Αποφάσεις Ελληνικών Δικαστηρίων για την κατοχύρωση του Δικαιώματος Γονέα – Τέκνου, Επικοινωνία και οι προσδιοριστικοί τους παράγοντες.

13.12.2023

Συγγραφείς:

Κουκούλης Ανδρεας Νικόλαος, Τμήμα Νομικής, Νομική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης,

Τσέλλου Μαρία, Τμήμα Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 

Ρουγκάλα Βασιλική, Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας, Σχολή Οικονομικών Επιστημών και Επιχειρήσεων, Πανεπιστήμιο Πατρών,

Βασοπούλου Φλώρα, Κέντρο Εφηβικής Ιατρικής και Έδρα UNESCO για την Υγεία των Εφήβων, Πρώτο Τμήμα και Νοσοκομείο Παίδων Αγία Σοφία

Παπαδοδήμα Σταυρούλα, Παιδιατρική, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Περίληψη 

Ιστορικό: Υπάρχει μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι ο χωρισμός ενός παιδιού από τον έναν γονέα μετά το διαζύγιο θέτει σε κίνδυνο την ανάπτυξη και την ευημερία του παιδιού. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να προσδιοριστεί πώς αντιμετωπίζουν τα ελληνικά δικαστήρια τις υποθέσεις γονικής αποτροπής επικοινωνίας με τα παιδιά τους και ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τις δικαστικές αποφάσεις. 

Μέθοδοι: Έγινε αναζήτηση στις ελληνικές νομικές βάσεις δεδομένων «ΝΟΜΟΣ» και «Ισοκράτης» και αξιολογήθηκαν συσχετισμοί μεταξύ δικαστικών αποφάσεων, καθώς και τρόποι πρόληψης επικοινωνίας και πολλές παράμετροι. 

Αποτελέσματα/Συμπεράσματα: Συνολικά ανακτήθηκαν 50 υποθέσεις νόμου για την πρόληψη της γονικής επικοινωνίας για τη χρονική περίοδο από το 1992 έως το 2019. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μητέρες φέρεται συχνότερα να παρεμβαίνουν στην επικοινωνία πατέρα-παιδιού. Ακολουθήθηκαν τόσο οι άμεσες όσο και οι έμμεσες μέθοδοι παρεμβολής στην επικοινωνία. Σε περιπτώσεις ενός μόνο παιδιού, ακολουθήθηκε συχνότερα η μέθοδος της έμμεσης παρέμβασης. Οι δικαστικές αποφάσεις δεν επηρεάστηκαν από την ηλικία και το φύλο του παιδιού, το φύλο του γονέα που εμποδίζει την επικοινωνία, τον αριθμό των παιδιών, το φύλο του παιδιού και αν το παιδί είναι του ίδιου φύλου με τον γονέα που εμποδίζει ή τον εμποδίζει, τον τρόπο πρόληψης και την αναφορά στη γονική αποξένωση.

Συζήτηση

Την τελευταία δεκαετία, έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση στις οικογένειες που αντιμετωπίζουν ζητήματα χωρισμού και διαζυγίου, και ειδικότερα προβλήματα επαφής γονέα-παιδιού. Η μελέτη του Johnston υποστήριξε τις στάσεις των παιδιών απέναντι και στους δύο γονείς μετά το διαζύγιο και περιγράφεται καλύτερα από μια συνέχεια από θετική σε αρνητική. Οι ηπιότερες μορφές γονικής ευθυγράμμισης με τον έναν γονέα και ήπιας απόρριψης του άλλου θεωρούνται σχετικά φυσιολογικές, ακόμη και πριν από το διαζύγιο. Οι διαφορές στον χαρακτήρα, την ηλικία, το φύλο, τη γνωστική ικανότητα, τα κοινά ενδιαφέροντα και τις γονικές πρακτικές και το στυλ μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τα παιδιά να προτιμούν τον έναν γονέα από τον άλλο, αν και αυτές οι συσχετίσεις μπορεί να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου καθώς το παιδί μεγαλώνει με μεταβαλλόμενες αναπτυξιακές ανάγκες και καταστάσεις. Είναι πιο ασυνήθιστο για τα παιδιά να επιδεικνύουν σαφή ευθυγράμμιση με τον έναν γονέα και να θέλουν περιορισμένη επαφή με τον μη προτιμώμενο γονέα μετά το διαζύγιο. Τα περισσότερα ευθυγραμμισμένα παιδιά δεν απορρίπτουν εντελώς τον άλλο γονέα. Αντίθετα, τείνουν να εκφράζουν κάποια αμφιθυμία απέναντι σε αυτόν τον γονέα, συμπεριλαμβανομένου του θυμού, της λύπης και της αγάπης. Στο άκρο της συνέχειας βρίσκονται τα παιδιά που έχουν ακραία ευθυγράμμιση με τον έναν γονέα, ενώ αντιστέκονται έντονα και αδικαιολόγητα ή αρνούνται εντελώς την επαφή με τον άλλο γονέα χωρίς εμφανή αμφιθυμία ή ενοχή.

