Οι δικαστικοί λειτουργοί δεσμεύονται πρωτίστως από το Σύνταγμα, δευτερευόντως από τους Νόμους και από τον κώδικα Δικαστικών Λειτουργούν.
Α. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδος Άρθρο 88 «Ανεξαρτησία των δικαστών»: «2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.»
Β. Σύμφωνα με τον Ν.4938/2022 (ΦΕΚ Α’ 109/06-06-2022) Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και λοιπές διατάξεις.
«Άρθρο 47. Θεμελιώδη καθήκοντα του δικαστικού λειτουργού: 1. Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και στη δημοκρατία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπόκειται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους. Είναι υποχρεωμένος να μη συμμορφώνεται με διατάξεις που έχουν θεσπιστεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. …»
«Άρθρο 57. Ατομικοί φάκελοι δικαστικών λειτουργών: 1. Για κάθε δικαστικό λειτουργό τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης ατομικός φάκελος, στον οποίο περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία και έγγραφα που αναφέρονται στον διορισμό και στην προσωπική και υπηρεσιακή του κατάσταση, οι εκθέσεις των επιθεωρητών, οι πειθαρχικές και ποινικές διώξεις και οι αποφάσεις που εκδόθηκαν επ’ αυτών.»
«Άρθρο 109. Πειθαρχικά παραπτώματα: … 2. Πειθαρχικά παραπτώματα του δικαστικού λειτουργού είναι: α) πράξεις που μαρτυρούν έλλειψη πίστης και αφοσίωσης προς την πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας, β) κάθε παράβαση διάταξης που αναφέρεται στην απονομή της δικαιοσύνης, την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων και την κατάσταση του ως δικαστικού λειτουργού, …, ε) η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Για το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα και η δυσχέρεια της υπόθεσης σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. β) της παρ. 5 του άρθρου 19, ο βαθμός και η πείρα του δικαστικού λειτουργού, ο φόρτος της εργασίας εν γένει και οι ατομικές και οικογενειακές του περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αδικαιολόγητη η έκδοση απόφασης πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου μέσα σε οκτώ (8) μήνες από τη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός αν πρόκειται για υποθέσεις στις οποίες ορίζονται ειδικότερες προθεσμίες στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και η σύνταξη σκεπτικού επί απόφασης ποινικού δικαστηρίου μέσα σε τρεις (3) μήνες από την παράδοση της δικογραφίας από τον γραμματέα της έδρας. Θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση, όταν αφαιρείται ή επιστρέφεται η δικογραφία από τον δικαστή που τη χειρίζεται λόγω μη έκδοσης απόφασης μέσα σε οκτώ (8) μήνες από τη συζήτηση πολιτικής ή διοικητικής υπόθεσης. Δεν θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση δημοσίευσης αποφάσεων ή επεξεργασίας δικογραφιών στους παραπάνω χρόνους, αν αυτές χρεώθηκαν στον δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό με υπέρβαση της αναλογούσας σε έκαστο εξ αυτών ανώτατης χρέωσης, όπως αυτή ορίζεται στον νόμο ή στον κανονισμό των οικείων δικαστηρίου ή εισαγγελίας. στ) η παράβαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας, ζ) η αποσιώπηση νόμιμου λόγου αποκλεισμού ή εξαίρεσης. …
Γ. Σύμφωνα με τον Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών (ΦΕΚ: Α 183 19710924),
Άρθρο 16 «Οιαδήποτε εκδήλωσις ιδεολογίας, σκοπούσης την ανατροπήν ή την υπονόμευσιν του υφισταμένου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος, αντίκειται απολύτως προς την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού».
