ISBN 978-960-499-475-5, 01/12/2023, Εκδότης «ΤΟΠΟΣ»
https://www.ianos.gr/pedia-chamena-stin-katathesi-0560890#more-info-tab
Περνώντας αναμεσά από συμπληγάδες πέτρες: Τα συγκρουσιακά διαζύγια και οι ψευδείς ισχυρισμοί.
Υπάρχουν γονείς οι οποίοι χειραγωγούν το παιδί τους με τέτοιον τρόπο ώστε τελικά να το οδηγήσουν στη δια βίου απόρριψη ενός εκ των δύο, επιλέγοντας τον άλλο; Ποιες οι επιπτώσεις μιας τέτοιας συμπεριφοράς και πως είναι δυνατόν η αναγνώριση της;
Μια ακόμα υπόθεση που θα πρέπει να διερευνηθεί είναι το κατά πόσο οι ισχυρισμοί του παιδιού είναι αποτέλεσμα συνειδητής κατήχησης και κατασκευής του ενός εκ των γονέων ή άλλου φροντιστή του. Οι ρίζες μια τέτοιας υπόθεσης εδράζονται στη διαπίστωση ότι το διαζύγιο συχνά συνδέεται με μια σειρά από σοβαρές επιπτώσεις στη λειτουργικότητα και στη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών και εφήβων (Amato, 2000, O’Donohue, Benutto & Bennett, 2016, Otto, Buffington-Vollum & Edes, 2003).
Η έρευνα αποδεικνύει τη μεγάλη συχνότητα αυτού του ιδιαίτερου, όπως έχει υποστηριχθεί, είδους επιθετικής συμπεριφοράς στις διαφορές σχετικά με την επιμέλεια του παιδιού. Χαρακτηριστικό συνεπώς στοιχείο της εν λόγω δυναμικής είναι η εμφάνιση της κυρίως κατά τη διάρκεια των συζυγικών συγκρούσεων, του διαζυγίου και των διαφωνιών για την επιμέλεια του παιδιού (Harman, Kruk & Hines, 2018).
Πρόκειται για μια πολυσύνθετη και ιδιαιτέρα αμφιλεγόμενη μορφή επιθετικότητας, η οποία αγνοείται, άλλοτε παρεξηγείται και άλλοτε πάλι παρερμηνεύεται.
Το σύνδρομο γοεϊκής αποξένωσης: Συμπεριφορές και Συνέπειες.
Ο δικανικός παιδοψυχίατρος Rickard Gardner (1985, 1987, 1992a), διαπιστώνοντας ότι συχνά οι ανήλικοι, στο πλαίσιο δικαστικών αγώνων ανάθεσης επιμέλειας, στρέφονται εναντίων του άλλου γονέα αναιτιολόγητα, όρισε για πρώτη φορά τη γονεϊκή αποξένωση ως ένα σύνδρομο (‘Parental alienation syndrome’ – PAS), το οποίο βασίζεται σε μια στρατηγική διασυρμού μέσω της διαρκούς κριτικής υποτίμησης και συκοφαντικής εκστρατείας κατά του γονέα – στόχου. Υποστήριξε δε ότι το εν λόγω σύνδρομο εντοπίζεται σχεδόν αποκλειστικά στους δικαστικούς αγώνες υψηλής σύγκρουσης για την επιμέλεια των παιδιών, όπου ο ένας γονέας (συνήθως η μητέρα), υπονομεύει και αποδομεί συστηματικά τον άλλο γονέα (συνήθως τον πατέρα), με αποτέλεσμα την δημιουργία συναισθημάτων μίσους και εχθρότητας στα παιδιά απέναντι του.
Οι έρευνες χρησιμοποιούν τον όρο ‘parental alienation’, προκειμένου να περιγράψουν την αναιτιολόγητη εχθρική στάση ενός παιδιού απέναντι σε έναν γονέα του μετά από συστηματική χειραγώγηση του άλλου γονέα – υποκινητή, ενώ υιοθετούν τον όρο ‘parental estrangement’, για να αναφερθούν στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο ανήλικος απορρίπτει τον ένα γονέα εξαιτίας υπαρκτών και πολύ σημαντικών προσωπικών λόγων (Bernet, 2017).
Επηρεασμένη από τη θεωρεία του Gradner, η αναπτυξιακή ψυχολόγος Amy Baker (2018) πρότεινε ένα μοντέλο (‘the four-factor model of parental alienation’) σύμφωνα με το οποίο, προκειμένου να υποστηριχθεί η ύπαρξη συμπεριφορών γονεϊκής αποξένωσης, θα πρέπει να πληρούνται οι παρακάτω παράγοντες:
α) Ύπαρξη προηγούμενης θετικής σχέσης μεταξύ του παιδιού και του απορριφθέντος γονέα. Αυτή η διαπίστωση πιστοποιεί ότι ο εν λόγω γονέας είχε δημιουργήσει κατά το παρελθόν στενό δεσμό με το παιδί του δίχως να είναι απών ή να είναι ελλιπής ή ανεπαρκής στην άσκηση του ρόλου του. Βασική συνεπώς προϋπόθεση για την υποστήριξη της γονεϊκής αποξένωσης είναι η προηγούμενη θετική συναισθηματική σχέση μεταξύ των δύο μερών.
β) Απουσία οποιασδήποτε συμπεριφοράς κακοποίησης ή παραμέλησης του γονέα-στόχου προς το ανήλικο. Έτσι, αποκλείεται ένας σημαντικός και συνήθης λόγος απόρριψης των γονέων από τα παιδιά τους. Ο Gardner δεν ήθελα να συμπεριλάβει τους γονείς εκείνους που εκδηλώνουν συμπεριφορές που δικαιολογούν απόλυτα την αρνητική στάση των ανηλίκων απέναντι τους.
γ) Ύπαρξη πολλαπλών και επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών αποξένωσης από το «αγαπημένο» γονέα, με μοναδικό σκοπό την αλλοτρίωση του άλλου στη συνείδηση του παιδιού. Οι ερευνητές έχουν εντοπίσει συγκεκριμένες συμπεριφορές δυσφήμισης με αποδέκτη τον ανήλικο, προκειμένου να πειστεί ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να απορρίψει πλήρως τον στοχοποιημένο γονέα, ο οποίος παρουσιάζεται ως αδιάφορος, άχρηστος, κακόβουλος, ακόμα και επικίνδυνος (Baker, 2020, Baker & Ben Ami, 2011, Baker & Brassard, 2013):
– Συστηματική υποτίμηση του άλλου γονέα, ο οποίος παρουσιάζεται ως αδιάφορος και ελλειμματικός, προκειμένου να δημιουργηθούν λανθασμένες εντυπώσεις στο παιδί (π.χ. δεν το αγαπάει).
– Συστηματικός περιορισμός επαφής του παιδιού με εκείνον, έτσι ώστε να μην μπορούν να μοιραστούν κοινές εμπειρίες ζωής.
– Διαρκείς παρεμβάσεις στην επικοινωνία του με τον στοχοποιημέο γονέα, με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ψυχοσυναισθηματικής τους σύνδεσης όταν μένουν χωριστά.
– Πρακτικές άμβλυνσης των θετικών συνθημάτων που μπορεί να τρέφει ο ανήλικος για τον γονέα του (π.χ. δεν αισθάνεται ελεύθερος να αναφερθεί σε εκείνον, να δει φωτογραφίες του κ.α.)
– Εκδηλώσεις συναισθημάτων θυμού και απειλές, όταν το παιδί εκφράζει το ενδιαφέρον και την αγάπη του για αυτόν.
– Παροχή δυνατότητας να δει τον άλλο γονέα, με την παράλληλη ωστόσο υπονόμευση της και διαστρέβλωση κάθε προσπάθειας που καταβάλλεται από την άλλη πλευρά.
