Σύμφωνα με την απόφαση 27/2023 του Αρείου Πάγου κρίνεται αντιμέτωπος με ποινή φυλάκισης έως και 3 έτη όποιος από τους διαζευγμένους γονείς παρεμποδίζει την επικοινωνία του άλλου γονέα με το παιδί, αγνοώντας σχετική δικαστική απόφαση. Η απόφαση σχετίζεται με εκατοντάδες περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με δικαστικές αποφάσεις οικογενειακού δικαίου και αφορά σε περίπτωση μητέρας που καταδικάστηκε σε 15 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή για παραβίαση δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση, καθώς εμπόδιζε την επικοινωνία του παιδιού με τον πατέρα.
Σύμφωνα με το ιστορικό, το ζευγάρι τον Ιούλιο του 2011 απέκτησε ένα γιό, αλλά «λίγες μέρες μετά τη γέννησή του, η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε και η επιμέλεια του ανηλίκου ανατέθηκε στη μητέρα του με την οποία και διέμενε». Η επικοινωνία γονέα – τέκνου είχε ρυθμιστεί με απόφαση του Μονομελούς Εφετείου και εφαρμοζόταν κανονικά. Όμως, «αίφνης το Πάσχα του έτους 2016 ο ανήλικος υιός αρνήθηκε να ακολουθήσει τον πατέρα του και έκτοτε διάκειται αρνητικά απέναντι του με αποτέλεσμα κάθε επικοινωνία να είχε αποκλειστεί». Υπ’ αυτό το πρίσμα και μετά από άσκηση ασφαλιστικών μέτρων από τον πατέρα, καθορίστηκε προσωρινά η επικοινωνία «κατά τρόπο ιδιαίτερα περιορισμένο και με παρουσία παιδοψυχολόγου και παιδοψυχίατρου, πλην όμως και πάλι η επικοινωνία τους δεν αποκαταστάθηκε, καθώς ο ανήλικος αρνούνταν πεισματικά να εισέλθει στο ιατρείο της παιδοψυχίατρου».
Η μητέρα ισχυρίσθηκε ότι «η ματαίωση της ρυθμισθείσας επικοινωνίας δεν οφείλεται στην ίδια αλλά στην επίμονη άρνηση του ανήλικου υιού της, ο οποίος δεν επιθυμούσε να επικοινωνήσει με τον πατέρα του, παρά τις δικές της διαρκείς παραινέσεις, νουθεσίες και προτροπές», οδηγώντας σε ματαίωση της επικοινωνίας 34 φορές μέσα σε 4 μήνες. Υπό την ισχύ των ασφαλιστικών μέτρων η παιδοψυχολόγος κατέθεσε ότι η μητέρα έκανε συνεχείς παρεμβάσεις στην απόπειρά της να δημιουργηθεί επαφή με τον ανήλικο και τον πατέρα του. Προσέθεσε ότι κατά την πρώτη συνεδρία η μητέρα αποχώρησε «προκαλώντας την άμεση αντίδραση του ανηλίκου», ενώ κατά τη δεύτερη συνεδρία αρνήθηκε να μιλήσει με την παιδοψυχολόγο. Το Μονομελές Εφετείο της Πελοποννήσου έκρινε, ότι οι ενέργειες αυτές της μητέρας, γίνονταν στο πλαίσιο της προσπάθειάς της για πλήρη αποξένωση του παιδιού από τον πατέρα του, αναφέροντας ότι «με πρόθεση αποφάσισε να παραβιάσει κατ’ εξακολούθηση τη δικαστική απόφαση και να μην επιτρέψει την επικοινωνία του ανηλίκου με τον πατέρα του, επιθυμώντας την πλήρη αποξένωσή του από αυτόν και επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη» και την καταδίκασε σε φυλάκιση 15 μηνών με τριετή αναστολή.
Στη συνέχεια η μητέρα προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας την αναίρεση της απόφασης σε βάρος της, λόγω πλημμέλειας και έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος απέρριψε όλους τους λόγους αναίρεσης, προέβαλε αυτούς ως απαράδεκτους και της επιδίκασε τα δικαστικά έξοδα, καθώς κρίθηκε, ότι επεδίωκε με μεθοδεύσεις την πλήρη αποξένωση του παιδιού από τον πατέρα του, καθώς ο γιος αρνείτο πεισματικά να δεχθεί να συναντηθεί με τον πατέρα του «εξαιτίας των χειρισμών της μητέρας του» και ότι «είναι αληθές ότι ο ανήλικος δεν επιθυμούσε να επικοινωνεί με τον πατέρα του, πλην όμως η άρνηση αυτή ήταν επίκτητη και οφειλόμενη στη συμπεριφορά της μητέρας του».
Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο έκρινε, ότι η μητέρα «με πρόθεση αποφάσισε να παραβιάσει κατ’ εξακολούθηση τη δικαστική απόφαση και να μην επιτρέψει την επικοινωνία του ανηλίκου με τον πατέρα του, επιθυμώντας την πλήρη αποξένωσή του από αυτόν και επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη», δέχθηκε την απόφαση του Εφετείου Πελοποννήσου σε βάρος της μητέρας και τις επιδίκασε τα δικαστικά έξοδα.
Ακολουθεί η απόφαση: