28/04/2024
«Οι εγχώριες αρχές απέτυχαν να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την επιβολή των αποφάσεων για την ανάθεση της επιμέλειας» έκρινε το ΕΔΔΑ μετά την προσφυγή της.
Περίμενε 7 χρόνια να δει τα παιδιά της παρά τις αποφάσεις των Δικαστηρίων. Αναγκάστηκε να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) όπου αποφάνθηκε πως παρά τις αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων που χορηγούσαν στην προσφεύγουσα την επιμέλεια των δύο παιδιών της και διέτασσαν τον πατέρα τους να της τα επιστρέψει, ο ίδιος κατά τη διάρκεια κοινών διακοπών του Πάσχα στο χωριό της προσφεύγουσας, με το πρόσχημα ότι θα πήγαινε τα παιδιά σε παιδική χαρά, τα απομάκρυνε και τα πήγε στο σπίτι των γονιών του και τα κράτησε εκεί χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας.
Μάλιστα, φέρεται να είχε φερθεί επιθετικά απέναντι στην προσφεύγουσα όταν προσπάθησε να πάρει πίσω τα παιδιά της και, με τη βοήθεια μελών της οικογένειάς του, την είχε εμποδίσει να τα παραλάβει, παρά τις σχετικές εγχώριες δικαστικές αποφάσεις.
«Τα ληφθέντα μέτρα δεν επέφεραν την επιστροφή των παιδιών στην προσφεύγουσα, ούτε οδήγησαν στην αποκατάσταση οποιουδήποτε είδους ουσιαστικής επαφής μεταξύ αυτής και των παιδιών με σκοπό την αποκατάσταση των σχέσεων. Έκρινε, συνεπώς, ότι, παραλείποντας να ενεργήσουν με επιμέλεια, οι εθνικές αρχές ευνόησαν, με τη συμπεριφορά τους, την ένταξη των παιδιών στο νέο τους περιβάλλον και, ως εκ τούτου, συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση μιας de facto κατάστασης αντίθετης προς το δικαίωμα της προσφεύγουσας» σημειώνει το ΕΔΔΑ, το οποίο επιδίκασε και αποζημίωση 16.000 ευρώ.
Όλα ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 2016 όταν η προσφεύγουσα και ο Κ.Κ. βρέθηκαν με τις δύο κόρες τους στο Σουφλί για να γιορτάσουν το Πάσχα μαζί με την οικογένεια της προσφεύγουσας. «Ο Κ.Κ., με το πρόσχημα ότι πήγαινε τα παιδιά στην παιδική χαρά, πήρε τις κόρες τους μακριά και τις οδήγησε στο σπίτι των γονιών του στο χωριό Κολοκύθας στην περιοχή της Αμαλιάδας. Η προσφεύγουσα επέστρεψε αμέσως στο σπίτι στο οποίο διέμενε η οικογένεια στην Αμαλιάδα, αλλά κάθε προσπάθεια που έκανε να συναντήσει τα παιδιά ή να επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί τους ήταν μάταιη, καθώς ο Κ.Κ. και οι γονείς του την προσέβαλαν και αρνήθηκαν να την αφήσουν να πλησιάσει τα παιδιά εκδηλώνοντας επιθετική και βίαιη συμπεριφορά απέναντί της» αναφέρεται.
Στις 11 Ιουνίου 2020 η προσφεύγουσα υπέβαλε μήνυση κατά του Κ.Κ., καθώς, την ημέρα εκείνη, δεν της είχε παραδώσει τα ανήλικα τέκνα τους, τα οποία διέμεναν μαζί του, όπως απαιτείτο δυνάμει της με αριθμ. 87/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας και όπως επιβεβαιώθηκε με την με αριθμ. 195/2020 απόφαση του Εφετείου Πατρών. Την επομένη υπέβαλε συμπληρωματική μήνυση κατά των Γ.Κ. και Ε.Τ., γονέων του Κ.Κ., και στις 30 Ιουνίου 2020 υπέβαλε νέα μήνυση κατά του Ι.Κ., αδελφού του Κ.Κ., και της συζύγου του, Α.Σ., επειδή βοήθησαν τον Κ.Κ. να μην συμμορφωθεί με την εντολή να της παραδώσουν τα τέκνα τους.