– Χρήση τακτικών που επί της ουσίας εξαναγκάζουν το παιδί να απορρίψει το γονέα – στόχο.
– Συχνές υπενθύμισης ότι ο γονιός του δεν το αγαπάει.
– Δημιουργία της εντύπωσης ότι είναι επικίνδυνος και ενδεχομένως να βλάψει και το ίδιο.
– Εμπλοκή του παιδιού σε συζητήσεις που αφορούν προσωπικά ή/και νομικά ζητήματα, με στόχο να προκαλέσει τον θυμό του για τις δήθεν συμπεριφορές του άλλου γονέα.
– Παρότρυνση του ανηλίκου να κατασκοπεύσει τον στοχοποιημένο γονέα.
– Ενθάρρυνση για απόκρυψη θεμάτων και τήρηση μυστικών από τον αποξενωμένο γονέα, για να προστατευτούν τα συμφέροντα του παιδιού.
– Αναφορά στο γονέα-στόχο με το μικρό του όνομα (αντί «ο μπαμπάς/η μαμά»), αποσκοπώντας στην υποβίβαση του σε ένα απλό γνωστό.
– Αναφορά στο θετό γονέα ως «μπαμπά» / «μαμά», προσκαλώντας τον ανήλικο να κάνει το ίδιο.
– Αλλαγή του ονόματος του παιδιού σε περίπτωση κατά την οποία αυτό σχετίζεται με τον άλλο γονέα.
– Λήψη μονομερών αποφάσεων και απόκρυψη σημαντικών ζητημάτων που αφορούν το παιδί (π.χ. ιατρικά, εκπαιδευτικά, έκτακτης ανάγκης κ.α.), περιθωριοποιώντας τον άλλο γονέα και υποτιμώντας τον στα μάτια του παιδιού, το οποίο πιστεύει ότι είναι αδιάφορος για ό,τι συμβαίνει.
– Υπονόμευση της εξουσίας του άλλου γονέα για να διασφαλίσει ότι ο ανήλικος υπακούει στον «αγαπημένο» του μόνο γονέα, για να αυξήσει την ψυχολογική απόσταση με τον γονέα-στόχο και να υποκινήσει μια σύγκρουση ανάμεσα σε εκείνον και τον ανήλικο.
δ) Εκδήλωση χαρακτηριστικών συμπεριφορών του παιδιού που αποκόπτεται με δόλο από τον γονέα δίχως καμία επαρκή εξήγηση, οι οποίες στην ουσία αποτελούν την αποτύπωση των συνεπειών της έκθεσης και της εμπλοκής του σε αυτή τη στρατηγική αλλοτρίωσης. Ο Gardner υποστηρίζει ότι το παιδί-θύμα γονεϊκής αποξένωσης θα πρέπει να παρουσιάζει τις περισσότερες από τις παρακάτω συμπεριφορές (Gardner, 2004a):
– Αδικαιολόγητη εκστρατεία δυσφήμισης και εξαπόλυσης μίσους για το γονέα-στόχο, η οποία έχει μεγάλη διάρκεια και είναι αποτέλεσμα της συστηματικής κατήχησης του υποκινητή γονέα. Ο ανήλικος αρνείται οποιαδήποτε προσπάθεια επικοινωνίας και προσέγγισης, όπως π.χ. την άρνηση συνάντησης, αποδοχής δώρων κ.λπ.
– Χρήση αδύναμων, παράλογων και επιπόλαιων ισχυρισμών του παιδιού για την απόρριψη του γονέα του (π.χ. «Κάνει θόρυβο όταν τρώει και με ενοχλεί» (Cartwright, 1993). Συνήθως κατασκευάζει φανταστικές, ευτελείς και ασθενείς ιστορίες για να δικαιολογήσει την εχθρική του στάση.
– Εμφάνιση αμφιθυμίας του παιδιού προς τον άλλο γονέα. Ο γονέας υποκινητής εξιδανικεύεται σε αντίθεση με τον άλλον, ο οποίος υποτιμάται και βάλλεται συστηματικά ό,τι και αν κάνει.
– Εμφάνιση του φαινόμενου του «Ανεξάρτητου Στοχαστή» (‘The Independent Thinker’ phenomenon). Το παιδί υποστηρίζει ότι δρα ανεξάρτητα και αυτόβουλα. Η απομάκρυνση και απόρριψη του υποτιθέμενου γονέα-δράστη είναι αποτέλεσμα της απόλυτης προσωπικής του κρίσης. Για τον λόγο αυτό, διατυμπανίζει ότι δεν έχει δεχτεί την επιρροή κανενός, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη της επιθετικής και εχθρικής του συμπεριφοράς. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι προσπαθεί να προστατέψει τον έτερο γονέα από τυχόν αρνητικά σχόλια, ο οποίος μάλιστα διαδίδει ψευδώς ότι ο ίδιος προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση που έχει πληγεί, αποποιούμενο0ς την όποια ανάμειξη του στη ρήξη που έχει δημιουργηθεί.
– Εξιδανίκευση των πράξεων του «αγαπημένου» γονέα, η απόλυτη ταύτιση με τις θέσεις του και η αμέριστη υποστήριξη του. Αντίθετα, ο στοχοποιημένο γονέας αποδομείται πλήρως, καθώς όλες οι πράξεις του ερμηνεύονται πάντα αρνητικά.
– Απουσία τύψεων και ενοχών του παιδιού για την επίδειξη σκληρής και εχθρικής στάσης έναντι στον αποξενωμένο γονέα. Το παιδί υιοθετεί μια ακραία αναιδή και κακεντρεχή συμπεριφορά, δίχως αυτό να επηρεάζει τη συνείδηση του. Συμμαχεί άκριτα με τον αποξενωτή γονέα παίρνοντας πάν τα το μέρος του, όσο παράλογη και άδικη κι αν είναι η συμπεριφορά του. Ο δεσμός που έχει αναπτύξει μαζί του είναι τόσο ισχυρός που δεν του επιτρέπει να δει θετικά τις προσπάθειες που γίνονται από την άλλη πλευρά. Δημιουργείται έτσι ένα τρίγωνο διαστροφής (‘perverse triangle’), μια δυσλειτουργική και νοσηρή σχέση αλληλεπίδρασης, όπου ο ανήλικος συμμαχεί με τον υποκινητή γονέα προκειμένου να διαβάλει και να υπονομεύσει τον άλλον. Το χειρότερο ωστόσο είναι ότι καλείται να επιλέξει ανάμεσα στους δύο γονείς και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της απόφασης του. Ο μεγάλος φόβος του είναι να μην δεχτεί τον θυμό και την απόρριψη του «αγαπημένου» γονιού.
– Υιοθέτηση «δανεικών», από τον γονέα-υποκινητή, λέξεων, φράσεων ακόμα και σεναρίων/ιστοριών, τις οποίες δεν κατανοούν -γιατί δε συνάδουν με το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού- και, ως εκ τούτου, συχνά δυσκολεύονται να υποστηρίξουν. Συνήθως, πρόκειται για κατασκευές με έντονο το στοιχείο της υπερβολής και της νοσηρότητας. Η επιτηδευμένη χρήση της γλώσσας, η στεγνή από κάθε συναίσθημα αφήγηση, η αναφορά με λεπτομερείς σε γεγονότα που δεν βιώσαν είτε γιατί δεν ήταν παρόντα είτε γιατί δεν είχαν γεννηθεί ακόμα, και κυρίως η μεγάλη ομοιότητα του λόγου τους με εκείνο του υποκινητή γονέα, αποτελούν σημαντικές ενδείξεις που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη για την αξιοπιστία των ισχυρισμών τους.
