ΑΠΟΦΑΣΗ
I.S. κατά Ελλάδας της 25.05.2023 (αρ. προσφ. 19165/20)
Αδυναμία εκτέλεσης αποφάσεων επικοινωνίας πατέρα με τα παιδιά του που μετακόμισαν με τη μητέρα τους σε νησί. Η αντίδραση των παιδιών στην επικοινωνία δεν αρκεί για δικαιολόγηση της μη επικοινωνίας! Καταδίκη για παραβίαση της οικογενειακής ζωής
ΔΙΑΤΑΞΗ – Άρθρο 8
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Παράλειψη των ελληνικών αρχών να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να εκτελεστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με τις ανήλικες κόρες του, όπως είχε οριστεί με δικαστική απόφαση – προσβολή δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή.
Ο προσφεύγων ζούσε στην Αθήνα αλλά δεν εκτελούταν η απόφαση επικοινωνίας με τα παιδιά του από το 2016. Οι κόρες του (γεννημένες το 2007 και 2011) ζούσαν στην Τήνο μαζί με τη μητέρα τους, η οποία μετακόμισε χωρίς ενημέρωση και συναίνεση του προσφεύγοντα. Ο ίδιος προέβη σε σειρά καταγγελιών σε διάφορες αρχές, χωρίς αποτέλεσμα. Επικαλούμενος το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για την αδυναμία εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων που του επιδίκασαν δικαιώματα επικοινωνίας με τα παιδιά του. Ισχυρίσθηκε ότι οι αρχές απέτυχαν επίσης να πραγματοποιήσουν τις διαταχθείσες δικαστικές πραγματογνωμοσύνες για να ερευνήσουν την ψυχολογική κατάσταση των παιδιών και τις συνθήκες διαβίωσής τους. Η ελληνικές αρχές αντέκρουσαν την προσφυγή διατεινόμενες ότι η αδυναμία του προσφεύγοντος να βλέπει τακτικά τα παιδιά του ήταν αποτέλεσμα της έντονης αντίδρασης των παιδιών για επικοινωνία.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επισήμανε ότι η μετοίκιση της μητέρας στην Τήνο με τα παιδιά, επηρέασε το δικαίωμα επικοινωνίας του προσφεύγοντος μαζί τους. Η συνέχιση του ιδίου προγράμματος επικοινωνίας και μετά την μετοίκιση της μητέρας με τα παιδιά, όπου ο πατέρας θα έπρεπε να επισκέπτεται το νησί της Τήνου δύο φορές την εβδομάδα, ήταν αδύνατη και δεν διευκόλυνε την επικοινωνία με τις κόρες του.
Το ΕΔΔΑ, απαντώντας στις αιτιάσεις των ελληνικών αρχών, ανέφερε ότι το δικαίωμα των παιδιών να εκφράζουν την δική τους άποψη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως ουσιαστική παροχή ενός δικαιώματος άνευ όρων στα παιδιά, και ότι οφείλουν να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες για τον προσδιορισμό του βέλτιστου συμφέροντός τους. Το συμφέρον των παιδιών υπαγορεύει ότι οι δεσμοί τους με την οικογένειά τους πρέπει να διατηρούνται, εκτός από τις περιπτώσεις όπου αυτό είναι κατά της υγείας και ανάπτυξής τους.