Η αρνητική συμπεριφορά και η στάση των παιδιών προς έναν γονέα θεωρείται ότι έχουν πολλαπλούς καθοριστικούς παράγοντες. Όλα τα μέρη εμπλέκονται στο πρόβλημα -τόσο οι ευθυγραμμισμένοι, όσο και οι απορριφθέντες γονείς- εκτός από τις ευπάθειες μέσα στα ίδια τα παιδιά. Η απόρριψη των γονέων, είτε ο πατέρας, είτε η μητέρα, μπορεί να σχετίζεται με ελλείμματα στη γονική τους ικανότητα, τα οποία επιδεινώνονται, καθώς ο γονέας αισθάνεται ανίσχυρος λόγω της συμμαχίας εναντίον του/της. Από την άλλη πλευρά, οι ευθυγραμμισμένοι γονείς μπορεί να συμβάλλουν στην αποξένωση ενός παιδιού από τον άλλο γονέα. Έχει προταθεί, ότι η συμπεριφορά της μητέρας μπορεί να διαταράξει τη σχέση πατέρα-παιδιού πιο αποτελεσματικά από ό,τι η συμπεριφορά του πατέρα μπορεί να διαταράξει τη σχέση μητέρας-παιδιού, πιθανώς επειδή οι μητέρες έχουν πιο εξαρτημένο δεσμό και καλύτερη πρόσβαση στα παιδιά τους και στη συνέχεια έχουν αυξημένες ευκαιρίες να ασκήσουν επιρροή.

Εκτός από παράγοντες που σχετίζονται με τους γονείς (γονικές πρακτικές, προσωπικότητα, ψυχική υγεία κ.λπ.) και τη σχέση τους πριν και μετά το διαζύγιο, παράγοντες που αφορούν το παιδί (ηλικία, γνωστική ικανότητα, ιδιοσυγκρασία, ευαλωτότητα, ειδικές ανάγκες και ανθεκτικότητα) και η πορεία της διαδικασίας αντιδικίας έχουν, επίσης, αναγνωριστεί ως δυναμικοί παράγοντες που συμβάλλουν και διευκολύνουν.

Συμπερασματικά, μπορεί να υποστηριχθεί, ότι το πρόβλημα της επαφής γονέα-παιδιού είναι ένας γενικά ευρύτερος όρος που καλύπτει διαφορετικούς τύπους σχέσεων και συμπεριφορών γονέα-παιδιού, πιο συγκεκριμένα:

(1) Μια συσχέτιση για έναν γονέα που συνδέεται με την ηλικία, το φύλο, τα κοινά ενδιαφέροντα ή μια παρατεταμένη απουσία του γονέα, η οποία θεωρείται σχετικά φυσιολογική, μερικές φορές ακόμη και πριν από το διαζύγιο.

(2) Μια ευθυγράμμιση (που προκύπτει από μια σύγκρουση αφοσίωσης) με έναν γονέα ως μηχανισμό αντιμετώπισης του γονικού χωρισμού και ήπιας απόρριψης του άλλου γονέα.

(3) Μια ρεαλιστική αποξένωση (δικαιολογημένη απόρριψη), συνήθως σε σχέση με διαπροσωπική βία και/ή κακοποίηση παιδιών.