– Εξάπλωση της απέχθειας και της έχθρας ακόμα και σε συγγενικά και φιλικά πρόσωπα του γονέα-στόχου. Η επέκταση του διασυρμού στο ευρύτερο περιβάλλον του εν λόγω γονέα αποτελεί ένα ακόμα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συνδρόμου. Η απόρριψη σημαντικών προσώπων αναφοράς δίχως καμία αιτιολόγηση επιβάλει στον ανήλικο την βίαιη αποκοπή του από όλους τους συγγενείς και φίλους με τους οποίους διατηρούσε έως πρότινος σχέσεις αγάπης.
Ανάλογα με τον βαθμό σοβαρότητας και της έντασης των εχθρικών και αποξενωτικών συμπεριφορών, είναι δυνατή η διάκριση σε : 1) ήπιες περιπτώσεις, όπου το παιδί μπορεί να αρνείται αρχικά κάθε επαφή με ον γονέα-στόχο, όταν όμως τον συναντά χαίρεται και απολαμβάνει την επικοινωνία, 2) μέτριας έντασης περιπτώσεις, όπου ο ανήλικος εκφράζει έντονα τη δυσαρέσκεια του, δημιουργώντας σημαντικά προβλήματα στη σχέση με τον γονέα του, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του μεταξύ τους δεσμού και 3) σοβαρές περιπτώσεις, κατά τις οποίες το παιδί αρνείται αναιτιολόγητα οποιαδήποτε επικοινωνία με τον γονέα-στόχο, στον οποίο αναφέρεται με έχθρα και μίσος, έχοντας εσωτερικεύσει μια ψευδή αρνητική του εικόνα (Von Boch-Galhau, 2018).
Ορισμένοι ερευνητές, εστιάζοντας περισσότερο στη συμπεριφορά του αποξενωτή γονέα και λιγότερο του καθοδηγούμενου ανηλίκου, ορίζουν την γονεϊκή αποξένωση ως αποτέλεσμα συνειδητών ή/και ασυνείδητων συμπεριφορών, οι οποίες καταφέρνουν να υποδαυλίσουν την ομαλή σχέση μεταξύ του παιδιού και του άλλου γονέα (Darnall, 1998). Αυτές οι συμπεριφορές, οι οποίες αποσκοπούν, αφενός μεν, στην υπονόμευση και διάλυση του γονεϊκού δεσμού, αφετέρου δε, στην αποδόμηση και την πρόκληση πόνου στον υπό διωγμό γονέα, δεν είναι πάντα διακριτές, δεν λαμβάνουν χώρα μια μόνο φορά και συνήθως απαιτούν χρόνο για να εκδηλωθούν (Baker & Darnall, 2006, Harman, Biringen, Ratajack, Outland & Kraus, 2016a, Verrochio, Baker & Marchetti, 2017, Warshak, 2015a). Μπορούν δε ξεπερνώντας κάθε ηθικό όριο, να οδηγήσουν ακόμα και στην κατασκευή ακραίων ψευδών σεναρίων, όπως, για παράδειγμα, τη σεξουαλική ή σωματική κακοποίηση του παιδιού τους από τον γονέα-στόχο.
Σε πολλές περιπτώσεις, η επίκληση ψευδών ισχυρισμών σεξουαλικής παραβίασης έχουν ως μοναδικό κίνητρο την υπονόμευση και δυσφήμιση του άλλου γονέα, προκειμένου να του αφαιρεθεί πλήρως η επιμέλεια του/των τέκνου/ων του (Green, 1991, Seehan, 2019). Σύμφωνα με μια έρευνα, το ποσοστό των ψευδών ισχυρισμών είναι διπλάσιο σε περιπτώσεις συγκρουσιακών διαζυγίων (Dale & Gould, 2014).
Η συνεχής κατήχηση από ένα γονέα με στόχο την πλύση εγκεφάλου του ανηλίκου, με την παράλληλη ενεργή συμβολή και συμμετοχή του δεύτερου στη δυσφήμιση του στοχοποιημένου γονέα, δημιουργεί μια εκρηκτική δυναμική (Harman, Maniotes & Grubb, 2021), με απρόβλεπτές συχνά συνέπειες.
Μια εξ’ αυτών είναι η μακροχρόνια και ιδιαίτερα ψυχοφθόρα εμπλοκή σε δικαστικές διαμάχες, η οποία συνεπάγεται την υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση του φερόμενου ως δράστη γονέα (η σύγκρουση μεταξύ των γονέων μπορεί να διαρκέσει για χρόνια μέχρι να εξαντληθούν όλοι οι συναισθηματικοί και οικονομικοί πόροι), την υπερφόρτωση του δικαστικού συστήματος και κυρίως την πρόκληση σύγχυσης στους επαγγελματίες στην προσπάθεια ανεύρεσης της αλήθειας (Sheehan, 2019). Ως φυσικό επακόλουθο προκύπτει συχνά η αδυναμία διάκρισης μεταξύ ψευδών ισχυρισμών και, ως εκ τούτου, η νομική πλάνη.
Οι σημαντικότερες ωστόσο συνέπειες βαραίνουν το παιδί: η σύνθλιψη του σε διαδικασίες επώδυνες και εξαιρετικά χρονοβόρες και η επίμονη άρνηση διατήρησης οποιασδήποτε σχέσης με τον εν λόγω γονέα, επικαλούμενο παράλογους, υπερβολικούς και κυρίως αναληθείς λόγους, υιοθετώντας άκριτα «δανεικά» σενάρια (Bernet, Wambolt & Narrow, 2016, Κολαϊτης, 2009). Τα δε παραπάνω εδράζονται σε μια ψευδή πεποίθηση ότι ο γονέας-στόνος είναι ανάξιος και επικίνδυνος (Kruk, 2018).
Πρόκειται για μορφή ψυχολογικής κακοποίησης (Harman, Kruk, Hines, 2018, Harman, Matthewson & Baker, 2022, Templar, Matthewson, Haines &Cox, 2017), όπου ο ανήλικος οδηγείται στην απόρριψη του γονέα-στόχου, στον οποίο επιδεικνύει επιθετικές και εχθρικές συμπεριφορές. Στο τέλος γίνεται άκαμπτος, υποστηρίζοντας σταθερά τις απόψεις του αλλοτριωτικού γονέα, καθρεφτίζοντας απόλυτα την προσωπικότητα και τις διαστρεβλωμένες απόψεις εκείνου, απορρίπτοντας κάθε άλλη πληροφορία που τις αμφισβητεί (Kopetski, 1998).
Έχει προηγηθεί η χειραγώγηση και η εργαλοιοποίση του, έτσι ώστε να αισθάνεται παραμελλημένος -ακόμα και εγκαταλειμμένος- να βιώνει έντονα συναισθήματα θυμού και απόρριψης, συναισθηματικής δυσφορίας και εξάντλησης, να εκδηλώνει κατάθλιψη και άλλες διαταραχές ψυχικής υγείας (Harman & Biringen, 2016, Johnston, 2003, Warshak, 2013).
Στο τέλος πιστεύει πράγματι ότι έχει θυματοποιηθεί. Η εικόνα του εαυτού και η αυτοβιογραφική του μνήμη αλλάζουν δραματικά. Παρουσιάζει σοβαρές ψυχοκοινωνικές διαταραχές (π.χ. κοινωνικό άγχος), έλλειψη εμπιστοσύνης στις σχέσεις του, ανασφαλείς προσκολλήσεις με άλλα άτομα, αποδιοργάνωση, παλινδρόμηση σε πρώτα στάδια ανάπτυξης, χαμηλή αυτοεκτίμηση, απώλεια ελέγχου παρορμήσεων, γνωστική ασυμφωνία, έλλειψη ενσυναίσθησης κ.α. (Ben-Ami & Baker, 2012, Kopetski, 1998, Kruk, 2018, O’Donohue, 2013, Verrocchio, 2016). Ο ανήλικος μπορεί μάλιστα να φτάσει στο σημείο να αισθανθεί μίσος για τον ίδιο του τον εαυτό, κατηγορώντας τον ότι φέρει προσωπική ευθύνη για το ότι δεν τον αγαπά και δεν τον θέλει ο αποξενωμένος γονέας. Νιώθει άχρηστος, ανεπιθύμητος και ταυτόχρονα εγκλωβισμένος, στερούμενος τη δυνατότητα να θρηνήσει την «απώλεια» του γονέα (Warshak, 2015a).
