Μια σημαντική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου βλέπει το φως της δημοσιότητας και αφορά την επικοινωνία διαζευγμένων πατεράδων. Έλληνας πατέρας προσέφυγε στα Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και εκπροσωπήθηκε από τους Δικηγόρους Αθηνών Ανδρέα Αναγνωστάκη και Ανδρέα-Αλέξιο Αναγνωστάκη και δικαιώθηκε.
Ι. Εισαγωγή.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων (EUROPEAN COURT OF HUMAN RIGHTS), την 23-5-2023, εξέδωσε και δημοσίευσε Απόφασή του, επί Προσφυγής ΚΑΤΑ Ελλάδας.
Η Απόφαση αυτή, την 23-8-2023, έγινε τελεσίδικη. Ο προσφεύγων Έλληνας πατέρας εκπροσωπήθηκε στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο από τους Δικηγόρους Αθηνών Ανδρέα Αναγνωστάκη και Ανδρέα-Αλέξιο Αναγνωστάκη.
Η Ελληνική Κυβέρνηση εκπροσωπήθηκε από εντεταλμένη Αντιπρόσωπό της, Δικαστική Πληρεξούσια στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
Η πρώην σύζυγος του προσφεύγοντος έκανε παρέμβαση, με την άδεια του Προέδρου του Τμήματος. Υπέβαλε σχετικούς γραπτούς ισχυρισμούς και κατέθεσε έγγραφα προς απόδειξή τους.
ΙΙ. Περιεχόμενο.
Το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον οι Ελληνικές Αρχές έλαβαν όλα τα αναγκαία μέτρα για να επανενώσουν και να διατηρήσουν την οικογενειακή σχέση, μεταξύ του προσφεύγοντος και των δύο ανήλικων θυγατέρων του.
Επίσης ασχολήθηκε με την εξέταση του τρόπου, με τον οποίο παρενέβησαν ή όχι οι Ελληνικές Αρχές, για να διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ τους, κατά τις Αποφάσεις των Ελληνικών δικαστηρίων που είχαν εκδοθεί και δημοσιευτεί.
Στην Απόφασή του, εξ αρχής, το Ευρωπαϊκό δικαστήριο επισημαίνει, ότι η επάρκεια των άνω μέτρων επανένωσης και διατήρησης, κρίνεται από την ταχύτητα της εφαρμογής τους. Διότι η πάροδος του χρόνου φέρει ανεπανόρθωτες συνέπειες στις σχέσεις του προσφεύγοντος και των θυγατέρων του και οδηγεί σε “de facto” κατάσταση.
Στο ουσιαστικό μέρος, το Δικαστήριο δέχτηκε, πως η μητέρα των παιδιών αρνιόταν να συναντηθεί με την Πραγματογνώμονα που είχε οριστεί παρά των Ελληνικών Δικαστηρίων για ψυχολογική έρευνα εκείνης και των παιδιών. Αγνόησε διαταγές Εισαγγελέων για ψυχιατρικές εξετάσεις και εκτιμήσεις, της ίδιας και των παιδιών, παρά ειδικών. Αγνόησε διαταγές για εκθέσεις Κοινωνικής Έρευνας και Συστάσεις σχετικά με τις αρνήσεις της, στη διεξαγωγή της επικοινωνίας.
Μεταξύ των άλλων, η Απόφαση παραθέτει, πως η πρώην σύζυγος του προσφεύγοντος διατηρούσε τον τόπο της κατοικίας, αυτής και των παιδιών, άγνωστο, για να μην είναι δυνατή η παραλαβή, απ’ αυτήν, των παιδιών για επικοινωνία. Μέχρι και σε νησί μετακίνησε τα παιδιά οπότε εμποδίστηκε σοβαρά η άσκηση της επικοινωνίας.
Σε όλη αυτή την κατάσταση των αρνήσεων και των εξαφανίσεων, οι Ελληνικές Αρχές και ο Εισαγγελέας δεν είχαν βρει λύση για διευκόλυνση και επαναφορά της επικοινωνίας πατέρα-παιδιών παρά τις συνεχείς προσπάθειες του προσφεύγοντα ν’ απαιτήσει επικοινωνία που διακόπηκε και σταμάτησε από το 2016. Έτσι η μητέρα κατήργησε από το έτος 2014 μέχρις σήμερα εντελώς την επικοινωνία, που είχαν ρυθμίσει τα Ελληνικά δικαστήρια.
