ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ, Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΩΝ ΨΕΥΔΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΓΙΑ ΑΣΕΛΓΕΙΑ ΚΑΙ ΓΟΝΙΚΗ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ
Από Νίκος Σίμος -16/08/2022
Της Χριστίνας Φλώρου – δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών στην Εγκληματολογία από το Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών), xristinaxf@yahoo.com
Στα ζητήματα επικοινωνίας και επιμέλειας των τέκνων διαζευγμένων ή σε διάσταση γονέων τείνει να πάρει ασύλληπτες διαστάσεις, ένα πολύ βρώμικο παιχνίδι, με τις γυναίκες συχνότερα από τους άνδρες, να χρησιμοποιούν το δικαστικό σύστημα για να αποξενώσουν, εκδικηθούν, εξοντώσουν τον πατέρα του παιδιού τους. Η διαδικασία του να κατηγορούνται ψευδώς πατέρες από τις τέως/εν διαστάσει συζύγους τους, ότι δήθεν ασέλγησαν σε βάρος των παιδιών τους, με ψευδείς μηνύσεις συνοδευόμενες από κατασκευασμένες ψυχολογικές πραγματογνωμοσύνες έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας και κοινωνικού προβλήματος αυτή τη στιγμή στην ελληνική κοινωνία.
Η δικηγόρος Αθηνών Χριστίνα Φλώρου αναφέρει: «Μετά την ψήφιση του ν. 4800/2021 για τη συνεπιμέλεια και γενικώς την κατανομή του χρόνου επικοινωνίας και του δικαιώματος και ευθύνης ανατροφής των τέκνων και από τους δυο γονείς, πολλοί αναθάρρησαν ότι επιτέλους θα επέλθει ισορροπία στα δικαιώματα επικοινωνίας και κοινής ανατροφής των τέκνων και από τους δυο γονείς τους. Ωστόσο, αυτή τη χρονική περίοδο, στον ακριβή αντίποδα της παραπάνω θετικής εξέλιξης, συγκεκριμένοι «επιστήμονες» και «ειδικοί», εκμεταλλευόμενοι την άρρωστη επιθυμία, στο πλαίσιο πάντα της ρήξης του ζευγαριού, για εκδίκηση και την πλήρη αποξένωση του ενός γονέα από το τέκνο του, διαστρεβλώνουν τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Οι κατά τόπους εισαγγελίες λοιπόν, ανά το πανελλήνιο, καλούνται να αντιμετωπίσουν ψευδοεπιστημονικές «γνωματεύσεις», στις οποίες στηρίζονται ψευδείς μηνύσεις για ασέλγεια, με τις οποίες κατηγορούνται γονείς, κυρίως πατέρες, αλλά όχι μόνο, οι οποίοι σέρνονται στα δικαστήρια για το πιο ηθικά ατιμωτικό έγκλημα που υφίσταται, αυτό της παιδεραστίας και αιμομιξίας».
Η πρακτική αυτή πάντοτε υπήρχε. «Η συνεργάτης ψυχολόγος-εγκληματολόγος του δικηγορικού γραφείου Χριστίνα Χ. Φλώρου και Συνεργάτες, η Έλενα Ατσαλάκη, συνδέει επιστημονικά το πιο πάνω φαινόμενο με την γονική αποξένωση, που είναι ο αντίποδας της ratioτου νόμου για τη συνεπιμέλεια, και ο στόχος των ψευδών, εγκληματικών κατηγοριών για ασέλγεια, που φτάνουν πλέον στα δικαστήρια με καταιγιστικούς ρυθμούς», λέει η δικηγόρος Χριστίνα Φλώρου: «Γονική αποξένωση είναι η πράξη του γονέα ή του προσώπου που καθοδηγεί/πείθει το παιδί να “απομακρυνθεί” από τον άλλο γονέα, χειραγωγώντας το ώστε να σκέφτεται αρνητικά για εκείνον, σε σημείο που να αρνείται να έχει την ελάχιστη επαφή μαζί του.