Ορισμένοι μάλιστα ερευνητές, προκειμένου να περιγράψουν τη βίαιη αυτή «διαγραφή», την καθολική απόρριψη και την πλήρη αλλοίωση της εικόνας ενός εκ των δύο γονέων από τη ζωή του παιδιού, χρησιμοποιούν τον όρο «γονεκτομή» (parentectomy) (Adams, 2009, Summers &Summers, 2006).
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι ο υποκινητής γονέας δεν αντιλαμβάνεται ή συχνά δεν νοιάζεται για το αντίκτυπο αυτών των εχθρικών του στρατηγικών στη συμπεριφορά του παιδιού (Baker & Ben-Ami, 2011), γιατί δεν του το επιτρέπει η συναισθηματική του τύφλωση.
Ένα πεδίο διαμάχης και μεταξύ επιστημόνων.
Η θεωρεία του Gardner έχει δεχτεί σοβαρές επικρίσεις από μέλη της επιστημονικής κοινότητας. Κατηγορήθηκε ως απλοϊκή και ψευδοεπιστημονική, γιατί σύμφωνα με τους επικριτές της δεν βασίστηκε τόσο σε επαρκείς εμπειρικές έρευνες και επιστημονικά δεδομένα όσο στις υποκειμενικές απόψεις και στις κλινικές παρατηρήσεις του ερευνητή (Bond, 2007). Ελάχιστες δε έρευνες έχουν μελετήσει τη συχνότητα του φαινομένου και τα ποσοστά της γονεϊκής απόρριψης μεταξύ των παιδιών διαζευγμένων γονέων (O’Donohue, Benutto & Bennett, 2016). Η έλλειψη επιστημονικής εγκυρότητας και αξιοπιστίας αποτελεί το ισχυρότερο επιχείρημα των επικριτών της γονεϊκής απόρριψης (Clemente & Padilla-Racero, 2015, Bernet, 2018, Bernet, Von Boich-Galhau, baker et al., 2010, Dallam & Silberg, 2016, Faller, 1998, Lorandos & Bernet, 2020).
Οι αντιπαραθέσεις είναι έντονες καθώς -μεταξύ άλλων επιχειρημάτων- το εν λόγω σύνδρομο, πατά τις επανειλημμένες προσπάθειες, δεν αναγνωρίστηκε από κανέναν επίσημο οργανισμό ή επιστημονικό φορέα. Έτσι, δεν συμπεριλαμβάνεται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-V) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (American Psychiatric Association Diagnostic and Statistical manual of Mental Disorders) στη Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση Νόσων (ICD-11) του Διεθνούς Οργανισμού Υγείας (η οποία το είχε συμπεριλάβει έως το 2020) ή στην Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρία (American Psychological Association).
Επίσης, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών δήλωσε το 2023 τη μη αναγνώριση του εν λόγω συνδρόμου. Αναλυτικότερα, η Ειδική Εισηγήτρια της Έκθεσης “Custody, Violence against Women and Violence against children” (A/HRC/53/36) υποστήριξε ότι πρόκειται για μια ψευδο-έννοια (pseudo-concept), η οποία χρησιμοποιείται από κακοποιητικούς γονείς, προκειμένου να συνεχίσουν τη βίαιη συμπεριφορά τους, απαξιώντας τους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς, η οποία ενδιαφέρεται ουσιαστικά για την ασφάλεια του παιδιού της. Συστήνει δε στα κράτη την αποφυγή της σχετικής θεσμοθέτησης και την απαγόρευση της χρήσης του όρου «γονεϊκή αποξένωση» (UN-Human Rights Council, 2023).
Οι επικριτές επίσης υποστηρίζουν ότι η επίκληση του συνδρόμου οδηγεί τα παιδία σε σοβαρό ψυχικό τραυματισμό λόγω της εμπλοκής του δε πολυδαίδαλες, επίπονες και χρονοβόρες διαδικασίες, για την ικανοποίηση τρων αιτημάτων του κακοποιητή γονέα (Caplan, 2004). Θεωρούν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να διερευνηθεί η ύπαρξη διαταραχής δεσμού, καθώς το παιδί μπορεί πράγματι με τον έναν γοβνέα να έχει αναπτύξει ένα ισχυρό ασφαλή δεσμό, ενώ με τον έτερο έναν αποδιοργανωμένο τύπο προσκολλησης (Walker, Brantley & Rigsbee, 2004).
Επισημαίνουν επίσης την ασάφεια των όρων και των διαγνωστικών κριτηρίων και συμπτωμάτων που χρησιμοποιεί ο Gradner (π.χ. τι ακριβώς σημαίνει πλύση εγκεφάλου, εκδήλωση μίσους κ.ά.), δυσχεραίνοντας τον εμπειρικό έλεγχο του συνδρόμου (O’Donohue, Benuto & Bennett, 2016). Επιπλέον, τονίζουν το αρνητικό ρόλο που διαδραματίζουν οι στερεοτυπικές προσεγγίσεις και η έμφυλη προκατάληψη (Ottman & Lee, 2008), σύμφωνα με τις οποίες η μητέρα είναι πάντα προστατευτική, ενώ ο πατέρας είναι εξ ορισμού περισσότερο βίαιος και συχνότερα κακοποιητικός. Παράλληλα, παραβλέπουν ότι η αρνητική στάση απέναντι σε έναν γονέα μπορεί να έχει πολλαπλές αιτιάσεις (Johnston, 2003). Τονίζουν δε ότι είναι αυθαίρετο να θεωρούνται οι ισχυρισμοί σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών εξ ορισμού αναληθείς.
Αντίθετα, οι υποστηρικτές της θεωρίας του Gardner (Baker & Darnall, 2007, Rueda, 2004) θεωρούν ότι η γονεϊκή αποξένωση, αν και δεν έχει αναγνωριστεί από το DSM-V, είναι σύνδρομο με συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια, ότι οι ανήλικοι προβαίνουν όχι μόνο σε αληθείς αλλά και σε ψευδείς ισχυρισμούς και ότι η χειραγώγηση και η καθοδήγηση τους από έναν ενήλικο, ακόμα και από τον ίδιο τους τον γονέα, είναι δυνατή.
Όπως προκύπτει, η χρήση του όρου δημιουργεί προβλήματα, προκαλώντας ιδιαίτερες εντάσεις στην επιστημονική κοινότητα. Δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός κλινικός η επιστημονικός ορισμός της έννοιας «γονεϊκή αποξένωση». Το φαινόμενο ωστόσο της ψυχολογικής χειραγώγησης και συστηματικής καθοδήγησης των παιδιών από ενηλίκους έχει μελετηθεί πολλαπλά και οι ερευνητές έχουν αποδείξει ότι αποτελεί μια πρακτική η οποία επηρεάζει τους ανηλίκους, οδηγώντας τους συχνά σε ψευδείς αναφορές για την παραβίασης τους. Το δε επιχείρημα ότι δεν έχει συμπεριληφθεί ακόμα στο διεθνές εγχειρίδιο ταξινόμησης ψυχιατρικών διαταραχών DSM-V, δεν σημαίνει απαραίτητα τη μη ύπαρξη συμπεριφορών αποξένωσης. Το ίδιο ισχύει και για την ατυχή, ενδεχομένως, χρήση του όρου. Σε μερικές δικαιοπραξίες, η γονεϊκή αποξένωση αναγνωρίζεται και η χρήση του εν λόγω όρου είναι αποδεκτή (βλ. Πορτογαλία και Ισπανία), ενώ σε κάποιες άλλες γίνεται δεκτή, με άλλη όμως ορολογία (βλ. Ισλανδία “Wothholding contact”, Νέα Ζηλανδία “A strategy of plausible deniability”, Ιταλία κ.ά.).
