατροφή και τη φροντίδα. Πιο συγκεκριμένα:
  2. Κατά το άρθρ. 7 § 2 (νέα ΑΚ 1513 § 1), επί διάστασης, διαζυγίου κ.λπ., οι δύο γονείς «εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα», την οποία ασκούσαν κατά τη διάρκεια του γάμου, άρα εξακολουθούν να ασκούν την πλήρη συνεπιμέλεια του παιδιού.
  3. Κατά το άρθρ. 5 (νέα ΑΚ 1511 § 2 εδ. α΄), οποτεδήποτε ο δικαστής «αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της», «πρέπει να αποβλέπει» «στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του». Με άλλα λόγια ο δικαστής, οποτεδήποτε κρίνει επί της επιμέλειας ενός παιδιού διαζευγμένων, εν διαστάσει κ.λπ. γονέων, υποχρεούται να αποβλέπει στην ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην πνευματική, ψυχική και σωματική ανάπτυξη του παιδιού και στη φροντίδα της σωματικής και ψυχικής του υγείας, δηλαδή είτε στην πλήρη συνεπιμέλεια, είτε, αν αυτή δεν είναι εφικτή, στην κατανεμημένη, χρονικά ή λειτουργικά, επιμέλεια του παιδιού από τους δύο γονείς, υπό την προϋπόθεση ότι και πάλι διασφαλίζεται η ουσιαστική συμμετοχή αμφοτέρων των γονέων στην ανατροφή και φροντίδα.
  4. Κατά το άρθρ. 8 βέβαια (νέα ΑΚ 1514 §§ 2 και 3) «αν διαφωνούν οι γονείς …. το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση…α) … να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρκεί, απλώς, η διαφωνία των γονέων, για να απονείμει ο δικαστής, κατά το υποκειμενικό περί δικαίου αίσθημα ή κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν μέχρι σήμερα στη νομολογία των δικαστηρίων μας, την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού στον έναν γονέα. Σκοπός του νόμου, κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρ. 1, είναι να διασφαλιστεί η ενεργός παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή του παιδιού. Αυτός δε ο σκοπός οριοθετεί και τα ακραία όρια διακριτικής ευχέρειας του δικαστή. Πιο συγκεκριμένα, αν δεν συντρέξει σπουδαίος λόγος, που εγκυμονεί κινδύνους για το παιδί (περίπτωση κακοποιητικού, ψυχικά διαταραγμένου ή παντελώς αδιάφορου γονέα) ή αν δεν συντρέξει πραγματική αδυναμία άσκησης της συνεπιμέλειας από τον ένα γονέα λόγω της νόμιμης μετεγκατάστασης του παιδιού σε άλλη πόλη ή χώρα, δεν νοείται ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας στον άλλον γονέα ή έστω κατανομή της επιμέλειας, που μόνο κατ’ επίφαση θα επέτρεπε την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του παιδιού, όπως λ.χ. με την ανάθεση στον έναν γονέα μόνο των ζητημάτων υγείας του παιδιού. Διότι, διαφορετικά, ο δικαστής θα υπερέβαινε τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και θα ερμήνευε ή/και θα εφάρμοζε εσφαλμένα το άρθρ. 8 (νέα ΑΚ 1514).
  5. Τα ανωτέρω επαληθεύει και η συστηματική ερμηνεία του άρθρ. 8 (νέας ΑΚ 1514) με το άρθρ. 5 (νέα ΑΚ 1511). Πράγματι, θα ήταν αντιφατικό το μεν άρθρ. 5 να υποχρεώνει τον δικαστή, οποτεδήποτε κρίνει επί του τρόπου κατανομής της γονικής μέριμνας, να αποβλέπει στην ουσιαστική συμμετοχή αμφοτέρων των γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του παιδιού, δηλαδή στην συνεπιμέλεια ως προς την ανατροφή και φροντίδα, όμως το άρθρ. 8 να επιτρέπει τη δίχως άλλο απονομή της αποκλειστικής επιμέλειας στον ένα γονέα, απλώς επειδή οι γονείς διαφωνούν μεταξύ τους. Τη φαινομενική αντίφαση με το άρθρ. 5 παραμερίζει η προαναφερθείσα (βλ. προηγ. αρ.) τελολογική ερμηνεία του άρθρ. 8.
  6. Ευρέως βέβαια υποστηρίζεται ότι, στην πράξη, δεν νοείται συνεπιμέλεια, αν οι γονείς αντιδικούν και δεν συνεργάζονται μεταξύ τους. Δεν είναι όμως έτσι. Κάθε γονέας, ενόσω διαμένει με το παιδί, μπορεί να τελεί όλες τις καθημερινές πράξεις επιμέλειας του παιδιού (φροντίδα, επίβλεψη, επισκέψεις σε γιατρούς, μεταφορά του παιδιού για τη συμμετοχή του σε πνευματικές, αθλητικές, πολιτιστικές ή άλλες κοινωνικές δραστηριότητες κ.ο.κ.), ενημερώνοντας συναφώς τον άλλο γονέα, ακόμη και μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων (e-mails, sms κ.ά.). Σημαντικά ζητήματα (εξαιρουμένων εκείνων που υπάγονται στο άρθρ. 12 – νέα ΑΚ 1519, για τα οποία βλ. παρακ. αρ. 19), όπως π.χ. από ποιους συγκεκριμένους γιατρούς θα εξετασθεί το παιδί, αν θα εμβολιαστεί, σε ποιες εξωσχολικές δραστηριότητες θα συμμετάσχει κ.ο.κ., μπορούν είτε να συμφωνηθούν από κοινού από τους γονείς π.χ. στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς και για περίοδο τουλάχιστον δύο (2) ετών (πρβλ. άρθρ. 8 – νέα ΑΚ 1513 § 1) είτε, ελλείψει δυνατότητας συμφωνίας, να επιλυθούν με τη συνδρομή διαμεσολαβητών και τη χρήση «Σχεδίων Ανατροφής Τέκνου» («ParentingPlans») τα οποία θα διευκολύνουν την όλη διαδικασία[13]. Στη διαμεσολάβηση μπορούν να προσφύγουν αυτοβούλως οι γονείς ή να παραπεμφθούν σε αυτή από το δικαστήριο (άρθρ. 8 – νέα ΑΚ 1514 § 3 περίπτ. γ΄). Σε κάθε περίπτωση, επί αδυναμίας επίτευξης συμβιβασμού, θα αποφανθεί το δικαστήριο. Το δε πρόγραμμα ζωής του παιδιού, που θα προκύψει από τα ανωτέρω, θα υποχρεωθούν να υλοποιήσουν και οι δύο γονείς, έστω και αν χρειαστεί -προσωρινά ίσως- να συνεννοούνται μέσω τρίτου. Όποιος δεν συμπράξει, κινδυνεύει να απωλέσει μέρος της συνεπιμέλειας (βλ. άρθρ. 8 – νέα ΑΚ 1514 § 2 για τη δικαστική ρύθμιση άσκησης της επιμέλειας: «αν ένας γονέας .. δεν συμπράττει» στην «από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας»). Υπό αυτή την έννοια, νοείται πράγματι συνεπιμέλεια στην πράξη, ακόμη και επί αντιδικίας των γονέων, χωρίς να έχει αξία αν το ανωτέρω ενδεικτικό μοντέλο συνιστά, πράγματι, συνεπιμέλεια ή εν μέρει κατανεμημένη, από χρονικής άποψης, επιμέλεια.
  7. Το παιδί βέβαια ενδέχεται έτσι να γίνει δέκτης διαφορετικών μηνυμάτων, αντιλήψεων, κοσμοθεωριών κ.ο.κ. Τούτο όμως ισχύει έτσι κι αλλιώς, λιγότερο ή περισσότερο, ενόσω διαρκεί ο γάμος. Το ίδιο θα ισχύει και υπό καθεστώς διάστασης ή διαζυγίου κ.λπ. των γονέων του.
  8. Ως εκ περισσού δε επισημαίνεται ότι ο κανόνας της συνεπιμέλειας αφενός μεν θα περιορίσει τις πρακτικές πόλωσης, τις οποίες μετερχόταν μέχρι σήμερα σκοπίμως ο γονέας που πιθανολογούσε ότι, επί αντιδικίας, θα αποκτήσει την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού, με αποτέλεσμα να μειωθεί στο μέλλον η συναφής δικαστηριακή ύλη, αλλά και, αφετέρου, θα επιβάλλει στους γονείς νοοτροπία συνεργασίας, που θα είναι, μάλιστα, ευχερέστερα υλοποιήσιμη μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου από την έναρξη διάστασης ή το διαζύγιο, οπότε, πιθανότατα, η μεταξύ τους ρήξη θα έχει αμβλυνθεί.