Άρθρο 45 «1. Δι’ έκαστον δικαστικόν λειτουργόν τηρείται ίδιος φάκελλος παρά τω Υπουργείω Δικαιοσύνης, ως επίσης: α) παρά τω Συμβουλίω της Επικρατείας διά τους δικαστικούς λειτουργούς αυτού, ως και διά τον Γενικόν Επίτροπον της Επικρατείας επί της Φορολογικής Δικαιοσύνης και τον παρ’ αυτώ Αντεπίτροπον, β) παρά τω Ανωτάτω Δικαστικώ Συμβουλίω (Τμήμα Α) διά τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών πολιτικών και ποινικών Δικαστηρίων και των παρ’ αυτοίς Εισαγγελιών και παρά τω αυτώ Συμβουλίω (Τμήμα Β) διά τους Ειρηνοδίκας και γ) παρά τω Ανωτάτω Συμβουλίω Διοικητικής Δικαιοσύνης διά τους δικαστικούς λειτουργούς των φορολογικών δικαστηρίων.
- Ο φάκελλος ούτος περιλαμβάνει πάντα τα στοιχεία τα αφορώντα εις την εν γένει κατάστασιν του δικαστικού λειτουργού, τας πειθαρχικάς αυτού διώξεις και τιμωρίας, ως και πάσας τας εκθέσεις των Επιθεωρητών, δι’ όσους εξ αυτών ενεργείται επιθεώρησις, εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά των διατάξεων των άρθρων 121 έως και 142 του παρόντος. Ο δικαστικός λειτουργός δύναται να λαμβάνει γνώσιν των στοιχείων του ατομικού του φακέλου».
Άρθρο 148 «Πειθαρχικά αδικήματα των δικαστικών λειτουργών αποτελούν ιδία: α) Η παράβασις των υπό του νόμου επιβαλλομένων αυτοίς καθηκόντων ή απαγγελομένων απαγορεύσεων των συνδεομένων προς την κατάστασιν αυτών ως δικαστικών λειτουργών. β) Η παράβασις των υπό του Συντάγματος και των νόμων επιβαλλομένων κανόνων περί απονομής της δικαιοσύνης και ασκήσεως πάντων των συναφών προς την λειτουργίαν ταύτην υπηρεσιακών καθηκόντων. …»
Άρθρο 149 «Μεταξύ των ως αδικημάτων των δικαστικών λειτουργών, καταλέγονται ιδίως … η) Η ραθυμία, κουφότης, αυθαιρεσία ή μεροληψία περί την απονομήν της δικαιοσύνης και την άσκησιν των συναφών προς ταύτην καθηκόντων … ια) Η αδικαιολόγητος βραδύτης περί την έκδοσιν και δημοσίευσιν των δικαστικών αποφάσεων ως και η μη έγκαιρος απάντησις εις αναφοράς πολιτών…»
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οποιαδήποτε απόκλιση από τις εκ του νόμου οριζόμενους κανόνες δικαίου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστικού λειτουργού. Ακολουθεί ενδεικτικό υπόδειγμα αναφοράς δικαστικού λειτουργού:
«ΠΡΟΣ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ
ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Του…………………………………….., κατοίκου…………………, οδός……………………
ΘΕΜΑ: Αναφορά Δικαστικού Λειτουργού σχετικά με την απόφαση υπ’ αριθμ …. / …..
Ο/Η δικαστικός λειτουργός … καταγγέλλεται για το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης διατάξεων που αναφέρεται στην απονομή της δικαιοσύνης, με υπαίτιες και καταλογιστέες ενέργειες και παραλείψεις της, οι οποίες αντίκεινται προς τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστες προς το αξίωμά της ή θίγουν το κύρος της της ή το κύρος της δικαιοσύνης, , σύμφωνα με το αρ. 109 παρ. 1 και 2 εδ. β’ του Ν. 4938/2022, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το Ν. 5123/2024.»