Ανεξάρτητα, αφενός μεν, από την ορθότητα ή μη των όρων που επιλέγονται, αφετέρου δε, από ρο εάν πρόκειται ή όχι για σύνδρομο ή διαταραχή, η διεθνής βιβλιογραφία συμφωνεί ότι η ψυχολογική χειραγώγηση του παιδιού, με στόχο την απόρριψη και «απώλεια» του αποξενωμένου γονέα, αποτελεί μια σοβαρής μορφή ψυχολογικής κακοποίησης (Bernet, 2010, Lorandos & Bernet, 2020, Warshak, 2019), επιφέροντας τις ίδιες συνέπειες με αυτές που βιώνουν τα κακοποιημένα παιδιά (Baker & Verrocchio, 2016, Godbout & Parent, 2012, Harman et al., 2018). Συγχρόνως, πρόκειται για μια μορφή συστηματικής κακομεταχείρισης, καθώς ο ανήλικος, παρασυρόμενος από την δίνη των συγκρούσεων των γονέων του, εμπλέκεται για χρόνια σε ψυχοφθόρες διαδικασίες, στη διαδρομή των οποίων χάνει τελικά με οδυνηρό τρόπο την ανηλικότητα του.
Παρά τις υποστηριζόμενες απόψεις, έχει σημασία να υπογραμμιστεί ότι οι γενικεύσεις, οι υπεραπλουστευμένες προσεγγίσεις, και η καταχρηστική επίκληση του φαινομένου μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικά σφάλματα. Η υποστήριξη αυθαίρετων γραμμικών, αιτιωδών σχέσεων (π.χ. άρνηση ενός παιδιού να συναντήσει τον γονέα του να συνδέεται μες τη θυματοποίηση του από εκείνον) είναι σαφώς αντιεπιστημονική, γιατί αγνοεί την πολυπλοκότητα του ζητήματος και τους πλείστους άλλους παράγοντες που μπορούν να διαμεσολαβούν.
Αναμφίβολα, κάθε περίπτωση χρήζει εξατομικευμένης και πολύπλευρης διερεύνησης, διαφορετικά ο κίνδυνος νομικής πλάνης είναι μεγάλος: οι ψευδείς ισχυρισμοί του καθοδηγούμενου παιδιού μπορούν να θεωρηθούν αληθείς ή οι αληθείς αναφορές της θυματοποίησης του είναι πιθανό να παρερμηνευτούν και να εκληφθούν ως αναξιόπιστες. Οι συνέπειες των προκατειλημμένων αποφάσεων επιμέλειας μπορεί να είναι καταστροφικές, καθώς είναι πιθανό να δοθεί τελικά η επιμέλεια του παιδιού στο δράστη του.
Σημαντικός αρωγός είναι πάντα η πολυεπίπεδη προσέγγιση των ισχυρισμών με την υιοθέτηση εναλλακτικών υποθέσεων, καθώς τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά και ιδιαίτερα σοβαρά, επιβεβαιώνοντας ότι η γονεϊκή αποξένωση χρήζει αναντίρρητα περαιτέρω εμπειρικής έρευνας:
Μπορεί ένα παιδί να χειραγωγείται δίχως να εμφανίζει τα αναφερόμενα συμπτώματα; Επηρεάζονται όλα τα παιδιά στον ίδιο βαθμό; Μπορεί επίσης, ανάλογα με την ηλικία του και την προσωπικότητα του, να αντισταθεί στον υποκινητή γονέα, αποφεύγοντας τελικά την χειραγώγηση του; Είναι δυνατόν να αποφασίσει αυτόβουλα να απορρίψει τον γονέα του για πολύ σοβαρούς λόγους; Υπάρχει περίπτωση οι αποξενωτές να μην είναι οι γονείς του, αλλά τρίτα πρόσωπα; (π.χ. παππούδες, γιαγιάδες, νέοι σύντροφοι των γονιών κ.ά.); Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο «αγαπημένος» γονέας δεν καταφέρνει τελικά τον στόχο του, μπορεί να υποστηριχθεί ότι τελέστηκαν συμπεριφορές γονεϊκής αποξένωσης; Υπάρχουν δικαιολογημένες μορφές αποξένωσης (π.χ. ο γονέας που απορρίπτεται εκδηλώνει πράγματι βίαιη συμπεριφορά απέναντι στο παιδί του); Παρατηρούνται διαπολιτισμικές διαφορές στις τακτικές αποξένωσης (O’Donohue, Benuto & Bennett, 2016);
Συχνά λησμονείται ότι κατά την εμβληματική επιταγή της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, στο επίκεντρο είναι πάντα το βέλτιστο συμφέρον του και οι ανάγκες του. Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: ποιες είναι οι βέλτιστες εκείνες συμπεριφορές που οφείλουν να υιοθετούν τόσο οι γονείς, κατά τη δικαστική τους διαμάχη, όσο και η Πολιτεία για την καλύτερη δυνατή προστασία και προαγωγή των συμφερόντων ενός παιδιού, προκειμένου να μην συνθλιβεί ανάμεσα σε Συμπληγάδες Πέτρες;
Ποια είναι τα κριτήρια διάκρισης αληθών και ψευδών ισχυρισμών;
Οι πρώτες προσπάθειες διερεύνησης κριτηρίων διάκρισης και καταγραφής ορισμένων αξιόπιστων δεικτών για τη διάκριση μεταξύ αληθών και ψευδών ισχυρισμών ξεκίνησαν ήδη από τη δεκαετία του 80’ (De Young, 1986, Faller, 1988, Jones, 1985, McCarty, 1981, Sgroi, 1982). Υπάρχει δε σήμερα συναίνεση μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας για τα εν λόγω κριτήρια.
Κατά μια ενδιαφέρουσα πρόταση, τα κρίσημα σημεία της κατάθεσης ενός παιδιού φερόμενου ως θύματος σεξουαλικής κακοποίησης, στα οποία θα πρέπει να δίνουν έμφαση οι εμπλεκόμενοι επαγγελματίες, είναι (Faller, 1988):
α) Οι πληροφορίες που παρέχονται για το συμβάν. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ο ανήλικος να είναι σε θέση να αναφερθεί αναλυτικά στο πλαίσιο που έλαβε χώρα η κακοποίηση (π.χ. που, πότε, από ποιον, λεπτομερή στοιχεία για τον ρουχισμό τόσο του θύτη όσο και του θύματος, την τυχόν αφαίρεση του κ.ά.). Επίσης, η δυνατότητα παροχής λεπτομερειών που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο τον προσέγγισε ο φερόμενος ως δράστης, τις μεταξύ τους σχέσεις και την τυχόν ύπαρξη του στοιχείου της μυστικότητας και των απειλών για όσα συνέβαιναν. Υποστηρίζεται ότι η δυνατότητα λεπτομερούς αφήγησης ενός συγκεκριμένου περιστατικού κακοποίησης ενισχύει την αξιοπιστία της κατάθεσης.