 

ΙΙ. Η εξαίρεση

  1. Ο κανόνας της συνεπιμέλειας γνωρίζει εξαιρέσεις. Και ορθά. Διότι δεν θα ήταν δυνατό στον γονέα, που αδιαφορεί για τις ανάγκες του παιδιού ή κρίνεται επικίνδυνος για τη σωματική ή/και ψυχική υγεία του παιδιού, να ανατεθεί η ανατροφή και φροντίδα του τελευταίου. Σε αυτές τις περιπτώσεις συντρέχει σπουδαίος λόγος για την ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας στον άλλο γονέα και έτσι ο κανόνας της συνεπιμέλειας παραμερίζεται. Πρόκειται όμως για εξαίρεση, για ύστατη λύση, στην οποία θα προσφύγει ο δικαστής, αν κρίνει ότι δεν συντρέχει ηπιότερη (άρθρ. 8 συνδ. με άρθρ. 1 και 5)[14].
  2. Αποκλειστική επιμέλεια νοείται και όταν ένας εκ των δύο γονέων αδυνατεί από πραγματικούς λόγους να ασκήσει πράξεις γονικής μέριμνας ή/και επιμέλειας του παιδιού, όπως π.χ. επί νόμιμης μετεγκατάστασης του ενός γονέα με το παιδί σε μακρινή πόλη. Στις περιπτώσεις αυτές το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει τη διευρυμένη -περισσότερο ίσως και από την καταρχήν προβλεπόμενη από το άρθρ. 13 (νέα ΑΚ 1520)- επικοινωνία του τέκνου με τον συγκεκριμένο γονέα.
  3. Συμπερασματικά, τον κανόνα στο νέο οικογενειακό δίκαιο συνιστά η συνεπιμέλεια του παιδιού, τη δε σπάνια εξαίρεση η αποκλειστική επιμέλεια, αν η συνεπιμέλεια είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη ή ένας γονέας αδιαφορεί ή είναι επικίνδυνος για το παιδί.

 