(4) Αποξένωση (αδικαιολόγητη απόρριψη), όπου ο ένας γονέας μπορεί να επηρεάσει ή να πιέσει το παιδί να πιστέψει, ότι ο άλλος γονέας είναι κακός, λάθος ή επικίνδυνος, αν και δεν είναι, με αποτέλεσμα το παιδί να εκφράζει φόβο, θυμό, αντίσταση ή απόρριψη προς τον άλλο γονέα.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι προαναφερθείσες καταστάσεις αποτελούν μάλλον μια συνέχεια χωρίς σαφή όρια και έχουν πολλές γκρίζες ζώνες, με αμφότερους τους γονείς (και άλλα μέρη όπως αδέρφια και άλλα) να εμπλέκονται στην αιτιολογία τους. Από την άλλη πλευρά, είναι εξαιρετικά σημαντικό για την προστασία και την ευημερία του παιδιού να εντοπίζονται και να αντιμετωπίζονται κατάλληλα οι περιπτώσεις διαπροσωπικής βίας και κακοποίησης παιδιών, καθώς και περιπτώσεις αποξένωσης.

Για τους παραπάνω λόγους, μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ιατροδικαστές, οι δικηγόροι και οι δικαστές είναι ο σημαντικός αριθμός περιπτώσεων κατά τις οποίες τα παιδιά απορρίπτουν έναν γονέα μετά το διαζύγιο. Δεδομένης της γενικής αβεβαιότητας στον τομέα, καθώς και της αβεβαιότητας για τα γεγονότα συγκεκριμένων υποθέσεων, πολλοί γονείς και παιδιά που εμπλέκονται σε αυτές εξυπηρετούνται καλά από το σύστημα οικογενειακής δικαιοσύνης. Οι αποφάσεις ενός δικαστηρίου μπορεί να είναι αναποτελεσματικές λόγω της πολυπλοκότητας της κατάστασης και της έλλειψης συμφωνίας μεταξύ των δύο μερών.

«Σύνδρομο γονικής αποξένωσης (PAS)» ή «γονική αποξένωση» έχουν χρησιμοποιηθεί ως όροι στα δικαστήρια στην Αυστραλία και στην Ευρώπη σε περιπτώσεις υποτιθέμενης σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Η κύρια ιδέα είναι, ότι ο ένας γονέας καθοδηγεί το παιδί να ισχυριστεί ότι υφίσταται κακοποίηση, ώστε να χειραγωγήσει τα δικαστικά αποτελέσματα, αν και ο γονέας γνωρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για το παιδί. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι γονικές συμπεριφορές αποξένωσης σχετίζονται συνήθως με μητέρες που έχουν περιγραφεί ως «χειριστικές, ψυχικά διαταραγμένες, που υποφέρουν από αυταπάτες και τελικά βλάπτουν τα παιδιά τους με σκοπό να τιμωρήσουν τον πατέρα». Φαίνεται, ωστόσο, ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι γονείς πιστεύουν, ότι το παιδί τους κινδυνεύει και χρειάζεται προστασία και οι γονεϊκές αποξενωτικές συμπεριφορές συμβαίνουν χωρίς την πρόθεση να καταστρέψουν τη σχέση του παιδιού με τον άλλο γονέα, αν και τελικά αυτές οι συμπεριφορές ευθύνονται ή συμβάλλουν σε αυτό το αποτέλεσμα. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι ισχυρισμοί για γονική αποξένωση μπορεί συχνά να χρησιμοποιούνται από κακοποιούς πατέρες για να καλύψουν και να υπονομεύσουν την ενδοοικογενειακή βία και την κακοποίηση στα δικαστήρια κατά τη διάρκεια των ρυθμίσεων για την επιμέλεια των παιδιών. Η έννοια της γονικής αποξένωσης έχει αμφισβητηθεί λόγω των επιβλαβών επιπτώσεων που μπορεί να έχει στα θύματα ενδοοικογενειακής κακοποίησης, κυρίως στις μητέρες και στα παιδιά τους. Σύμφωνα με τη δήλωση των Εμπειρογνωμόνων για τις Διακρίσεις και τη Βία κατά των Γυναικών (EDVAW), η κατάχρηση του όρου «γονική αποξένωση» και άλλων παρόμοιων εννοιών και όρων αποθαρρύνεται δεδομένου, ότι αυτή η τακτική θα μπορούσε να επικαλεστεί την άρνηση της επιμέλειας του παιδιού στη μητέρα και να την παραχωρήσει σε πατέρα που κατηγορείται για βία από στενό σύντροφο κατά τρόπο που αγνοεί το παιδί.