Ως παράδειγμα αναφέρονται οι ισχυρισμοί ενός δεκάχρονου κοριτσιού για τη σεξουαλική της παραβίαση από τον πατέρα της. Όταν ρωτήθηκε σχετικά με το τελευταίο περιστατικό, ήταν σε θέση να το προσδιορίσει χρονικά («Ήταν δύο εβδομάδες πριν από τα Χριστούγεννα… η μαμά μου είχε πάει να ψωνίσει») και να περιγράψει τον χώρο («Στην αρχή ήμασταν στο σαλόνι. Καθόμασταν στον καναπέ και βλέπαμε τηλεόραση»), μπορούσε να δώσει πληροφορίες τόσο για τον ρουχισμό τους («Φορούσα ένα νυχτικό. Δεν ήταν ούτε μακρύ ούτε κοντό, μου έφτανε μέχρι τα γόνατα. Ο μπαμπάς μου ήτα ντυμένος με τα ρούχα του») όσο και για την πράξη («Μου κατέβασε το βρακάκι μου και άρχισε να μου το κάνει, αλλά τον ξεγέλασα και του είπα ότι έπρεπε να πάω στην τουαλέτα και με άφησε να φύγω. Η πόρτα είχε κλειδαριά από έξω, αλλά όχι από μέσα … μετά από λίγο πήγα στο δωμάτιο μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου… Ο Μπαμπάς μου με άκουσε… ήρθε στο δωμάτιο μου, ξεκούμπωσε το φερμουάρ του, κατέβασε το παντελόνι του, μου έβγαλε το βρακί μου… ανέβηκε από πάνω μου και άρχισε να το ξανακάνει… μετά του είπα ότι άκουσα να φτάνει ένα αυτοκίνητο, ο μπαμπάς μου κατέβηκε γρήγορα, έκλεισε το φερμουάρ του παντελονιού του και κατέβηκε κάτω σαν να μη συνέβαινε τίποτα… έμεινα κάτω από τα σκεπάσματα»).
Για την αξιοπιστία των ισχυρισμών της ανήλικης, αξιολογήθηκε ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, η απάντηση της στην ερώτηση του τι ακριβώς της έκανε ο μπαμπάς της: «Αυτό που κάνουν οι μαμάδες και μπαμπάδες όταν παντρεύονται… όχι, εννοώ αυτό που κάνουν για να κάνουν ένα μωρό» και συνέχισε περιγράφοντας λεπτομερώς την σεξουαλική επαφή.
β) Η περιγραφή της πράξης υπό την οπτική γωνία του παιδιού. Το σημαντικότερο όλων των παραπάνω είναι η ικανότητα του παιδιού να προβεί σε λεπτομερή περιγραφή της σεξουαλικής πράξης. Δύο είναι ωστόσο εδώ τα κρίσιμα σημεία: η οπτική γωνία του παιδιού και η αναμενόμενη για το αναπτυξιακό του στάδιο γνώση για θέματα σεξουαλικού περιεχομένου:
– «Προσπάθησε να μου ρουφήξει τα τσίσα μου από το πουλάκι μου. Ένιωσα ωραία, αλλά αστεία.»
Στην περίπτωση αυτή, το τετράχρονο αγόρι περιγράφει με μεγάλη παραστατικότητα και με τρόπο που συνάδει αναμφίβολα με την ηλικία του την πεολειχία του από τον θύτη του. Είναι καθοριστικό για την αξιοπιστία της περιγραφής της πράξης ότι συνδέει την λειτουργία του πέους αποκλειστικά με την ούρηση, καθώς αυτή είναι η μόνη γνώση που θα μπορούσε να κατέχει στην ηλικία του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο τρόπος περιγραφής της πράξης, καθιστά τους ισχυρισμούς του, δίχως αμφιβολία, αξιόπιστους.
Ως εκ τούτου, η γνώση των παιδιών για τη σεξουαλική ζωή αποτελεί επίσης ένα κριτήριο αξιολόγησης. Είναι ενδεικτικό ότι οι ανήλικοι οι οποίοι έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά έχουν σε σχέση με τους συνομήλικους τους καλύτερη και πλουσιότερη γνώση για το σεξ, δίχως να είναι γνωστή η πηγή της απόκτησης της (Faller, 1984).
γ) Οι συναισθηματικές αντιδράσεις του παιδιού κατά τη διάρκεια της αφήγησης της κακοποίησης του. Είναι εξαιρετικά σημαντική, όπως έχει ήδη αναφερθεί στο προηγούμενο κεφάλαιο, η διερεύνηση της συναισθηματικής κατάστασης του φερόμενου θύματος, τόσο κατά το παρελθόν, κατά τη διάρκεια της τέλεσης της πράξης, όσο και κατά το παρόν, κατά την ανάκληση της εμπειρίας και της περιγραφής της στο γενικότερο πλαίσιο. Η μεγάλη αμηχανία, η διστακτικότητα, η σύγχυση και παράλληλα η έκφραση συναισθημάτων αηδίας, ντροπής, φόβου, θυμού, άγχους κ.ά., εντοπίζονται με μεγάλη συχνότητα σε αληθείς ισχυρισμούς σεξουαλικής παραβίασης.
Σε μια πρώιμη ενδιαφέρουσα έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 103 καταθέσεις παιδιών με αληθείς ισχυρισμούς θυματοποίησης, τόσο η ικανότητα περιγραφής της σεξουαλικής κακοποίησης όσο και η εκδήλωση σχετικών συναισθημάτων αντιδράσεων εντοπίσθηκαν σε περισσότερο από τα τέσσερα πέμπτα των περιπτώσεων. Επίσης, τρία στα τέσσερα παιδία είχαν την δυνατότητα να περιγράψουν το πλαίσιο με λεπτομέρειες. Οι αξιόπιστες αυτές, όπως διαπιστώθηκε τελικά, καταθέσεις είχαν συμπεριλάβει στο σύνολο τους και τα τρία σημαντικά κριτήρια για τα οποία έγινε λόγος παραπάνω (Faller, 1988).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν και τα ευρήματα που αφορούσαν την αποδοχή ή μη των κατηγοριών από τους κατηγορούμενους. Άλλοι προέβησαν σε πλήρη ομολογία της πράξης τους και άλλοι σε μερική αποδοχή της. Στη δεύτερη περίπτωση, οι δράστες είτε παραδέχθηκαν ορισμένες μόνο από τις κατηγορίες που τους αποδόθηκαν (π.χ. ασέλγεια και όχι βιασμό, διείσδυση με το δάχτυλο και όχι με το πέος κ.ά.), είτε υποστήριξαν ότι δεν υπήρξε δόλος (π.χ. ένας θύτης ανέφερε ότι καθώς έκανε μπάνιο την τρίχρονη κόρη του, τα δάχτυλα του γλίστρησαν κατά λάθος στον κόλπο της, ενώ ένας άλλος ισχυρίστηκε ότι δεν είχε κανέναν έλεγχο για το τι έκανε στον ύπνο του και για το λόγο αυτό είναι πιθανό να παραβίασε σεξουαλικά την εξάχρονη θετή του κόρη).
Τέλος, η εν λόγω έρευνα κατέδειξε ως σημαντικούς παράγοντες αξιόπιστων αφηγήσεων καταθέσεων τόσο το φύλο όσο και την ηλικία του παιδιού. Αποδεικνύει ειδικότερα ότι τα αγόρια, υπό το βάρος του στίγματος της παραβίασης από ενήλικο του ίδιου φύλου, είναι πιο απρόθυμα και διστακτικά στην αναλυτική περιγραφή της σεξουαλικής πράξης. Επίσης, οι συναισθηματικές τους αντιδράσεις είναι κατά το πλείστων ιδιαίτερα συγκρατημένες και περιορισμένες, καθώς θεωρούν ότι αυτό επιβάλει ο κοινωνικός ρόλος του φύλου τους, ο οποίος δεν επιτρέπει μη ανδροπρεπείς συμπεριφορές, όπως π.χ. τη συναισθηματική εκφραστικότητα. Η διεθνής βιβλιογραφία επιβεβαιώνει διαχρονικά τόσο ότι τα κορίτσια αποκαλύπτουν συχνότερα σε σχέση με τα αγόρια την παραβίαση τους, όσο και ότι τα τελευταία επιλέγουν σε μεγαλύτερο ποσοστό την άρνηση και την απόκρυψη του τραυματικού αυτού συμβάντος (DeVoe & Faller, 1999, Edinburgh, Saewyc, Thai & Levitt, 2006, Finkelhore, Hotaling, Lewis & Smith, 1990, Foster, 2017, Jackson, Newall & Backett-Milburn, 2015, Lam, 2014, lamb & Edgar-Smith, 1994, Many & Collin-Vezina, 2021, Postmus, Hoge, Davis, Johnson, Koechlein & Winter, 2015).