ΙΙΙ. Περιπτώσεις αναγκαστικής συνεπιμέλειας

  1. Ακόμη και επί αποκλειστικής επιμέλειας του παιδιού από τον ένα μόνο γονέα, το άρθρ. 12 (νέα ΑΚ 1519) προαπαιτεί συναπόφαση των δύο γονέων, επιβάλλοντας έτσι συνεπιμέλεια στα ζητήματα ονοματοδοσίας, θρησκεύματος, ουσιωδών ζητημάτων υγείας και εκπαίδευσης του παιδιού (π.χ. αν θα εγγραφεί σε ιδιωτικό ή δημόσιο σχολείο) και μεταβολής του τόπου διαμονής του, όταν αυτή η μεταβολή επηρεάζει ουσιωδώς το δικαίωμα επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει. Αν ασφαλώς διαφωνήσουν οι γονείς, αποφασίζει το δικαστήριο.
  2. Στην ανωτέρω ρύθμιση του άρθρ. 12 (νέα ΑΚ 1519), κομβική σημασία στην πράξη διαδραματίζει, μεταξύ άλλων, το προαπαιτούμενο, ο μη ασκών την επιμέλεια γονέας να επιβάλλεται να συναινέσει στην προτεινόμενη μεταβολή του τόπου διαμονής του παιδιού, αν η μεταβολή δυσχεραίνει ουσιωδώς την επικοινωνία του με το παιδί. Η επιλογή αυτή, εναρμονισμένη πλήρως με τον κυρίαρχο νομοθετικό σκοπό να διασφαλιστεί η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη συμμετοχή και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού (βλ. παραπ. αρ. 11), καταδεικνύει ότι: Η δικαστική απόφαση, πολύ δε περισσότερο η προσωρινή δικαστική διαταγή (ΚΠολΔ 691Α συνδ. 731), που θα επιτρέψουν στον γονέα να μεταβάλει τον τόπο διαμονής του παιδιού κατά παραμερισμό του δικαιώματος επικοινωνίας του άλλου γονέα, πρέπει να χορηγείται με εξαιρετική φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (π.χ. σοβαροί λόγοι υγείας που καθιστούν επιτακτική τη διαμονή του άλλου γονέα με το παιδί σε άλλη πόλη ή χώρα ή η παντελής και μακροχρόνια αδιαφορία του άλλου γονέα για την ανατροφή του παιδιού κ.λπ.). Με άλλα λόγια, η μέχρι σήμερα στάση της νομολογίας και θεωρίας, που επιτρέπει στον ασκούντα την αποκλειστική επιμέλεια γονέα να επιλέγει ελεύθερα (υπό τη γενική επιφύλαξη της ΑΚ 281) τον τόπο διαμονής του παιδιού σε βάρος της επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα (επειδή λ.χ. ο ασκών την επιμέλεια επιθυμεί να εργαστεί στον νέο τόπο διαμονής ή να συμβιώσει με τρίτο πρόσωπο και, γενικά, να κάνει νέο ξεκίνημα στη ζωή του), δεν συνάδει με το πνεύμα των νέων διατάξεων και χρειάζεται να αναθεωρηθεί. Υπό την ισχύ του νέου νόμου, ο αιτών γονέας, ελλείψει εξαιρετικών περιστάσεων, δικαιούται είτε να μεταβάλει τον τόπο διαμονής του χωρίς το παιδί, με αποτέλεσμα την αποκλειστική επιμέλεια να αποκτήσει ο άλλος γονέας, είτε, απλώς, να παραμείνει στον ίδιο τόπο διαμονής με τον άλλο γονέα. Μόνο έτσι το υπέρτερο και κομβικής σημασίας συμφέρον του παιδιού, να μεγαλώσει με την ενεργό παρουσία και των δύο γονέων, δεν θα υπερκεραστεί από το συμφέρον του αιτούντος γονέα να αναπτύξει κατά το δοκούν την προσωπικότητά του (: «once a parent, always a parent»[15]).
  3. Η δε πρακτική, πρώτα να απομακρύνεται το παιδί από τον τόπο διαμονής του και στη συνέχεια ο γονέας, που μετέβαλε μονομερώς τον τόπο διαμονής του παιδιού, να ζητά με αγωγή ή/και αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, ακόμη δε και με την μορφή συναφούς προσωρινής δικαστικής διαταγής, τη νομιμοποίηση της μετεγκατάστασης, που θα παγιώσει μια πραγματική κατάσταση, της οποίας η εκ των υστέρων μεταβολή θα απορριφθεί από το δικαστήριο, για να μην επιβαρυνθεί ψυχικά και συναισθηματικά το παιδί, δεν πρέπει να επιδοκιμαστεί. Αντιθέτως, πρέπει να συνεκτιμηθεί αρνητικά σε βάρος του γονέα, που έλαβε τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία κατά την εκδίκαση της συναφούς αίτησης ή/και αγωγής, διότι ενδεικνύει την ακαταλληλότητα του γονέα «να διαφυλάσσει και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα» (βλ. ρητά άρθρ. 11 – νέα ΑΚ 1518 4).

 

  1. IV. Η απόφαση περί συνεπιμέλειας
  2. Στους γονείς, καταρχήν, εναπόκειται να ρυθμίσουν το ζήτημα της συνεπιμέλειας ή της κατανομής αυτής, με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας διετούς τουλάχιστον ισχύος (βλ. άρθρ. 8 – νέα ΑΚ 1514 § 1). Αν δεν συμφωνήσουν, μπορούν να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση, που θα διενεργηθεί από διαμεσολαβητές εξειδικευμένους σε θέματα οικογενειακού δικαίου (άρθρ. 8 – νέα ΑΚ 1514 2 εδ. α΄ συνδ. άρθρ. 15 ανάλ.εφ.), ώστε να εξευρεθούν συμβιβαστικές λύσεις, συχνά με την αξιοποίηση των «Σχεδίων Ανατροφής Τέκνου» («ParentingPlans»∙ βλ. συναφώς παραπ. αρ. 13). Αν δεν τελεσφορήσει η διαμεσολάβηση ή αν δεν λάβει καν χώρα, κάθε γονέας μπορεί να προσφύγει στη δικαιοσύνη.
  3. Το δε δικαστήριο μπορεί να εκδώσει μη οριστική απόφαση, διατάσσοντας έναρξη ή επανέναρξη της διαμεσολάβησης των γονέων, ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη (των γονέων ή/και του παιδιού) ή/και τη λήψη κάθε άλλου πρόσφορου μέτρου (άρθρ. 8 – νέα ΑΚ 1514 3 περίπτ. β΄-γ΄). Μπορεί, επίσης, να αποφανθεί υπέρ της συνεπιμέλειας ή της χρονικής κατανομής της επιμέλειας του παιδιού (π.χ. ανά εβδομάδα) ή της λειτουργικής κατανομής της επιμέλειας, υπό την προϋπόθεση, πάντοτε, ότι η κατανομή αυτή θα επιτρέψει την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη φροντίδα του παιδιού (βλ. και παραπ. αρ. 10).
  4. Προβλέπεται βέβαια ότι ο δικαστής, που αποφαίνεται επί ζητημάτων ρύθμισης της επιμέλειας ενός παιδιού, λαμβάνει υπόψη του τους έως τότε δεσμούς του παιδιού με τους γονείς και τους αδελφούς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του παιδιού για την άσκηση της γονικής μέριμνας (άρθρ. 8 – νέα ΑΚ 1514 3 υποπαρ. 2η). Σε σχέση με τη ρύθμιση αυτή, που αποδίδει ισχύον δίκαιο (ΑΚ 1513 § 2), χρειάζεται να επισημανθεί ότι:

α) Η ανυπαρξία δεσμού του παιδιού με τον έναν εκ των γονέων ενδέχεται να είναι αποτέλεσμα πρακτικών γονεϊκής αποξένωσης, τις οποίες ρητά και επανειλημμένα αποδοκιμάζει ο νέος νόμος[16]. Αν συνεπώς ο δικαστής διαγνώσει την τέλεση των πρακτικών αυτών, κατά κανόνα με τη βοήθεια πραγματογνώμονα (κλινικού παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου), οφείλει όχι μόνο να μην συνεκτιμήσει αρνητικά κατά του αποξενωμένου γονέα την ανυπαρξία δεσμού με το παιδί του αλλά, αντιθέτως, να διατάξει μέτρα, που θα αποκαταστήσουν τον δεσμό αυτό (π.χ. με τακτικές συνεδρίες του παιδιού από κοινού με τον αποξενωμένο γονέα ενώπιον παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου για ορισμένο χρονικό διάστημα και, στη συνέχεια, με την κοινή διαμονή του παιδιού με τον συγκεκριμένο γονέα∙ βλ. άρθρ. 8 – νέα ΑΚ 1514 § 2 περίπτ. β΄: «οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέτρο») αλλά και, αφετέρου, να επιβάλει σε βάρος του αποξενωτή γονέα τις εκ του νόμου προβλεπόμενες κυρώσεις (βλ. συναφώς παρακ. αρ. 27-28). Συμπερασματικά, η ανυπαρξία δεσμού του τέκνου με έναν εκ των γονέων του θα συνεκτιμηθεί μεν αρνητικά σε βάρος αυτού του γονέα, υπό την επιφύλαξη όμως ότι αυτή η ανυπαρξία δεσμού δεν θα οφείλεται σε πρακτικές γονεϊκής αποξένωσης εκ μέρους του άλλου γονέα.

β) Η συμφωνία του ενός γονέα, κατά κανόνα του πατέρα του παιδιού, με τον άλλο γονέα, κατά κανόνα τη μητέρα, περί αποκλειστικής επιμέλειας του τέκνου υπέρ της μητέρας (βλ. άρθρ. 8 – νέα ΑΚ 1514 § 2 υποπαρ. 2) οφείλεται συχνά στην απόφαση του πατέρα να μην αντιδικήσει, διότι βάσιμα πιθανολογεί ότι δεν θα δικαιωθεί, ενώ συγχρόνως θα προκαλέσει μάταιη αντιπαράθεση, που ενέχει κινδύνους για τη σχέση του με τα παιδιά. Κανείς λόγος δεν υπάρχει μια τέτοια συμφωνία να ληφθεί υπόψη σε βάρος του πατέρα, ως ένδειξη δήθεν της αδιαφορίας του ή του ευμετάβλητου της προσωπικότητάς του για την επιμέλεια του παιδιού, πολύ δε περισσότερο που η ίδια η άσκηση της αγωγής για μεταρρύθμιση της συμφωνίας υπό την ισχύ του νέου νόμου, θα συνιστά ουσιώδη ένδειξη της βούλησης του γονέα να συμμετάσχει στην ανατροφή του παιδιού.

 