Σύμφωνα με το Στρασβούργο, εάν ένα εθνικό δικαστήριο στήριζε την απόφασή του στις απόψεις των παιδιών που είναι εμφανώς ανίκανα να διαμορφώσουν και να διατυπώσουν άποψη σχετικά με τις πραγματικές επιθυμίες τους – λόγω αντικρουόμενων θέσεων ή της έκθεσής τους σε αποξενωτική συμπεριφορά του ενός γονέα – μια τέτοια απόφαση θα αντιβαίνει στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ, καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8) γιατί οι αρχές δεν έλαβαν όλα τα εύλογα και αναγκαία μέτρα για να επιτευχθεί το δικαίωμα του προσφεύγοντος να επικοινωνήσει και να αναπτύξει ουσιαστικές σχέσεις με τις ανήλικες κόρες του, επιδικάζοντας στον προσφεύγοντα 7.500 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Το Στρασβούργο θεωρεί πως κάθε κράτος είναι υπόχρεο στην εφαρμογή του άρθρου 8 σε περιπτώσεις που αφορούν την επιβολή του δικαιώματος επικοινωνίας συνοψίζονται στην υπόθεση Ribić κατά Κροατίας (αριθ. προσφ. 27148/12, §§ 88-89 και 92-95, της 02.04.2015, και οι υποθέσεις που αναφέρονται σε αυτήν). Ως εκ τούτου, στην παρούσα υπόθεση, το καθήκον του Δικαστηρίου συνίσταται στην εξέταση του κατά πόσον οι ελληνικές αρχές έλαβαν όλα τα πρόσφορα και αναγκαία μέτρα, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, για τη διατήρηση της σχέσης μεταξύ του προσφεύγοντος και των θυγατέρων του (βλ. Bondavalli κατά Ιταλίας της 17.11.15, αριθ. προσφ. 35532/12, § 75) και στην εξέταση του τρόπου με τον οποίο παρενέβησαν για να διευκολύνουν την επαφή μεταξύ τους, όπως ορίζεται από τις σχετικές εθνικές αποφάσεις (βλ. Hokkanen κατά Φινλανδίας, της 23.11.1994 § 58). Η επάρκεια των μέτρων έπρεπε να κριθεί από την ταχύτητα της εφαρμογής τους, δεδομένου ότι η πάροδος του χρόνου θα μπορούσε να έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες για τις σχέσεις μεταξύ του προσφεύγοντος και των τέκνων του και να οδηγήσει σε de facto αποκοπή των σχέσεων του προσφεύγοντος με τα τέκνα του..
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τουλάχιστον από τον Ιανουάριο του 2016 ο προσφεύγων δεν είχε τη δυνατότητα να έχει επικοινωνία με τα παιδιά του, παρά τις αποφάσεις που του παρείχαν το δικαίωμα αυτό. Για όσο διάστημα ο τόπος παραλαβής και παράδοσης οριζόταν το αστυνομικό τμήμα Κηφισιάς, τα παιδιά εμφανίζονταν εκεί αλλά αρνούνταν να πάνε μαζί του. Αφού η G.S. μετακόμισε μόνιμα στο νησί της Τήνου, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να ακολουθήσει το πρόγραμμα επικοινωνίας, το οποίο είχε παραμείνει αμετάβλητο από τότε που ζούσαν όλοι στην Αθήνα, και δεν εμφανιζόταν τακτικά στο αστυνομικό τμήμα, όπου η G.S. εμφανιζόταν για να αφήσει τα παιδιά. Από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, φαίνεται ότι ο προσφεύγων πήγε μία φορά στο αστυνομικό τμήμα Τήνου, αλλά τα παιδιά αρνήθηκαν να πάνε μαζί του, οπότε έφυγε χωρίς να πραγματοποιηθεί η επικοινωνία.
Τα εθνικά δικαστήρια προσπάθησαν να εξακριβώσουν τους λόγους πίσω από την άρνηση των παιδιών να έχουν επαφή με τον προσφεύγοντα. Όπως αναφέρεται στην απόφαση. 3551/2017 που διέταξε ψυχιατρική αξιολόγηση των παιδιών περιλάμβανε το ερώτημα αν η άρνησή επαφής με τον πατέρα τους προερχόταν από ιδία ανεξάρτητη επιλογή ή αν είχαν επηρεαστεί από την G.S., με την οποία συνοικούσαν. Δεδομένης της επίμονης άρνησης της G.S. να συναντηθεί με τον ορισθέντα πραγματογνώμονα, εκείνος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη συνεργασίας της G.S. για την διαδικασία αξιολόγησης αποτελούσε ισχυρή ένδειξη ότι επηρέαζε τα παιδιά. Μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης κοινωνικής πρόνοιας και της ψυχολογικής έκθεσης, το Μον. Πρωτ. Αθηνών εξέδωσε την 152/2021 απόφαση, όπου αναφέρεται ότι η συμπεριφορά των παιδιών είχε επηρεαστεί και από τους δύο γονείς, καθώς και ότι παρέμενε απροσδιόριστο αν η άρνηση των παιδιών να συναντηθούν με τον πατέρα τους ήταν πηγαία ή πρόκυπτε από τη συμπεριφορά της μητέρας.