Η στάθμιση των αποδεικτικών στοιχείων και οι γνωματεύσεις των ειδικών για την αντιμετώπιση των καταστάσεων και τη λήψη μιας δικαστικής απόφασης με στόχο το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού είναι μια απίστευτα προκλητική και περίπλοκη διαδικασία. Η συνεργασία μεταξύ επαγγελματιών ψυχικής υγείας και οικογενειακής δικαιοσύνης για την ανάπτυξη και εφαρμογή αποτελεσματικών παρεμβάσεων προσαρμοσμένων στις ανάγκες της συγκεκριμένης οικογένειας είναι εξαιρετικής σημασίας. Είναι γενικά αποδεκτό, ότι η μεγάλη πρόκληση στην πράξη είναι να γίνει διάκριση μεταξύ της αποξένωσης (αδικαιολόγητη απόρριψη) και της ρεαλιστικής αποξένωσης (δικαιολογημένη απόρριψη λόγω διαπροσωπικής βίας ή κακοποίησης παιδιών). Ωστόσο, υπάρχει διαφωνία σχετικά με τον βαθμό στον οποίο τα οικογενειακά δικαστήρια μπορούν να ανταποκριθούν σε υποθέσεις αποξένωσης και διαπροσωπικής βίας, καθώς και σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να εξισορροπήσουν τους κινδύνους αποτυχίας εντοπισμού τους. Η διαφοροποίηση μεταξύ παιδικής κακοποίησης ή/και οικογενειακής βίας και διαφορετικών επιπέδων προβλημάτων επαφής γονέα-παιδιού (συμπεριλαμβανομένης της γονικής αποξένωσης) απαιτεί σχολαστικό έλεγχο, αξιολόγηση και εξέταση της συμπεριφοράς γονέων και παιδιών, πάντα στο πλαίσιο των πολλαπλών και αλληλένδετων κοινωνικοπολιτικών, οικογενειακών, συντρόφων και ατομικών παραγόντων. Η διαφοροποίηση της φύσης και της σοβαρότητας των προβλημάτων επαφής γονέα-παιδιού, αν και τις περισσότερες φορές αποτελεί πρόκληση, είναι κρίσιμη για τον προσδιορισμό της καταλληλότερης παρέμβασης.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, η ευθύνη για τον ανήλικο, δηλαδή για τέκνο κάτω των 18 ετών, συνιστά δικαίωμα και ευθύνη των γονέων, οι οποίοι καταρχήν πρέπει να την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την ανατροφή / ανατροφή, επίβλεψη, εκπαίδευση και εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον καθορισμό της κατοικίας του τέκνου (Α.Κ., άρθρο 1510). Ως εκ τούτου, η γονική μέριμνα απονέμεται και στους δύο γονείς κατά τη γέννηση του παιδιού και δεν αφαιρείται από τον έναν ή και τους δύο εκτός εάν υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Σε περίπτωση διαζυγίου, εάν οι γονείς δεν συμφωνήσουν για τον τρόπο άσκησης της ευθύνης και κατανομής συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, το δικαστήριο ρυθμίζει τα παραπάνω. Σύμφωνα με το άρθρο 1520 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας μαζί του. Σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο, οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίσουν το παιδί να επικοινωνήσει με τους μακρινούς συγγενείς του στους συγγενείς της ανοδικής γραμμής, εκτός αν συντρέχει σοβαρός λόγος. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες έχουν το ίδιο αυτοτελές δικαίωμα για προσωπική επαφή με το παιδί (εγγόνι), ακόμη και σε περίπτωση θανάτου του γονέα που ήταν τέκνο τους. Η παραβίαση του ανωτέρω δικαιώματος επισύρει κυρώσεις με προσωπική κράτηση ή/και πρόστιμα (άρθρα 950 και 947 ΚΠολΔ).