Στις 12 Ιουνίου, 23 Ιουνίου και 30 Ιουνίου 2020 πραγματοποιήθηκαν έρευνες στην κατοικία του Κ.Κ. από αστυνομικούς παρουσία δικαστή για τον εντοπισμό των παιδιών, χωρίς επιτυχία. Κατά τις ημερομηνίες αυτές συνελήφθησαν, αντιστοίχως, ο Γ.Κ., πατέρας του Κ.Κ., η Ε.Τ., μητέρα του Κ.Κ., και ο Κ.Κ. με ταχεία διαδικασία και παραπέμφθηκαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αμαλιάδας για το αδίκημα της αρπαγής ανηλίκου, κατά παράβαση του άρθρου 324 του Ποινικού Κώδικα.
Στις 8 Οκτωβρίου 2020 ο K.K. συνελήφθη εκ νέου στην κατοικία του και κατηγορήθηκε για το αδίκημα της αρπαγής ανηλίκου, όπως και οι γονείς του και ο αδελφός του, οι οποίοι δεν συνελήφθησαν, διότι κατά την ημερομηνία αυτή είχαν όλοι εμποδίσει από κοινού την προσφεύγουσα να παραλάβει τα παιδιά της από τα σχολεία τους, ενώ ο K.K. έπρεπε ήδη να της τα παραδώσει.
Την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω έρευνες στην κατοικία του Κ.Κ., στην επιχείρησή του και στην κατοικία του αδελφού του, παρουσία δικαστή, προκειμένου να βρεθούν τα παιδιά και να παραδοθούν στη μητέρα τους, χωρίς επιτυχία.
Μετά την υποβολή αρκετών μηνύσεων από την προσφεύγουσα, οι φάκελοι συγχωνεύθηκαν και ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του Κ.Κ. και των συγγενών του για το αδίκημα της απαγωγής ανηλίκου και διεξήχθη έρευνα. Ο φάκελος υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αμαλιάδας, το οποίο στις 4 Ιουνίου 2021 εξέδωσε το με αριθμ. 35/2021 βούλευμα με το οποίο ο Κ.Κ. παραπέμφθηκε σε δίκη στο Τριμελές Εφετείο Πατρών για κακουργήματα σχετικά με το αδίκημα της απαγωγής ανηλίκου κάτω των 14 ετών με παράλειψη ταυτόχρονα και κατ’ εξακολούθηση.
Οι συγγενείς του κατηγορήθηκαν για συνέργεια στη διάπραξη του προαναφερθέντος αδικήματος. Σύμφωνα με το βούλευμα, η απαγωγή των παιδιών δεν είχε πραγματοποιηθεί με σκοπό την απομάκρυνσή τους από τη φροντίδα της μητέρας τους, καθώς, κατά τον χρόνο εκείνο, σύμφωνα με την απόφαση 195/2020 του Εφετείου Πατρών, βρίσκονταν νόμιμα υπό την επιμέλεια του πατέρα τους σύμφωνα με την απόφαση υπ’ αριθ. 28/2016 σχετικά με τα προσωρινά μέτρα.
Ωστόσο, η απαγωγή είχε πραγματοποιηθεί με παράλειψη, καθώς ο Κ.Κ. είχε συγκεκριμένη νομική υποχρέωση να παραδώσει τα παιδιά του στη μητέρα τους σύμφωνα με την απόφαση με αριθ. 195/2020 του Εφετείου Πατρών, το οποίο είχε απορρίψει την έφεση του Κ.Κ. Η υποχρέωση του Κ.Κ. δεν είχε αρχίσει με την επίδοση της τελευταίας απόφασης, αλλά από την 11η Ιουνίου 2020, ημέρα που η προσφεύγουσα είχε δηλώσει ότι ο Κ.Κ. όφειλε να συμμορφωθεί οικειοθελώς προς το περιεχόμενο της υπ’ αριθμόν 87/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας σχετικά με την παράδοση των τέκνων.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ
Το Δικαστήριο αρχικά επισήμανε ότι, όσον αφορά τη διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την ανάθεση της επιμέλειας στην προσφεύγουσα, η διαδικασία αυτή ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2016 με την υποβολή αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων, οι οποίες εκδικάστηκαν αμέσως με την απόφαση με αριθμ. 28/2016 με την οποία ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια των τέκνων στον K.K. Ωστόσο, η κύρια απόφαση για την ανάθεση της επιμέλειας εκδόθηκε δύο χρόνια αργότερα, στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 (87/2018) και η σχετική προσφυγή χρειάστηκε άλλα δύο χρόνια για να κριθεί (απόφαση με αριθ. 195/2020 που εκδόθηκε τον Μάιο του 2020).