Το ΕΔΔΑ τόνισε περαιτέρω ότι ο προσφεύγων είχε αναφέρει στις αρχές τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε κατά την επαφή του με τα παιδιά ήδη από τις αρχές του 2016, ενώ διέθετε και καταγραφές από την αστυνομία ότι οι κόρες του αρνούνταν να πάνε μαζί του κάθε φορά που εμφανίζονταν στο αστυνομικό τμήμα για παραλαβή. Σε απάντηση των καταγγελιών του προσφεύγοντος σε διάφορες αρχές, τα εθνικά δικαστήρια και ο εισαγγελείς διέταξαν επανειλημμένα ψυχιατρικές αξιολογήσεις, εκθέσεις κοινωνικής πρόνοιας και συστάσεις για την G.S. και τα παιδιά, ωστόσο, κατά την άποψη του ΕΔΔΑ, δεν υπήρξε πραγματική παρακολούθηση της πορείας των εντολών που δόθηκαν που είτε δεν ολοκληρώθηκαν ή ολοκληρώθηκαν εν μέρει.
Ειδικότερα, η συνέντευξη για τους σκοπούς της έκθεσης κοινωνικής πρόνοιας που διατάχθηκε στις 2 Μαΐου 2017 δεν πραγματοποιήθηκε στον τόπο διαμονής της μητέρας και των παιδιών, αλλά στο σπίτι των γονέων της G.S. Μετά την κατάθεση της παρούσας προσφυγής, ο εισαγγελέας Σύρου διέταξε νέα έκθεση κοινωνικής πρόνοιας. Ωστόσο, ούτε αυτή η έκθεση δεν διενεργήθηκε στον πραγματικό τόπο κατοικίας των παιδιών, τον οποίο η μητέρα αρνήθηκε να αποκαλύψει, παρά το γεγονός ότι ο προσφεύγων προσπάθησε να επιστήσει την προσοχή του εισαγγελέα στο θέμα αυτό. Παρ’ όλα αυτά, καμία από τις αρμόδιες εγχώριες αρχές δεν έδωσε συνέχεια στο θέμα αυτό και δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στο φάκελο της υπόθεσης, που να προκύοπτει ότι ο εισαγγελέας προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια προκειμένου να αποκαλύψει τον πραγματικό τόπο διαμονής της G.S. μετά το πόρισμα του κοινωνικού λειτουργού. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της μητέρας ότι ο τόπος κατοικίας της ήταν γνωστός στις αρχές, ο κοινωνικός λειτουργός κατέστησε σαφές στην έκθεσή του ότι η μητέρα δεν ήθελε να αποκαλύψει πού ακριβώς έμενε η ίδια και τα παιδιά ή να επιτρέψει να πραγματοποιηθεί η αξιολόγηση για την έκθεση κοινωνικής πρόνοιας στον πραγματικό τόπο κατοικίας τους.
Οι ίδιες εκτιμήσεις ίσχυαν και για την ψυχολογική αξιολόγηση των παιδιών που διέταξαν τα εθνικά δικαστήρια στις 2 Μαΐου 2017. Παρά τα πολλαπλά ραντεβού που είχε κλείσει ο διορισμένος από το δικαστήριο πραγματογνώμονας, η G.S. δεν συναντήθηκε ποτέ μαζί του ούτε πήγε τα παιδιά να τον συναντήσουν. Ως εκ τούτου, οι ψυχολογικές εκθέσεις διενεργήθηκαν χωρίς να τους πάρουν συνέντευξη και υποβλήθηκαν στις 12 Δεκεμβρίου 2018. Ακόμη και έτσι, τα εθνικά δικαστήρια δεν θεώρησαν σκόπιμο να διατάξουν τη συμπλήρωση της έκθεσης ή να δώσουν συνέχεια στο συμπέρασμα του ψυχιάτρου πραγματογνώμονα ότι θα έπρεπε να αξιολογηθεί η ψυχολογική κατάσταση της G.S. Ακόμη και η πρόσθετη ψυχολογική και ψυχιατρική έκθεση που διέταξε ο εισαγγελέας Σύρου ανακλήθηκε χωρίς να ολοκληρωθεί. Το Δικαστήριο σημείωσε τις παρατηρήσεις της G.S. ότι ο τεχνικός σύμβουλος της προσφεύγουσας είχε παραπεμφθεί για την έκδοση ιατρικού πιστοποιητικού χωρίς να εξετάσει την ίδια ή τα παιδιά. Ωστόσο, τα συμπεράσματα του δικαστηρίου βασίζονταν στην έκθεση που υπέβαλε ο διορισμένος από το δικαστήριο πραγματογνώμονας και όχι ο τεχνικός σύμβουλος του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι η G.S. μετακόμισε στα μέσα Ιουλίου 2019 στο