Στην Ελλάδα, υποθέσεις που αφορούν καταγγελίες για παρεμπόδιση της επικοινωνίας γονέα-παιδιού φτάνουν στα δικαστήρια συνήθως μετά από ενέργεια του ενός γονέα.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, σε περίπτωση που ανήλικος πέσει θύμα ενδοοικογενειακής βίας, εάν υπάρχει απαίτηση από τον άλλο γονέα, στενό συγγενή του παιδιού, εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο για την αποτροπή άσκησης οποιασδήποτε μορφής βίας στο παιδί (Ν. 3500/2006, άρθρο 12, 18). Αυτά τα μέσα περιλαμβάνουν την ολική ή μερική άρση της γονικής μέριμνας από έναν γονέα ή την απομάκρυνση του δράστη από την οικογενειακή κατοικία. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να του/της απαγορεύσει να πλησιάσει τις κατοικίες των παιδιών ή ακόμα και τα σχολεία. Το ίδιο φυσικά καλύπτει και κάθε άλλου είδους κακοποίηση, σεξουαλική ή ψυχολογική, ή παραμέληση. Οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να συμμορφώνονται με το πρότυπο του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, όπως αυτό απορρέει από το άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η απόφαση για τη γονική μέριμνα λαμβάνεται σε άλλη δίκη, ταυτόχρονα ή όχι, με τη δίκη για την αποτροπή της επικοινωνίας γονέα-παιδιού.

Στην παρούσα μελέτη συζητήσαμε (α) προβλήματα επικοινωνίας γονέα-παιδιού, με έμφαση στην πρόληψη (παρέμβαση) της επικοινωνίας γονέα-παιδιού και της αποξένωσης γονέα. (β) αναφέρθηκε στις ανησυχίες που προκύπτουν σε περίπτωση καταγγελιών για κακοποίηση παιδιών κατά τη διάρκεια της δίκης και (γ) κατέγραψαν περιπτώσεις παρεμπόδισης γονικής επικοινωνίας που έφτασαν στα ελληνικά δικαστήρια και προσδιόρισαν τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και τους παράγοντες που μπορεί να επηρέασαν τη δικαστική απόφαση. Συνολικά βρέθηκαν 50 υποθέσεις στις ελληνικές νομικές βάσεις δεδομένων από το 1992 έως το 2019. Προφανώς δεν περιλαμβάνονται όλες οι υποθέσεις στις παραπάνω βάσεις δεδομένων, ενώ ακόμη και στις υπάρχουσες λείπουν πολλές λεπτομέρειες λόγω Νόμου περί Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Αυτοί είναι δύο μεθοδολογικοί περιορισμοί που πρέπει να λάβουμε υπόψη πριν ερμηνεύσουμε τα ευρήματα και εξάγουμε συμπεράσματα. Ωστόσο, ακόμη και με την παρουσία των παραπάνω περιορισμών, πιστεύουμε ότι τα αποτελέσματα αυτά είναι ενδεικτικά της κατάστασης στην Ελλάδα.

Στο δείγμα μας, οι μητέρες φέρεται να εμπόδιζαν την επικοινωνία των παιδιών με τους πατέρες τους πιο συχνά (60% των περιπτώσεων), κάτι που περιγράφεται καλά στη βιβλιογραφία. Τα παιδιά σε δικαστικές οικογενειακές διαμάχες έχουν δείξει περισσότερα στοιχεία ευθυγράμμισης με τις μητέρες τους και αντίστοιχα περισσότερα στοιχεία απόρριψης των πατέρων τους. Στη μελέτη τους σχετικά με τις αποφάσεις του οικογενειακού δικαίου στις ΗΠΑ, οι Meier και Dickson διαπίστωσαν, ότι το 82% των αξιώσεων αποξένωσης υποβλήθηκαν από πατέρες. Αυτό ήταν συνεπές με το γεγονός ότι οι περισσότεροι γονείς που ξεκινούσαν με την κύρια επιμέλεια (75%) ήταν μητέρες. Η πρόληψη της γονικής επικοινωνίας αποδίδεται κυρίως στον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί και «τα ελληνικά οικογενειακά δικαστήρια ευνοούν συστηματικά τις μητέρες σε διαδικασίες επιμέλειας παιδιού ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η διαμονή με τον πατέρα θα ήταν σαφώς προς το συμφέρον του παιδιού».