  1. V. Προσβολή δικαιώματος (συν-)επιμέλειας
  2. Η συνεπιμέλεια υποχρεώνει κάθε γονέα αφενός μεν να συνεργάζεται και να ενημερώνει τον άλλο γονέα για τα ζητήματα του παιδιού και αφετέρου να μην προσβάλει το (απόλυτο) δικαίωμα επιμέλειας του άλλου γονέα. Αν πράξει διαφορετικά, παρανομεί και θα υποστεί κυρώσεις.
  3. Πράγματι, αν ένας γονέας, μολονότι δεν συντρέχει λόγος κατεπείγοντος, λαμβάνει επανειλημμένα πρωτοβουλίες για τη ζωή του παιδιού, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του άλλου γονέα, αν επανειλημμένα δεν ενημερώνει τον άλλο γονέα για ζητήματα που αφορούν το παιδί (π.χ. ζητήματα υγείας, εθισμό στη χρήση ηλεκτρονικών παιχνιδιών κ.λπ.), αν παραπείθει δολίως το παιδί ως προς το ότι ο άλλος γονέας είναι επικίνδυνος για τη σωματική ή ψυχική υγεία του παιδιού, αν συνεργάζεται με παρανομούντες ιδιώτες παιδοψυχολόγους ή παιδοψυχιάτρους, προκειμένου να παραπεισθεί το παιδί, ότι «ενδεχομένως έχει πέσει θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης» από τον άλλο γονέα (γεγονός που καθεαυτό συνιστά ψυχική κακοποίηση του παιδιού) κ.ο.κ., τότε, ασφαλώς, ο συγκεκριμένος γονέας ασκεί κάκιστα, σε κάθε περίπτωση καταχρηστικά, την επιμέλεια του παιδιού. Το δε δικαστήριο οφείλει να του αφαιρέσει εν μέρει ή εν όλω την επιμέλεια (άρθρ. 14 – νέα ΑΚ 1532 § 2 και 3 εδ. α΄)[17].
  4. Τούτο ρητώς προβλέπουν τα άρθρ. 5 (νέα ΑΚ 1511 § 2) και 14 (νέα ΑΚ 1532), σύμφωνα με τα οποία ο δικαστής κατά τη ρύθμιση της επιμέλειας και της εν γένει άσκησης της γονικής μέριμνας (άρθρ. 5) ή και μετά τη ρύθμιση αυτής (άρθρ. 14), οφείλει να λάβει υπόψη του «την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου» (άρθρ. 5 – νέα ΑΚ 1511 2 εδ. β΄), τη «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του (άρθρ. 14 – νέα ΑΚ 1532 2 περίπτ. β΄), «τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις» (π.χ. για την υποβολή του παιδιού σε ψυχιατρική εξέταση, που θα καταδείξει λ.χ. αν η συμπεριφορά του παιδιού έναντι ενός εκ των γονέων του είναι αποτέλεσμα πρακτικών γονεϊκής αποξένωσης, βλ. συναφώς άρθρ. 5 – νέα ΑΚ 1511 § 2) κ.ά.
  5. Επί δε σοβαρής παράβασης των ανωτέρω υποχρεώσεων (επανειλημμένης -λ.χ. για χρονικό διάστημα τριών ή έξι μηνών- ή και μεμονωμένης, αναλόγως της φύσης της πράξης), ο δικαστής οφείλει να αφαιρέσει μέρος ή το σύνολο της επιμέλειας του παιδιού και να την απονείμει στον άλλο γονέα (άρθρ. 5, 14). Διότι η παραβατική συμπεριφορά του ενός γονέα, που ακυρώνει την ουσιαστική συμμετοχή του άλλου γονέα στη ζωή του παιδιού, αποδεικνύει περίτρανα την ακαταλληλότητα του πρώτου να ανατρέφει το παιδί του (βλ. συναφώς άρθρ. 14 – νέα ΑΚ 1532 2 περίπτ. β΄: «κακή άσκηση της γονικής μέριμνας συνιστούν ιδίως … β) η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα»).
  6. Η δε μέχρι σήμερα πρακτική της νομολογίας, να αφήνει ατιμώρητο τον παραβάτη γονέα στις ανωτέρω περιπτώσεις (βλ. παραπ. αρ. 27), προκειμένου να μην διαταραχθεί η ψυχική υγεία του παιδιού, πρέπει να εγκαταλειφθεί. Το γράμμα και πνεύμα του νέου νόμου (βλ. προηγ. αρ.) καταδεικνύουν ότι ο συγκεκριμένος παραβάτης γονέας είναι επικίνδυνος όχι μόνο για τον άλλο γονέα αλλά, πρωτίστως, για το παιδί.

 

Γ. Επικοινωνία παιδιού και γονέα

Ι. Έκταση δικαιώματος

  1. Δίκαιη και ευέλικτη είναι και η νέα ρύθμιση που αφορά την επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο συνήθως δεν διαμένει. Ο εύλογος χρόνος επικοινωνίας τεκμαίρεται μαχητά, από μόνη τη γονεϊκή ιδιότητα ενός προσώπου, ότι πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον «στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου» του παιδιού, με δυνατότητα να αυξηθεί (π.χ. στο 1/2 του χρόνου του παιδιού), ενώ μόνο αν συντρέξει «εξαιρετικά σοβαρός λόγος» (άρθρ. 13 – νέα ΑΚ 1520 1), όπως π.χ. επί κακοποιητικού γονέα, ο χρόνος επικοινωνίας μπορεί να μειωθεί ή ολοσχερώς να αποκλειστεί[18].
  2. Σκοπός της ανωτέρω ρύθμισης είναι ασφαλώς να διασφαλιστεί η χρονικά εκτενής ουσιαστική επικοινωνία του παιδιού με τον άλλο γονέα (πρβλ. και άρθρ. 1), και μάλιστα σε όλες τις φάσεις της ανήλικης ζωής του. Γι’ αυτό και το ένα τρίτο του χρόνου του παιδιού (1/3) επιβάλλεται να ερμηνευτεί ως το ένα τρίτο (1/3) της εκάστοτε χρονικής περιόδου που διανύει το παιδί στη ζωή του (σχολική χρονιά, θερινές ή εορταστικές διακοπές κ.ο.κ.), χωρίς να ενδιαφέρει ο εννοιοκρατικός υπολογισμός του 1/3 εκ του συνόλου των ωρών ενός έτους.
  3. Για να υλοποιηθεί η διευρυμένη αυτή επικοινωνία, το παιδί χρειάζεται να διανυκτερεύει στο σπίτι του άλλου γονέα (π.χ. από Δευτέρα έως Τετάρτη κάθε εβδομάδα κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, σε συνδυασμό με τα δύο Σαββατοκύριακα ανά μήνα ∙ βλ. και άρθρ. 13 – νέα ΑΚ 1520 1 εδ. α: «διαμονή του τέκνου στην οικία» του γονέα). Το παιδί έτσι θα αποκτήσει εναλλασσόμενη κατοικία, με ό,τι θετικό αυτό συνεπάγεται για τον ψυχισμό του (βλ. συναφώς παραπ. αρ. 4).
  4. Η επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα βέβαια δεν πρέπει να διαταράσσει την «καθημερινότητα» του παιδιού (άρθρ. 13 – νέα ΑΚ 1520 1 εδ. γ΄). Αυτό σημαίνει, απλώς, ότι ο γονέας έχει τη δυνατότητα και τη βούληση να υλοποιήσει το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του παιδιού, που έχει συμφωνηθεί από τους δύο γονείς ή από το δικαστήριο (βλ. συναφώς παραπ.) και όχι ασφαλώς ότι πρέπει να είναι μικρή η απόσταση της κατοικίας του ενός γονέα από την κατοικία του άλλου.