νησί της Τήνου χωρίς προηγούμενη γνώση ή συγκατάθεση του προσφεύγοντος. Το εθνικό δικαστήριο έκρινε G.S. είχε την επιμέλεια των παιδιών και, ως εκ τούτου, είχε το δικαίωμα να αποφασίζει για τον τόπο κατοικίας τους. Εκείνη την εποχή δεν ίσχυε ακόμη το νέο άρθρο 1519 του Αστικού Κώδικα, το οποίο απαιτούσε, πριν από την αλλαγή του τόπου κατοικίας που επηρέαζε τα δικαιώματα επικοινωνίας, τη συγκατάθεση του άλλου γονέα ή την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να παρατηρήσει ότι η μετακόμιση της G.S. σε νησί με τα παιδιά τους επηρέασε σοβαρά το δικαίωμα επικοινωνίας του προσφεύγοντος. Τα εθνικά δικαστήρια με την προσωρινή διαταγή και την 1059/2020 απόφασή τους διατήρησαν την ίδια επικοινωνία για τον προσφεύγοντα, τον οποίο υποχρέωνε να μεταβαίνει στο νησί της Τήνου περίπου δύο έως τρεις φορές την εβδομάδα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχε ο προσφεύγων, θα έπρεπε να πηγαίνει στο νησί περίπου δύο φορές την εβδομάδα, χωρίς το πρόγραμμα του πλοίου να του επιτρέπει να φτάνει εγκαίρως για την επικοινωνία με τα παιδιά του. Το εθνικό Δικαστήριο επανέλαβε ότι δεν εναπόκειται στο ίδιο να υποκαταστήσει την εκτίμηση των αρμόδιων εθνικών αρχών σχετικά με τα μέτρα που θα έπρεπε να είχαν ληφθεί, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές ήταν καταρχήν σε καλύτερη θέση να προβούν σε μια τέτοια εκτίμηση, ιδίως επειδή είχαν άμεση επαφή με το πλαίσιο της υπόθεσης και τους εμπλεκόμενους (βλ. Reigado Ramos κατά Πορτογαλίας της 22.11.2005, αριθ. προσφ 73229/01 § 53). Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορούσε να αγνοήσει τα πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, σημείωσε ότι ο προσφεύγων προσπαθούσε συνεχώς να έρθει σε επαφή με τις κόρες του από το 2016, ότι η επαφή τους σταμάτησε να πραγματοποιείται και ότι, παρά τις διάφορες αποφάσεις και συστάσεις των εθνικών δικαστηρίων και του εισαγγελέα, οι αρχές δεν είχαν βρει λύση που να του επιτρέπει να ασκήσει τακτικά το δικαίωμά του στην επικοινωνία. Οι συστάσεις του εισαγγελέα προς τον εκπρόσωπο της G.S. στις 9 Ιουλίου 2018 ή η προειδοποίησή του στις 4 Νοεμβρίου 2020 δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα για την G.S., η οποία συνέχισε να εμποδίζει τον προσφεύγοντα να ασκήσει το δικαίωμά του επικοινωνίας και εμπόδιζε τη διενέργεια των εκθέσεων που θα έριχναν φως στις συνθήκες διαβίωσης και την ψυχολογική κατάσταση των παιδιών. Η συμπεριφορά αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παρά τις νέες αποφάσεις που εκδόθηκαν το 2020 και το 2021, οι οποίες καθόρισαν ένα νέο πρόγραμμα επικοινωνίας για τον προσφεύγοντα. Προκύπτει δε ότι οι αρχές ανέχθηκαν τη συμπεριφορά της G.S., η οποία αρνήθικε να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις χωρίς να αντιμετωπίσει συνέπειες.
Η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των χωρισμένων γονέων δεν μπορούσε να απαλλάξει τις αρμόδιες αρχές από την εφαρμογή όλων των μέσων που ενδέχεται να επιτρέψουν τη διατήρηση του οικογενειακού δεσμού (βλ. απόφαση Nicolò Santilli κατά Ιταλίας της 17.12.2013, αριθ. προσφ. 51930/10 § 74, Lombardo κατά Ιταλίας της 29.01.2013, αριθ. προσφ. 25704/11 § 91 και Zavřel κατά Τσεχικής Δημοκρατίας της 18.01.2007, αριθ. προσφ. 14044/05 § 52).