Στις περισσότερες περιπτώσεις (62,0%) υπήρχε μόνο ένα μόνο παιδί στη χωρισμένη οικογένεια. Ειδικά στην περίοδο μετά τον χωρισμό, η σχέση μητέρας και παιδιού έχει περιγραφεί ως επιρρεπής να εξελιχθεί σε έναν ναρκισσιστικό και συμβιωτικό δεσμό που καθιστά την απαραίτητη ανεξαρτητοποίηση και την διαμόρφωση της ταυτότητας του παιδιού πιο δύσκολη. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι όταν υπάρχει ένα μόνο παιδί, η έμμεση παρέμβαση ακολουθεί συχνότερα, πιθανώς λόγω των ιδιαιτεροτήτων της προαναφερθείσας σχέσης γονέα-παιδιού.

Κορίτσια και αγόρια συμμετείχαν εξίσου σε περιπτώσεις πρόληψης γονικής επικοινωνίας. Ωστόσο, μετά από εξέταση της ηλικίας των παιδιών, διαπιστώθηκε ότι η πλειονότητά τους ανήκε στην ηλικιακή ομάδα 7-12 ετών (40%). Τα παιδιά σχολικής ηλικίας αυτής της ηλικίας είναι πιο ευάλωτα σε εξωτερικές επιρροές και ταυτόχρονα μπορούν να εκφράσουν την απροθυμία τους να επισκεφτούν έναν γονέα ή ακόμα και το μίσος τους εναντίον του/της. Επιπλέον, δεν έχουν τη γνωστική ανάπτυξη για να εξισορροπήσουν μια σειρά πληροφοριών και επιδεικνύουν μια γνήσια αμφιθυμία για να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Από την άλλη πλευρά, οι έφηβοι έχουν επιτύχει ένα αναπτυξιακό στάδιο και όταν πιέζονται από απαιτήσεις πίστης από τους αντιπάλους γονείς τους είναι πιο ικανοί να επαναστατήσουν ενάντια στη γονική εξουσία. Σε αυτή την ηλικία, μπορούν να διατηρήσουν μια σταθερή στάση θυμού και είναι πιο πιθανό να κάνουν άκαμπτες ηθικές κρίσεις για έναν γονέα.

Στο δείγμα μας, η μόνη παράμετρος που βρέθηκε να σχετίζεται σημαντικά με τη δικαστική απόφαση ήταν η ψυχολογική επίδραση στο παιδί. Παιδιά/έφηβοι που υποβάλλονται σε γονικές συμπεριφορές αποξένωσης έχει αναφερθεί, ότι παρουσιάζουν βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες ψυχολογικές συνέπειες, όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση, άγχος, κατάθλιψη, χρήση ουσιών, αυτοκτονικό ιδεασμό και απόπειρες αυτοκτονίας, εκπαιδευτικές δυσκολίες, διαταραχές ύπνου και διατροφής, έλλειψη αυτοπεποίθησης, αγωνία, απογοήτευση και έλλειψη παρόρμησης. Τα αποξενωμένα παιδιά και έφηβοι αντιμετωπίζουν προβλήματα εμπιστοσύνης στις αντιλήψεις και τα συναισθήματά τους, με αποτέλεσμα μια αβέβαιη ταυτότητα, βαθιά ανασφάλεια και ανεπαρκή ανάπτυξη ανεξαρτησίας και ατομικότητας.

Οι υπόλοιπες παράμετροι (ηλικία και φύλο του παιδιού, φύλο του γονέα που εμποδίζει την επικοινωνία, αριθμός παιδιών, φύλο τέκνου και αν είναι το ίδιο με τον γονέα που εμποδίζει την επικοινωνία, τρόπος πρόληψης, αναφορά γονικής αποξένωσης) δεν συνδέθηκαν με τη δικαστική απόφαση. Έχει υποστηριχθεί ότι στην πράξη, οι συμπεριφορές αποξένωσης των γονέων συνδέονται με το γυναικείο φύλο ενώπιον των οικογενειακών δικαστηρίων διεθνώς, με βάση μισογυνιστικές εκτιμήσεις και υποθέσεις . Στη μελέτη τους σχετικά με τις αποφάσεις του οικογενειακού δικαίου στις ΗΠΑ, οι Meier και Dickson διαπίστωσαν ότι ένας πατέρας που ισχυριζόταν απλώς γονική αποξένωση είχε 2,3 φορές περισσότερες πιθανότητες από μια φερόμενη μητέρα να λάβει ευνοϊκή απόφαση. Αυτό αντιπροσωπεύει μια στατιστικά σημαντική μεροληψία υπέρ των πατέρων, η οποία είναι ενδιαφέρον και ευτυχώς δεν βρέθηκε στη μελέτη μας σχετικά με τα ελληνικά δικαστήρια.