 

ΙΙ. Προσβολή δικαιώματος

  1. Ο γονέας, που κατ’ εξαίρεση έχει την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού, δεν δικαιούται να καθορίζει την καθημερινότητα του τελευταίου, κατά τρόπο ώστε να καταστρατηγεί το δικαίωμα του άλλου γονέα για επικοινωνία με το παιδί. Αντιθέτως, οφείλει «σε τακτή χρονική βάση» «να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία» του παιδιού «με τον άλλο γονέα» (άρθρ. 13 – νέα ΑΚ 1520 1 εδ. β΄ και άρθρ. 14 – νέα ΑΚ 1532 § 2 περίπτ. γ΄).
  2. Οποιαδήποτε διαφορετική συμπεριφορά, όπως και κάθε συμπεριφορά του γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, η οποία παρεμποδίζει ή ματαιώνει την ανωτέρω διευρυμένη επικοινωνία, συνιστά κακή άσκηση επιμέλειας από τον συγκεκριμένο γονέα (άρθρ. 13 – νέα ΑΚ 1520 2 και ιδίως άρθρ. 14 – νέα ΑΚ 1532 § 2 περίπτ. γ’ και δ’). Αυτή δε η παραβατική συμπεριφορά δεν επιτρέπεται να παραμένει χωρίς κυρώσεις. Διότι ο σεβασμός του δικαιώματος επικοινωνίας γονέα και παιδιού δεν συνιστά εθιμοτυπικό κανόνα, του οποίου η τήρηση εναπόκειται στην καλή προαίρεση του άλλου γονέα, αλλά γνήσια νομική υποχρέωση. Αυτή είναι και η σαφής βούληση του νομοθέτη, που προβλέπει ότι η προσβολή του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με το παιδί συνιστά: i) Υπαίτια παράβαση από τον άλλο γονέα της συμφωνίας ή δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του παιδιού (κατά την έννοια της νέας ΑΚ 1532 § 2 περίπτ. γ΄), και ii) Διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον γονέα (κατά την έννοια της νέας ΑΚ 1532 § 2 περίπτ. β΄). Η δε σωρευτική συνδρομή δύο ειδικών λόγων κακής άσκησης επιμέλειας επί παρεμπόδισης ή ματαίωσης της επικοινωνίας γονέα και παιδιού καταδεικνύει όχι μόνο τη βαρύτατη απαξία της συγκεκριμένης συμπεριφοράς υπό το νέο δίκαιο[19] αλλά και τη βούληση του νομοθέτη να εγκαταλειφθεί η μέχρι σήμερα νομολογιακή πρακτική, βάσει της οποίας ο παραβάτης γονέας μένει ατιμώρητος, προκειμένου να μην διαταραχθεί η ψυχική σταθερότητα του παιδιού (βλ. συναφώς παραπ. αρ. 3). Πλέον ο δικαστής, ελλείψει σπανίων εξαιρέσεων, οφείλει στις ανωτέρω περιπτώσεις να αφαιρεί μέρος ή το σύνολο της επιμέλειας από τον παραβάτη γονέα. Μόνον έτσι δεν θα διαιωνιστεί η εγκληματική συμπεριφορά του τελευταίου, που αποξενώνει τον άλλο γονέα από τον παιδί, πλήττοντας πρωτίστως το ίδιο παιδί[20].

 

Δ. Συμπέρασμα

  1. Μετά όλα τα ανωτέρω καταδεικνύεται ότι: Ο νέος ν. 4800/2021 εκσυγχρονίζει το μέχρι σήμερα ισχύον οικογενειακό δίκαιο, δηλαδή το δίκαιο βάσει του οποίου η αγάπη του ικανού γονέα για το παιδί του δεν αρκεί για να του επιτρέψει να συμμετάσχει στην ανατροφή του παιδιού. Με δίκαιες και ευέλικτες ρυθμίσεις ο νέος νόμος καθιερώνει ως κανόνα τη συνεπιμέλεια και την εναλλασσόμενη κατοικία του παιδιού, αποτυπώνοντας τη βούληση του νομοθέτη να ανατραπεί η μέχρι σήμερα έννομη κατάσταση υπέρ μιας νέας καλύτερης εποχής για τις ζωές χιλιάδων πολιτών της χώρας μας, ενηλίκων αλλά κυρίως ανηλίκων. Στον έλληνα δικαστή πλέον εναπόκειται να υλοποιήσει τη βούληση αυτή.

 

 

[1] To κείμενο που ακολουθεί, πρόκειται να δημοσιευτεί, σε εν μέρει αναλυτικότερη μορφή, στην νομικό περιοδικό «Ελληνική Δικαιοσύνη» του έτους 2021, τεύχ. 4ο.

ΦΕΚ Α΄ 81-21.5.2021: «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις». Επίκληση άρθρων χωρίς άλλη ένδειξη υποδηλώνουν άρθρα του συγκεκριμένου νόμου.

[2] Αν και επιτυχέστερος ο όρος «κοινή επιμέλεια», στο κείμενο που ακολουθεί χρησιμοποιείται ο όρος «συνεπιμέλεια» ως πιο διαδεδομένος στην πράξη και στον δημόσιο διάλογο.

[3] Βλ. πάντως και τη μέχρι σήμερα ισχύουσα ΑΚ 1513 § 1 εδ. β΄, σύμφωνα με την οποία η πλήρης συνεπιμέλεια του τέκνου προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη των δύο γονέων, και μάλιστα τόσο για τη συνεπιμέλεια όσο και για τον τόπο διαμονής του παιδιού.

[4] Για την ανάγκη, να μην καταστεί το παιδί «μπαλάκι» των γονέων του, κάνει λόγο χαρακτηριστικά η ΜονΕφΠειρ 137-2020 ΝΟΜΟΣ.