Δεν αναμένονται επίσης πλούσιες σε λεπτομέρειες αφηγήσεις από θύματα μικρής ηλικίας, όπου οι νοητικές, γνωστικές και κυρίως γλωσσικές τους ικανότητες είναι ακόμη υπό εξέλιξη. Σε αυτές κυρίως τις περιπτώσεις, οι δυνατότητες της περιγραφής του πλαισίου της θυματοποίησης είναι πολύ περιορισμένες. Πολλές μεταγενέστερες έρευνες επιβεβαίωσαν τα σχετικά ευρήματα, επισημαίνοντας ότι οι ισχυρισμοί ενός παιδιού προσχολικής ηλικίας δεν μπορεί να θεωρούνται εξ ορισμού ψευδείς λόγω των αναπτυξιακών του αδυναμιών και μόνο (Farrar & Goodman, 1992, Lyon, 2005, Mehrani & Peterson, 2015, Roberts & Lamb, 2010, Rocha, Marche & Briere, 2013, Walker & Lunning, 1998).
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα, μετά από σαράντα περίπου χρόνια έρευνας στο πεδίο διερεύνησης των ισχυρισμών σεξουαλικής κακοποίησης με τη λήψη δικανικών καταθέσεων, έχει οδηγηθεί στα εξής πολύ σημαντικά συμπεράσματα:
- Ακόμα και τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορεί να είναι πολύ αξιόπιστοι μάρτυρες. Δεν είναι η ηλικία αλλά ο τρόπος λήψης της συνέντευξης που διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο.
- Η προκατάληψη, οι υπαινικτικές και υποβολιμαίες τεχνικές μπορεί να καταστρέψουν κάθε στοιχείο αξιοπιστίας της κατάθεσης ανηλίκων.
- Είναι αναγκαία η χρήση θεσπισμένων αξιόπιστων δομημένων πρωτοκόλλων δικανικής συνέντευξης. Η λήψη της κατάθεσης με άλλα μέσα στερείται διεθνώς εγκυρότητας και αξιοπιστίας.
- Η υποχρεωτικότητα της εκπαίδευσης των επαγγελματιών είναι αδήριτη ανάγκη. Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι κακοί χειρισμοί στη διερεύνηση μια υπόθεση οφείλονται στην έλλειψη εκπαίδευσης όλων όσοι λαμβάνουν τις καταθέσεις ανηλίκων και διερευνούν τους ισχυρισμούς τους.
- Η επίδειξη μεγάλης αντίστασης και απροθυμίας να μιλήσουν κατά τη διάρκεια της κατάθεσης τους δεν είναι ένδειξη της αναξιοπιστίας τους. Στην πλειονότητα τους νιώθουν έντονα συναισθήματα ντροπής, ενοχής2 και φόβου (Paine & Hansen, 2002).
- Οι περισσότεροι ανήλικοι δεν αποκαλύπτουν την θυματοποίηση τους, επειδή φοβούνται τις συνέπιες που μπορεί να υποστούν τα ίδια ή/και η οικογένεια τους (Aleggia, Collin-Vezina & Lateef, 2017). Τα παιδιά μικρότερη ηλικίας συχνά δεν αναγνωρίζουν και δεν αντιλαμβάνονται τη θυματοποιήση τους (Hershkowitz, Horwitz & Lamb, 2007).
- Οι ανεπιβεβαίωτοι και αναπόδεικτοι ισχυρισμοί δεν συνεπάγονται απαραίτητα και την αναξιοπιστία ισχυρισμών του ανηλίκου (Faller, 2003).
- Η υιοθέτηση πολλών εναλλακτικών υποθέσεων και η εγκατάλειψη της μονοδιάστατης διερεύνησης των ισχυρισμών ενός παιδιού, αποτέλεσμα της μεροληψίας και των προκαταλήψεων του συνεντευκτή, επιβάλλεται από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας.
- Πολλές φορές, οι ανήλικοι δεν κατανοούν τον στόχο και την σημασία της κατάθεσης τους, παραλείποντας άθελα τους σημαντικές λεπτομέρειες (Ahem et al., 2011, Schaeffer, Leventhal & Asnes, 2011).
- Οι λειτουργίες και οι μηχανισμοί της μνήμης των κακοποιημένων παιδιών είναι όμοιες με εκείνες των μη κακοποιημένων. Σε ορισμένες ωστόσο περιπτώσεις, οι επιπτώσεις της κακομεταχείρισης τους μπορεί να επηρεάσουν, ακόμα και να αλλοιώσουν, της μνημονικές τους εγγραφές (Cicchetti, Rogosh, Howe & Toth, 2010, Goodman, Quas & Ogle, 2010). Η μνημονική ικανότητα βελτιώνεται και ο όγκος των πληροφοριών που παρέχουν τα παιδιά αυξάνεται με την ηλικία (Howe, 2011, Jack, Leov & Zajac, 2014, Malloy, Johnson & Goodman, 2013).
- Η μνήμη δεν είναι ένας εγγραφές εικόνων. Αποτελεί ένα ιδιαίτερα εύπλαστο, κατασκευαστικό, επιλεκτικό και υποκειμενικό γνωστικό μηχανισμό. Η χρήση ακατάλληλων τεχνικών μπορεί να οδηγήσει στην επιμόλυνση της και κατά συνέπεια στην καταστροφή του υπό διερεύνηση μνημονικών αποτυπωμάτων υλικού, το οποίο συνιστά συνήθως και το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο παραβίασης του θύματος.
- Τα υψηλά επίπεδα άγχους, κατά τη διαδικασία της λήψης κατάθεσης, υπονομεύουν την επικοινωνιακή ικανότητα των παιδιών, εξασθενούν την μνήμη τους και αυξάνουν τον κίνδυνο της καθοδήγησης και χειραγώγηση τους (Shields et al., 2017).
- Η συχνή χρήση ερωτήσεων «κλειστού τύπου», σε συνδυασμό με την ελλιπή υποστήριξη και ενδυνάμωση των παιδιών καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, αυξάνουν την απροθυμία τους να μιλήσουν, μειώνουν την αξιοπιστία τους και υπονομεύουν την ακρίβεια των αναφορών τους (Saywitz, Wells, Larson & Hobbs, 2016).
- Οι ανοιχτές, μη υποβλητικές ερωτήσεις μπορούν να αυξήσουν και να ενισχύσουν την αξιοπιστία και την ακρίβεια των αναφορών των παιδιών, προστατεύοντας τα από τον κίνδυνο της καθοδήγησης.
- Είναι πάντα απαραίτητη η προσαρμογή της διαδικασίας στην ηλικία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού.
- Ασυνόδευτοι ανήλικοι, πρόσφυγες, μετανάστες ή Ρομά, συναντούν σημαντικές δυσκολίες, τόσο γλωσσικές όσο και πολιτισμικές, με αποτέλεσμα είτε να επιλέγουν την απόκρυψη της θυματοποιήσης τους, είτε να καταθέτουν με μεγάλη απροθυμία και δίχως διάθεση συνεργασίας, λόγω έντονου φόβου, μεγάλου άγχους και συναισθηματικής αποδιοργάνωσης (Kennedy, 2013, Malloy, Sutherland, Rodrigues-Steen & Quas, 2020).