Το ΕΔΔΑ έλαβε επίσης υπόψη του το επιχείρημα των ελληνικών αρχών ότι η αδυναμία του προσφεύγοντος να βλέπει τακτικά τα παιδιά του ήταν αποτέλεσμα της έντονης αντίστασης των παιδιών που διαρκούσε από το 2014. Εν προκειμένω, το ΕΔΔΑ θεώρησε σημαντικό ότι, ενώ η νομολογία του απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις των παιδιών, οι απόψεις αυτές δεν είναι κατ’ ανάγκη αμετάβλητες και οι αντιρρήσεις τους, στις οποίες πρέπει να δίνεται η δέουσα βαρύτητα, δεν αρκούν κατ’ ανάγκη για να υπερισχύσουν των συμφερόντων των γονέων, ιδίως όσον αφορά την τακτική επαφή με το παιδί τους (βλ. Raw κ.α. κατά Γαλλίας της 07.03.2013, αριθ. προσφ. 10131/11 § 94). Το δικαίωμα του παιδιού να εκφράζει τις δικές του απόψεις δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως η ουσιαστική παροχή ενός άνευ όρων δικαιώματος βέτο στα παιδιά, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλοι παράγοντες και χωρίς να διενεργείται εξέταση για τον προσδιορισμό του βέλτιστου συμφέροντός τους (βλ. C. κατά Φινλανδίας της 09.05.2006, αριθ. προσφ. 18249/02 §§ 57-59).
Το συμφέρον αυτό υπαγορεύει ότι οι δεσμοί του παιδιού με την οικογένειά του πρέπει να διατηρούνται, εκτός από τις περιπτώσεις όπου αυτό θα έβλαπτε την υγεία και την ανάπτυξή του (βλ. Neulinger και Shuruk κατά Ελβετίας [GC], αριθ. προσφ.41615/07 § 136). Επιπλέον, εάν ένα δικαστήριο στήριζε μια απόφαση στις απόψεις των παιδιών που είναι εμφανώς ανίκανα να διαμορφώσουν και να διατυπώσουν άποψη σχετικά με τις επιθυμίες τους – για παράδειγμα, λόγω της έκθεσής τους στην αποξενωτική συμπεριφορά του ενός γονέα – μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να αντιβαίνει στο άρθρο 8 της Σύμβασης (βλ. K.B. κατά Κροατίας § 143).
Τέλος, όσον αφορά την ταχύτητα της διαδικασίας, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η απόφαση με αριθ. 152/2021, η οποία, μεταξύ άλλων, εξέταζε κατά πόσον η άρνηση των παιδιών να πάνε με τον πατέρα τους ήταν πραγματική, εκδόθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2021. Ωστόσο, η επικοινωνία είχε ήδη διακοπεί τον Ιανουάριο του 2016 και ο προσφεύγων είχε θέσει το ζήτημα υπόψη των αρχών τον Φεβρουάριο του 2016, όταν ζήτησε την οριστική ρύθμιση των δικαιωμάτων επικοινωνίας του. Αν και ένα μέρος της καθυστέρησης αποδόθηκε στο γεγονός ότι η G.S. αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις αρμόδιες αρχές για τη διενέργεια της έκθεσης κοινωνικής πρόνοιας και της ψυχολογικής έκθεσης, το ΕΔΔΑ εξακολουθούσε να θεωρεί την καθυστέρηση υπερβολική. Υπενθύμισε εν προκειμένω, ότι η πάροδος του χρόνου μπορούσε να έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες στις σχέσεις μεταξύ του προσφεύγοντος και των παιδιών του (βλ, Improta κατά Ιταλίας της 04.05.2017, αριθ. προσφ. 66396/14, § 45, 04.05.2017 και T.C. κατά Ιταλίας, της 19.05.2022 αριθ. προσφ. 54032/18 § 58).
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ελληνικές αρχές δεν έλαβαν όλα τα αναγκαία μέτρα που θα μπορούσαν να απαιτηθούν από αυτές για να επιβάλουν το δικαίωμα του προσφεύγοντος να έχει επικοινωνία και να δημιουργήσει ουσιαστική σχέση με τις κόρες του και διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα το ποσό των 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).