[5] Στον πατέρα μόνο κατ’ εξαίρεση ανατίθεται η αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού∙ βλ. λ.χ. ΑΠ 1422/2019 ΧρΙΔ 2020, 272∙ ΑΠ 1976/2008 ΕλλΔνη 2010, 689.

[6] Συνήθης ρύθμιση επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί είναι δύο Σαββατοκύριακα το μήνα, δύο δίωρες απογευματινές συναντήσεις ανά εβδομάδα, μία εβδομάδα στις γιορτές Χριστουγέννων και Πάσχα και δύο εβδομάδες την περίοδο του καλοκαιριού.

[7] Βλ. χαρακτηριστικά ΑΠ 1132/2017 ΝΟΜΟΣ, που αποφάνθηκε ότι η παρεμπόδιση της επικοινωνίας ή η γονεϊκή αποξένωση του παιδιού από τον πατέρα συνιστούν κακή ή καταχρηστική άσκηση της επιμέλειας, μόνο όταν θέτουν «σε κίνδυνο τη σωματική ή ψυχική ανάπτυξη του τέκνου», ωσάν οι ανωτέρω συμπεριφορές να μην επιφέρουν βλάβη, πολύ δε περισσότερο να μην συνιστούν κίνδυνο βλάβης, του ψυχισμού ενός παιδιού.

[8] Στα ανωτέρω δεν συνεκτιμώνται οι, όχι σπάνιες, πρακτικές γονεϊκής αποξένωσης, που κάνουν το ανήλικο παιδί, το οποίο μέχρι πρότινος είχε βαθύ συναισθηματικό δεσμό με τον πατέρα του, να μην θέλει να τον βλέπει ούτε αυτά τα δύο βράδια ανά μήνα, διότι ξαφνικά, μετά τη ρήξη του συζυγικού δεσμού των γονέων, «δεν αισθάνεται καλά μαζί του» ή «δεν αισθάνεται ασφάλεια».

[9] Βλ. τις καίριες παραδοχές της ΜονΠρωτΑθ 60/2017 ΝΟΜΟΣ: «έχει παρατηρηθεί ότι δυο σαββατοκύριακα εναλλάξ το μήνα, δεν επιτρέπουν στον γονέα που δεν διαμένει με το τέκνο να ασκήσει μια πραγματική επιρροή στην ανατροφή  των τέκνων του». Ομοίως ΜονΠρωτΠειρ (ασφ.) 1274/2020 ΠειρΝομ 2020, 231, ΜονΠρωτΠειρ 156/2017 ΕλλΔνη 2018, 531.

[10] Βλ., όμοια με τα ανωτέρω, την από 10/7/2020 Ανακοίνωση της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρίας, την από 15/10/2020 Ανακοίνωση του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων (αριθμ. πρωτ. 14031/15.10.2020), την από 5/8/2020 Ανακοίνωση του Συνηγόρου του Πολίτη (αριθμ. πρωτ. 113/5.8.2020), την από 8/7/2020 Ανακοίνωση του Συλλόγου Ελλήνων Κοινωνιολόγων (αριθμ. πρωτ. 021/8.7.2020) κ.ά. Στον δε χώρο της νομικής επιστήμης βλ. Βαλμαντώνη, Σημείωση υπό την ΑΠ 1016/2019 ΕλλΔνη 2020, 1052∙ τον ίδιο, Μορφές άσκησης γονικής ευθύνης μετά το διαζύγιο και οι σύγχρονες εξελίξεις στον ελληνικό και διεθνή χώρο, ΕφΑΔΠολΔ 2016, 451, 458 επ.∙ Ράμμου, Παρατηρήσεις στις ΜΕφΘεσ 1420/2020 και ΜΠρΑθ 5173/2020 (Ασφ) – Επιμέλεια στη μητέρα λίγο πριν τη θεσμοθέτηση της συνεπιμέλειας, ΕφΑΔΠολΔ 2021, 486, 488∙ εκτενώς δε Μάγκου, Μη εφαρμογή της Κοινής Ανατροφής (στην Ελλάδα) – Μία Συστηματική Επισκόπηση, ΕφΑΔΠολΔ 2018, 489, 492, 495 επ., με πολλές περαιτέρω παραπομπές.

[11] Βλ. άρθρ. 18 § 1 εδ. α΄ ΔΣΔΠ: «States Parties shall use their best efforts to ensure recognition of the principle that both parents have common responsibilities for the upbringing and development of the child». Είναι έτσι προφανές ότι η συγκεκριμένη διάταξη καθιερώνει τη διεθνούς δικαίου υποχρέωση της Ελλάδος να διασφαλίσει τη δυνατότητα κοινής συμβολής αμφοτέρων των γονέων στην ανατροφή του παιδιού τους, με άλλα λόγια να καθιερώσει συνεπιμέλεια ως προς την ανατροφή του παιδιού, χωρίς να ενδιαφέρει αν οι γονείς είναι παντρεμένοι, διαζευγμένοι ή σε διάσταση∙ βλ. συναφώς Βαλμαντώνη, ό.π., ΕφΑΔΠολΔ 2016, 452/3∙ Ράμμου, ό.π., ΕφΑΔΠολΔ 2021, 487. Η αντίθετη άποψη μερίδας της θεωρίας, ότι δηλαδή «οι διατάξεις … αυτές περιέχουν γενικούς κανόνες και δεν εισάγουν ρητή ειδική δέσμευση για τη διατήρηση και της κοινής επιμέλειας μετά το διαζύγιο» (έτσι π.χ. Νικολόπουλος, Κοινή γονική μέριμνα μετά το διαζύγιο – Πρόοδος ή οπισθοδρόμηση, ΕφΑΔΠολΔ 2010, 1300, 1300/1), ανάγεται σε ερμηνεία ευθέως αντίθετη στο γράμμα και πνεύμα της συγκεκριμένης διάταξης (contra legem) και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

[12] Ο ν. 4800/2021 μπορεί να οδηγήσει σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση ακόμη και της τελεσίδικης ή αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, που έχει εκδοθεί για τη ρύθμιση της άσκησης γονικής μέριμνας ή/και επιμέλειας ή/και επικοινωνίας, κατ’ εφαρμογή της ΑΚ 1536.