Το Ευρωπαϊκό δικαστήριο έκρινε, πως οι Ελληνικές Αρχές ανέχονταν την συμπεριφορά της μητέρας, η οποία αντιστέκονταν στην συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις χωρίς να αντιμετωπίσει καμία συνέπεια, με συνέπεια να μην υπάρξει μέχρι σήμερα, κανένα αποτέλεσμα.
Η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο, πως η κατάργηση της επικοινωνίας οφείλεται σε έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των χωρισμένων γονέων.
Το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς και απάντησε, ότι, εξ αυτού του λόγου, δεν μπορούν να απαλλαγούν οι Ελληνικές Αρχές από την εφαρμογή όλων των Μέσων και Μέτρων, για την διατήρηση του οικογενειακού δεσμού. Δηλαδή δέχτηκε, πως η έλλειψη συνεργασίας των γονέων, δεν μπορεί να καταργεί, ή ν’ αλλοιώνει, την δικαστικά ρυθμισμένη επικοινωνία.
Η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η κατάργηση της επικοινωνίας ήταν αποτέλεσμα ισχυρής αντίστασης των παιδιών. Το Ευρωπαϊκό δικαστήριο απέρριψε και τον ισχυρισμό αυτό και απάντησε, ότι, για την επικοινωνία, λαμβάνονται υπ’ όψη οπωσδήποτε οι απόψεις των παιδιών γι’ αυτήν. Αλλά οι αποφάσεις αυτές δεν είναι απαραίτητα αμετάβλητες. Και οι αντιρρήσεις των παιδιών δεν επαρκούν, κατ΄ ανάγκη, για να υπερισχύσουν των συμφερόντων των γονέων. Ειδικά του δικαιώματος αυτών για τακτική επικοινωνία με τα παιδιά τους.
Αυτή η διαπίστωση είναι εξαιρετικά σημαντική, διότι θεμελιώνει διεκδικήσιμο δικαίωμα στους γονείς, να βλέπουν τα παιδιά τους και παρά την άρνησή τους. Υποβολιμαία ή μη.
Συνεχίζει παραθέτοντας, πως το δικαίωμα του παιδιού να εκφράζει τις δικές του απόψεις, δεν θεωρείται ότι του δίνει ένα άνευ όρων δικαίωμα αρνησικυρίας σ’ αυτό, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη και άλλοι παράγοντες, και χωρίς να διενεργείται από ειδικούς, αναλυτική εξέταση για τον προσδιορισμό του βέλτιστου συμφέροντός του. Το συμφέρον αυτό, συνήθως, υπαγορεύει την διατήρηση των δεσμών του παιδιού με την οικογένειά του, εκτός από τις περιπτώσεις που βλάπτεται η υγεία ή η ανάπτυξή του.
Με έμφαση παραθέτει, πως εάν ένα εγχώριο Δικαστήριο, στήριξε μία Απόφασή του στις απόψεις των παιδιών, που είναι ανίκανα να διαμορφώσουν και να διατυπώσουν σωστή γνώμη, σχετικά με τις επιθυμίες τους, ένεκα στενών αφοσιώσεων στην μητέρα, ή ένεκα της έκθεσής τους, στην απαξιωτική συμπεριφορά της, αυτή η Απόφασή του θα είναι αντίθετη με το άρθρο 8 της Σύμβασης και διαρρηκτέα ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Τέλος το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι οι Ελληνικές Αρχές δεν έλαβαν όλα τα αναγκαία μέτρα που θα μπορούσαν εύλογα να απαιτηθούν, για την άσκηση του δικαιώματος του προσφεύγοντος να έχει επικοινωνία και να δημιουργήσει σχέση με τις κόρες του και αποφάνθηκε πως υπήρξε παραβίαση, εκ μέρους της Ελλάδος, του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Έκρινε ότι το Ελληνικό Κράτος οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.
Αυτές οι παραδοχές υποχρεώνουν σε συμμόρφωση το Ελληνικό Κράτος.
Η Απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου διαβιβάζεται στην Επιτροπή Υπουργών η οποία εποπτεύει την εκτέλεση της Απόφασης, παρά της Ελλάδας.
Είναι βέβαιο, πως η Απόφαση αυτή του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου θα οδηγήσει την Ελλάδα σε ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ μεταβολές, σχετικά με την επιμέλεια και την επικοινωνία των ανήλικων παιδιών, που προέρχονται από διαζευγμένους γονείς. Το ίδιο θα συμβεί και με τους πατεράδες χωρίς γάμο.
Επίσης θα οδηγήσει στον τερματισμό των συγκεκριμένων παραβιάσεων, σε βάρος του προσφεύγοντος και την επανόρθωση των συνεπειών, δια της λήψης κατάλληλων και συγκεκριμένων μέτρων.