Η αλλαγή της επιμέλειας λόγω υποτιθέμενης αποξένωσης έχει περιγραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία. Οι Meier και Dickson διαπίστωσαν, ότι ένας ισχυρισμός αποξένωσης ήταν πιθανό να οδηγήσει σε αλλαγή της επιμέλειας από τις μητέρες στους πατέρες στο 50% των περιπτώσεων, ακόμη και αν η αποξένωση δεν επιβεβαιωνόταν. Όσον αφορά τις υποθέσεις μας, μια δικαστική απόφαση που αποδέχεται την αποτροπή της επικοινωνίας γονέα-παιδιού μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σοβαρό επιχείρημα από την πλευρά του αποξενωμένου γονέα για να διεκδικήσει την επιμέλεια του παιδιού. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η δικαστική απόφαση για την επιμέλεια του παιδιού λαμβάνεται σε άλλη δίκη. Αυτό σημαίνει ότι, δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να μελετήσουμε τις συνέπειες της απόφασης σχετικά με την πρόληψη επικοινωνίας στην απόφαση σχετικά με την επιμέλεια παιδιού.

Η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να επεκταθεί σε αυτό το ενδιαφέρον θέμα και να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ της απόφασης πρόληψης επικοινωνίας και της αλλαγής επιμέλειας στην Ελλάδα. Επιπλέον, οι υποθέσεις θα μπορούσαν να καταγραφούν απευθείας από τα αρχεία του δικαστηρίου για να επιτευχθεί ένα μεγαλύτερο και κατά συνέπεια πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα. Επιπλέον, ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα μπορούσε να έχει και μια συγκριτική ανάλυση της κατάστασης πριν και μετά την εφαρμογή του νόμου περί κοινής επιμέλειας. Η μελέτη των παραγόντων που μπορεί να επηρεάσουν τις δικαστικές αποφάσεις είναι υψίστης σημασίας, καθώς μπορεί να συμβάλει στην εξάλειψη των προκαταλήψεων και στην καθιέρωση ενός πιο αντικειμενικού και παιδοκεντρικού τρόπου αντιμετώπισης του ζητήματος της ανάθεσης της επιμέλειας.

Συμπεράσματα

Η πρόληψη της επικοινωνίας γονέα-παιδιού θεωρείται σοβαρή και πιθανώς ευρέως διαδεδομένη ως φαινόμενο στην Ελλάδα, δεδομένης της σημαντικής αύξησης των διαζυγίων την τελευταία δεκαετία. Οι γονείς ακολουθούν άμεσες και έμμεσες μεθόδους παρέμβασης στην προαναφερθείσα επικοινωνία. Οι μητέρες φαίνεται ότι εμποδίζουν συχνότερα την επικοινωνία. Οι δικαστικές αποφάσεις στην Ελλάδα σχετικά με την πρόληψη της επικοινωνίας γονέα-παιδιού φαίνεται να μην επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες, όπως η ηλικία και το φύλο του παιδιού, το φύλο του γονέα που εμποδίζει την επικοινωνία, ο αριθμός των παιδιών, το ίδιο φύλο του παιδιού με τον γονέα που εμποδίζει την επικοινωνία, τον τρόπο πρόληψης και την αναφορά σε γονικό αποξένωση. Η παρούσα μελέτη είναι μόνο ενδεικτική λόγω των προαναφερθέντων περιορισμών της και απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για την πλήρη διερεύνηση της κατάστασης στην Ελλάδα και την πρόληψη αποξενωτικών συμπεριφορών μεταξύ των γονέων, που μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες στην ψυχική υγεία των παιδιών.

Η πλήρης μελέτη στον ακόλουθο σύνδεσμο:

healthcare-10-02522-v2

Leave a reply

Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με την επωνυμία «Κάθε παιδί χρειάζεται 2  Γονείς Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «A Child Needs 2 Parents ΑΜΚΕ»

Άρθρα

Επικοινωνία

Παναγή Τσαλδάρη 309
Νίκαια
ΤΚ: 18453

Υποστήριξη

Με ενθουσιώδεις εθελοντές, είμαστε έτοιμοι να σας στηρίξουμε οποιαδήποτε στιγμή.