[13] Τίποτε δεν αποκλείει την επικράτηση, στην πράξη, των parenting ή parental plans,  αν και ασφαλώς η ρητή πρόβλεψή τους στον νόμο θα ενίσχυε την εφαρμοσιμότητα της συναφούς πρακτικής.

[14] Η περιοριστική προϋπόθεση του άρθρ. 14 (νέας ΑΚ 1532 § 2 περίπτ. στ΄), να προϋποτίθεται «καταδίκη του γονέα, με οριστική δικαστική απόφαση» στις περιπτώσεις διάπραξης εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας ή εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, πρέπει, με τελολογική συστολή της διάταξης, να κριθεί ότι αφορά την αφαίρεση της γονικής μέριμνας, όχι όμως και την αφαίρεση άσκησης της επιμέλειας, για την οποία αρκεί «η κακή άσκηση … του δικαιώματος επικοινωνίας από τον δικαιούχο γονέα» (άρθρ. 14 – νέα ΑΚ 1532 § 2 περίπτ. δ΄), ούτε δε την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας. Την τελολογική αυτή συστολή επιτάσσει το συμφέρον του παιδιού να διαφυλαχθεί από τη συμπεριφορά ενός κακοποιητικού γονέα, ενόσω διαρκεί το μεγάλο χρονικό διάστημα, που απαιτείται συνήθως για την έκδοση καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης της Ποινικής Δικαιοσύνης.

[15] Πρβλ., υπό διαφορετική συγκυρία, Bromley, Family Law, 9η έκδ. 1998, σελ. 346, κατά παραπομπή της από 113/5.8.2020 Έκθεσης Συνηγόρου του Πολίτη, στον εκθ. 9.

[16] Βλ. άρθρ. 5 – νέα ΑΚ 1511 § 2 εδ. α’: «αποτροπή διάρρηξης των σχέσεων» του παιδιού «με καθένα» από τους γονείς, εδ. β΄: «ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου», άρθρ. 14 – νέα ΑΚ 1532 § 2 περίπτ. β’: «η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς, περίπτ. γ’: «η με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας», ΑιτΕκθ ν. 4800/2021 Σελ. 14 υπό Κεφ. Β΄: «προκειμένου να αποφεύγεται το φαινόμενο της γονεϊκής αποξένωσης».

[17] Ως μη συναρτημένη τελολογικά με τα ανωτέρω παραλείπεται στο κείμενο να αναφερθεί η -προβλεπόμενη πάντως από το άρθρ. 14 (νέα ΑΚ 1532 § 2 περίπτ. ε΄)- «αδικαιολόγητη», με άλλα λόγια υπαίτια, άρνηση του γονέα να καταβάλει τη διατροφή που οφείλει για τις ανάγκες του παιδιού και η οποία είτε συμφωνήθηκε με τον άλλο γονέα είτε επιδικάσθηκε από το δικαστήριο.

[18] Ως εκ περισσού δε επισημαίνεται ότι η ανωτέρω διευρυμένη επικοινωνία του γονέα με το παιδί μειώνει, ασφαλώς, τις ημέρες διαμονής του παιδιού με τον άλλο γονέα, με τον οποίο συνήθως διαμένει, και ως εκ τούτου μειώνει το τυχόν δικαίωμα διατροφής που ασκεί ο τελευταίος για το παιδί.

[19] Βλ. χαρακτηριστικά ΑιτΈκθ ν. 4800/2021 υπό το Κεφ. Γ΄: «Η έλλειψη επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα με τον οποίον δεν διαμένει, οδηγεί στη μη ομαλή ψυχική και πνευματική ανάπτυξη του τέκνου και εμποδίζει την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Επίσης, η μη οριοθέτηση κριτηρίων κακής άσκησης γονικής μέριμνας οδηγεί σε αυθαίρετες συμπεριφορές εκ μέρους του υπαιτίου γονέα, οι οποίες αντιβαίνουν στο συμφέρον του τέκνου».

[20] Προς την ίδια κατεύθυνση, της αυστηροποίησης των συνεπειών σε βάρος του ενός γονέα, που παραβιάζει το δικαίωμα του άλλου γονέα για επικοινωνία με το παιδί του, κινείται η προτεινόμενη να ψηφιστεί νέα ΚΠολΔ 950 § 2 με το από 19/8/2021 Σχέδιο Νόμου. Σύμφωνα με την προτεινόμενη να ψηφιστεί νέα διάταξη, αν «παρεμποδίζεται» (ή και ματαιώνεται· arg. a fortiori) «το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, το δικαστήριο … καθορίζει τα χρονικά διαστήματα αυτής και απειλεί, και αυτεπάγγελτα» σε βάρος εκείνου που εμποδίζει κάθε φορά την επικοινωνία … χρηματική ποινή έως δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ και προσωρινή κράτηση έως ένα (1) έτος». Τούτο δε προβλέπεται ότι ισχύει όχι για το σύνολο των παραβάσεων μιας συγκεκριμένης περιόδου αλλά «για κάθε παράβαση» χωριστά.

Leave a reply

Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με την επωνυμία «Κάθε παιδί χρειάζεται 2  Γονείς Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «A Child Needs 2 Parents ΑΜΚΕ»

Άρθρα

Επικοινωνία

Παναγή Τσαλδάρη 309
Νίκαια
ΤΚ: 18453

Υποστήριξη

Με ενθουσιώδεις εθελοντές, είμαστε έτοιμοι να σας στηρίξουμε οποιαδήποτε στιγμή.