Στις περισσότερες περιπτώσεις το παιδί, όχι μόνο πιστεύει τα λόγια του αποξενωτή αλλά έχει καθοδηγηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύει ότι είναι το ίδιο που έχει πάρει την απόφαση να μην αγαπά ή να μην θέλει να δει τον άλλο γονέα. Η Γονική Αποξένωση είναι πιο συχνή από ό,τι πιστεύεται. Οι Fidler και Bala (2010), αναφέρουν ότι η Γονική Αποξένωση είναι παρούσα σε ποσοστό περίπου 15% των διαζυγίων. Οι επιστήμονες πλέον συναινούν ότι το φαινόμενο της Γονικής Αποξένωσης είναι σε μεγάλο βαθμό μια μορφή συγκαλυμμένης παιδικής κακοποίησης και οικογενειακής βίας, που οι επαγγελματίες παιδικής πρόνοιας και διαζυγίου συχνά αγνοούν ή ελαχιστοποιούν την έκταση της (Fidler&Bala, 2010, Bernetetal, 2010). Ήδη έχει κατασκευαστεί μια δικαστηριακή πρακτική, με συγκεκριμένο μοτίβο και τρόπο λειτουργίας και συγκεκριμένους εφαρμοστές, και στο πλαίσιο της δικαστικής διεκδίκησης της συνεπιμέλειας ή της επικοινωνίας από τον ένα γονέα, ο άλλος τον κατηγορεί για ασέλγεια, συνεπικουρούμενος από «ειδικούς» που εμποτίζουν, συχνά πολύ μικρά παιδιά (τριών, τεσσάρων, πέντε ετών) με χυδαία και ακατονόμαστα ψεύδη για τον άλλο γονιό, με τρομακτικά αποτελέσματα για τον ψυχισμό τους. Έτσι, μέχρι να κινηθεί το δικαστικό σύστημα και να απαλλαγεί επιτέλους ο αδικοκατηγορηθείς γονέας, το τέκνο ήδη έχει αποξενωθεί από αυτόν και εν ολίγοις, καταστραφεί ψυχολογικά και συναισθηματικά.
Η διασπορά του δικαστικού συστήματος κατά τόπους, και η μη ανάδειξη του μεγέθους του προβλήματος σε πανελλήνια κλίμακα, έχει επιτρέψει τη λειτουργία της εγκληματικής αυτής μεθόδου έως τώρα. «Πραγματικά, όταν κάποιος μελετήσει περιπτώσεις τέτοιων κατηγοριών, αναδύεται με σαφήνεια το μοντέλο δράσης των κατηγόρων» αναφέρει η δικηγόρος. «Δρουν λίγο πριν τη συζήτηση ασφαλιστικών μέτρων για επικοινωνία ή συνεπιμέλεια, έχοντας συνήθως φροντίσει να εξασφαλίσουν «γνωματεύσεις» από συγκεκριμένα πρόσωπα (ψυχολόγους, ψυχιάτρους) για δήθεν ασέλγεια, για τη λήψη των οποίων δεν έχει τηρηθεί κανένα πρωτόκολλο, φυσικά, και στη συνέχεια, έως ότου ξεμπλέξει η υπόθεση (εν τω μεταξύ ο γονέας κατηγορείται ψευδώς για κακούργηματικές πράξεις, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τον ίδιο), δηλαδή έως την αθώωση, παρέρχεται τόσος χρόνος, ώστε η αποξένωση μεταξύ του αδίκως κατηγορηθέντα και του τέκνου να έχει παγιωθεί». Όλο αυτό το σύστημα, η δράση του οποίου έχει αυξηθεί δραματικά στο πανελλήνιο, δηλαδή η «βιομηχανία» έκδοσης ψευδών ιατρικών πραγματογνωμοσυνών και ιατρικών πιστοποιητικών, τα οποία στηρίζονται σε αδόκιμες δήθεν ψυχολογικές πρακτικές, για την έκδοση των οποίων κακοποιούνται συναισθηματικά πολύ μικρά παιδιά, υποβολιμιαία σε κάθε μητρική παραίνεση και στη συνέχεια χρησιμοποιούνται ως «αποδεικτικά μέσα» ενώπιον των αστικών και των ποινικών δικαστηρίων, εις βάρος αθώων, ευτυχώς έχει αρχίσει και έρχεται στο φως. «Ήδη αστικά δικαστήρια αντιλαμβάνονται πριν από τα ποινικά την πραγματικότητα, και συχνά διατηρούν την επικοινωνία του γονέα που κατηγορείται άδικα με το τέκνο του, πριν την αθώωσή του. Θα πρέπει ωστόσο να κινηθούν και οι εισαγγελίες, προκειμένου αυτές οι κατηγορίες να εξετάζονται άμεσα, κατά προτεραιότητα, με τη συνδρομή εξειδικευμένων διορισθέντων παιδοψυχιάτρων.
Για τον λόγο αυτό, έχουμε προσφύγει στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ελπίζοντας ότι θα ληφθούν τα απαιτούμενα μέτρα για την επιτάχυνση της πορείας αυτών των υποθέσεων και την ανάθεσή τους σε έμπειρους δικαστικούς λειτουργούς, που θα αντιλαμβάνονται τις συνέπειες της δικαστικής καθυστέρησης των υποθέσεων αυτών, για τα τέκνα πρώτα απ όλα, και ύστερα για τους αδίκως κατηγορηθέντες και τους εγκληματίες κατηγόρους τους, και δεν θα την επιτρέπουν.