Το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα συνάδει με την ουσία μιας τέτοιας αγωγής, η οποία αφορά την επιμέλεια των τέκνων και, ως εκ τούτου, απαιτεί, ως εκ της φύσεώς της, σκοπιμότητα. Εάν απαιτείται ιδιαίτερη επιμέλεια εκ μέρους των αρχών όταν διακυβεύεται η επιμέλεια ενός παιδιού, το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι αυτή η απαίτηση ταχύτητας είναι ακόμη πιο αυστηρή σε περιπτώσεις όπου, όπως εν προκειμένω, ένας γονέας ζητά την επιστροφή των τέκνων του από τον άλλο γονέα που τα κρατά χωρίς τη συγκατάθεσή του.
Επιπλέον, όταν ανακύπτουν δυσκολίες, κυρίως λόγω της άρνησης του προσώπου με το οποίο διαμένει το παιδί να εκτελέσει την απόφαση που διατάσσει την άμεση επιστροφή του, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να επιβάλουν τις κατάλληλες κυρώσεις, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, για την εν λόγω έλλειψη συνεργασίας και, ενώ τα μέτρα καταναγκασμού κατά των παιδιών δεν είναι, καταρχήν, επιθυμητά σε αυτόν τον ευαίσθητο τομέα, η προσφυγή σε κυρώσεις δεν θα πρέπει να αποκλείεται σε περίπτωση προδήλως παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους του προσώπου με το οποίο ζει το παιδί.
Συναφώς, το Δικαστήριο τόνισε ότι ο K.K. δεν συμμορφώθηκε, στις 11 Ιουνίου 2020, προς την υποχρέωσή του να παραδώσει τα τέκνα στην προσφεύγουσα σύμφωνα με τον εκτελεστό τίτλο. Επιπλέον, δεν συμμορφώθηκε σε καμία μελλοντική ημερομηνία, παρόλο που η προσφεύγουσα προσπάθησε να το επιβάλει ζητώντας τη συνδρομή της αστυνομίας. Περιορίστηκε να υποβάλει αρκετές νέες καταγγελίες στην προσπάθειά του να ανατρέψει την απόφαση ανάθεσης της επιμέλειας στη μητέρα.
Δεν διέφυγε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι έκτοτε, η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να ανακτήσει τα παιδιά της ή ακόμη και να έχει οποιαδήποτε ουσιαστική επαφή μαζί τους. Φαίνεται ότι η μόνη επαφή που είχε η προσφεύγουσα με τα δύο παιδιά της ήταν μια συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την προσωρινή διαταγή υπ’ αριθ. 35/2021, η οποία διήρκεσε μόνο λίγα λεπτά και στη συνέχεια τερματίστηκε λόγω της άρνησης των παιδιών να μείνουν μαζί της.
Επισημαίνεται, επομένως, ότι η παρούσα υπόθεση χαρακτηρίζεται από σαφή έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους του Κ.Κ., η οποία παρεμπόδιζε συστηματικά τις προσπάθειες των αρχών για επανένωση της προσφεύγουσας με τα τέκνα της. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το γεγονός αυτό δεν απαλλάσσει τις αρχές από την ευθύνη τους να κάνουν ό, τι είναι απαραίτητο για να διευκολύνουν μια τέτοια επανένωση.