- Παιδία με ορισμένα συμπτώματα ψυχοπαθολογίας (π.χ. PTSD) μπορεί να έχουν πολύ καλές μνημονικές ικανότητες, ενδέχεται ωστόσο να παρουσιάσουν ελλείματα σε άλλους τομείς, οι οποίοι θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ακρίβεια των απαντήσεων (Eisen et al., 2002, 2007, Ogle et al., 2013).
- Η χρήση μη λεκτικών εργαλείων, όπως, για παράδειγμα, η ζωγραφική, τα ανατομικά διαγράμματα (‘Human Figure Drawings’ / ‘Anatomical Diagrams’), οι ανατομικές κούκλες, οι μαριονέτες κ.ά., δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσουν τη χρήση των εξειδικευμένων πρωτοκόλλων. Επίσης, δεν αυξάνουν απαραίτητα τον όγκο και την ακρίβεια των ανακαλούμενων λεπτομερειών, ιδίως όταν πρόκειται για παιδιά προσχολικής ηλικίας (Salmon, Pipe, Malloy & Mackay, 2012). Η διεθνής βιβλιογραφία επισημαίνει ότι η έλλειψη εξειδικευμένης εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη φύση τους, συχνά ενισχύουν την υποβολιμότητα, οδηγώντας σε πολλές περιπτώσεις στην εκμαίευση ψευδών ισχυρισμών.
- Οι συνεντευκτές θα πρέπει να διατηρούν την ουδετερότητα, την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα τους στις ερωτήσεις που απευθύνουν (Saywitz, Lyon & Goodman, 2010).
Οι ερευνητές προτείνουν στους επαγγελματίες που λαμβάνουν τις καταθέσεις των ανηλίκων την υιοθέτηση των παρακάτω σημαντικών κατευθυντηρίων γραμμών (O’Donohue & Fanetti, 2016):
- Να προηγείται πάντα η οικοδόμηση μιας σχέσης ασφάλειας και εμπιστοσύνης, ι οποία πρέπει να ενθαρρύνεται και να διατηρείται μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
- Να μην παραλείπεται σε καμία περίπτωση η αξιολόγηση των γνωστικών, κοινωνικών και συναισθηματικών τους δεξιοτήτων, προκειμένου να προσαρμοστεί ανάλογα η δικανική συνέντευξη.
- Να λαμβάνονται υπόψη οι ατομικές τους διάφορες.
- Να διερευνάται η τυχόν ύπαρξη ψυχικών διαταραχών που μπορεί να επηρεάσουν την κατάθεση (π.χ. σύνδρομο μετατραυματικού στρες κ.ά.).
- Να ελέγχεται η πιθανότητα παλιότερης εμπειρίας σεξουαλικής θυματοποιήσης, προκειμένου να εξεταστεί ο βαθμός της επίδρασης της στις μνημονικές λειτουργίες του παιδιού, στο περιεχόμενο των παρεχόμενων πληροφοριών, στον τρόπο κατά τον οποίο ερμηνεύει τα γεγονότα κ.λπ.
- Να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια τήρησης της αντικειμενικότητας και αποφυγής ακατάλληλων τεχνικών καθοδήγησης, χειραγώγησης και υποβολής, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν δραματικά την κατάθεση.
- Να ενθαρρύνεται κατά κύριο λόγο η ελεύθερη αφήγηση.
- Να γίνεται χρήση ερωτήσεων «ανοιχτού» τύπου.
- Να υιοθετούνται πολλές εναλλακτικές υποθέσεις.
Ο εντοπισμός και η αναγνώριση των ψευδών καταθέσεων δεν πρέπει να βασίζεται στην ικανότητα και την αξιοπιστία των ανηλίκων, αλλά στην επάρκεια του επαγγελματία, στις δεξιότητες του, στο τρόπο με τον οποίο διεξάγει τη δικανική συνέντευξη και την αξιοπιστία του πρωτοκόλλου που εφαρμόζει.
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα συστήνει αυστηρά:
α) Τη διασφάλιση εκ μέρους της Πολιτείας ότι οι καταθέσεις παιδιών με ισχυρισμούς κακοποίησης λαμβάνονται μόνο από επαγγελματίες που έχουν ειδική εκπαίδευση και εξακολουθούν να εκπαιδεύονται δια βίου. Τονίζεται με έμφαση ότι η δικανική συνέντευξη απαιτεί εξιδεικευμένες γνώσεις και σύνθετες δεξιότητες, οι οποίες δεν μπορούν να αποκτηθούν μόνο μέσω της εμπειρίας ή μίας σύντομης κατάρτισης. Οι συνεντευκτές πρέπει να είναι εξοικειωμένοι ε τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές, τις διεθνείς καλές πρακτικές και τη διεθνή βιβλιογραφία για τον διαρκή εμπλουτισμό της γνώσης τους, κυρίως όμως για την εις βάθος κατανόηση της πολυδιάστατης διαδικασίας της δικανικής συνέντευξης των παιδιών και την αποφυγή σοβαρών λαθών που μπορεί να την υπονομεύσουν. Παράλληλα, επισημαίνεται η μεγάλη σημασία της αξιολόγησης τόσο των καταθέσεων που λαμβάνονται όσο και της επάρκειας των συνεντευκτών.
β) Την αναγκαία εφαρμογή των δομημένων δικανικών πρωτοκόλλων που έχουν θεσπιστεί από την κάθε δικαιοταξία και έχουν επιστημονικά αξιολογηθεί για την εγκυρότητα και την αξιοπιστία τους.
γ) Τη υποχρεωτική βιντεοκσόπηση και την τήρηση αρχείου, προκειμένου να διασφαλιστεί η μη επαναληψιμότητα των διαδικασιών και να αποφευχθεί ο διαρκής επανατραυματισμός των ανηλίκων. Παράλληλα, με τον τόπο αυτό, καταγράφεται με μοναδική ακρίβεια κάθε λεπτομέρεια των λεγομένων του παιδιού, καθίσταται δυνατή η αξιολόγηση της δικανικής εξέτασης. Τέλος, παρέχεται έτσι η δυνατότητα μιας διεξοδικής ανάλυσης των ποιοτικών κριτηρίων της κατάθεσης μετά την ολοκλήρωση της και σε μια σε βάθος προσέγγισης της (Duke et al., 2016).
δ) Τη χρήση ερωτήσεων «ανοιχτού» τύπου και την αποφυγή τεχνικών καθοδήγησης και αλλοίωσής της μνήμης.
ε) Την ενίσχυση της ελεύθερης αφήγησης και την ενθάρρυνση της περιγραφής του γεγονότος με κάθε λεπτομέρεια, από την αρχή ως το τέλος.
στ) Την προσεκτική παρακολούθηση της δικανικής συνέντευξης από τους επαγγελματίες που την παρακολουθούν από το διπλανό δωμάτιο μεσώ κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και την παρέμβαση τους (με τον προσήκοντα πάντα τρόπο) σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο.
Πηγή: Duke et al., 2016, Everson et al., 2020, The Mendez Principles, 2021.
Τα λάθη που μπορεί να λάβουν χώρα κατά την λήψη της κατάθεσης ενός παιδιού με ισχυρισμούς σεξουαλικής κακοποίησης μπορεί να είναι πολύ σοβαρά έως και καταστροφικά (Cronch, Viljoen & Hansen, 2006).
Όπως άλλωστε γράφει και ο Bertolt Brecht (1955): «Ο σκοπός της επιστήμης δεν είναι να ανοίξει την πόρτα στην άπειρη σοφία, αλλά να θέσει κάποια όρια στα άπειρα σφάλματα».