«… με την απόφαση …. , με εσφαλμένη και ελλιπή αιτιολογία και εφαρμογή και ερμηνεία του Νόμου, παραβίασε τον Νόμο, καθώς από το αιτιολογικό και το διατακτικό των αποφάσεων, προκύπτει η πλήρης αντίθεσή τους με το γράμμα και το πνεύμα των ως άνω διατάξεων και της πάγιας νομολογίας των Δικαστηρίων, πρωτίστως δε της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Συνδυαστικά δε με τα παραπάνω, η εσφαλμένη ερμηνεία σε συνδυασμό με τη μη λήψη αποδεικτικών εγγράφων και ισχυρισμών που προτάθηκαν, και τα οποία αγνοήθηκαν, άλλως αποσιωπήθηκαν, και η πάγια αντιμετώπιση της καταγγελλόμενης να θεωρεί ότι τα δικαιώματα της αντιδίκου υπερτερούν των δικών μου και του τέκνου μου, αλλά και των υποχρεώσεών μου που απορρέουν από το νόμο, υποκρύπτει μεροληψία.
Οι δε άνω ελλιπέστατες και εντελώς εσφαλμένες αιτιολογίες, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις συνταγματικές διατάξεις και το νόμο, καταστρατηγώντας το γράμμα και το πνεύμα τους, καθώς με τον τρόπο αυτό οδηγούν σε άνιση μεταχείριση, αφού ο/η καταγγελόμενος/η όλως αυθαιρέτως υπολαμβάνει/ερμηνεύει τις ως άνω διατάξεις, απορρίπτει τους ισχυρισμούς μου και δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τα αποδεικτικά μέσα που οδηγούν στην εφαρμογή των διατάξεων και τη συνακόλουθη πλήρωση του παραδεκτού.
Συνεπώς, οι ως άνω αιτιολογία στηρίζονται στην αυθαίρετη κρίση της και στην πάγια αντιμετώπισή της έναντι των δικαιωμάτων εμού και της αντιδίκου, και ως εκ τούτου, καταστρατηγούνται οι εφαρμοζόμενες διατάξεις και κατ’ επέκταση τα δικαιώματα του τέκνου μου αλλά και δικά μου, με αποτέλεσμα να στερηθώ την έννομη προστασία μου άδικα.
Επειδή, τα ως άνω διαλαμβανόμενα υπό του/της ως άνω δικαστικού λειτουργού και ήδη καταγγελλόμενης, στην ως άνω απόφαση, τυγχάνουν πειθαρχικώς ερευνητέα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 148 εδ. δ του Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών και του άρθρου 117 § 1 του Ν. 4938/2022.
Επειδή, κατ’ άρθρον 116 παρ. 3 του Ν. 4938/2022, καταβλήθηκε το απαιτούμενο παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, με αριθ……………………. (e-Παράβολο – Τομέας Δικαιοσύνης – Πειθαρχική αναφορά κατά δικαστικών λειτουργών άρθρου 116 Ν. 4938/2022 – κωδ.7790 – € 50)
Επειδή, η παρούσα καταγγελία αποτελεί αντικείμενο αξιολόγησης κατά τη διενέργεια της επιθεώρησης από τους Επιθεωρητές – Αρεοπαγίτες κ.τ.λ., κατά το άρθρο 85 §§ 2 και 3 του Ν. 1756/1988.
Επειδή, οι ως άνω δικαστικές κρίσεις υπό της καταγγελλόμενης τυγχάνουν παντελώς αναιτιολόγητες κατ’ ουσία, άλλως ελλιπείς και ανεπαρκείς και αντιβαίνουσες στο άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος.
Επειδή καταστρατηγήθηκαν συνταγματικές διατάξεις και ειδικότερα η παρ. 2 του άρθρου 4, παρ. 1 του άρθρου 5, παρ. 1 του άρθρου 21, άρθρο 25 και παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος.
Επειδή, εκμηδενίσθηκε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα έννομης προστασίας δική μου και του τέκνου μου, καθώς η καταγγελλόμενη δεν προστάτεψε τα νόμιμα συμφέροντά μου και αρνήθηκε τα αιτήματα προστασίας αυτών από επικείμενο κίνδυνο και αντίθετα προέβη σε ρυθμίσεις που τα θίγουν υπέρμετρα.
Επειδή οι συμπεριφορές αυτές υποκρύπτουν μεροληψία και πάγια ιδεολογική αντιμετώπιση σε αντίστοιχες υποθέσεις οικογενειακού δικαίου βάσει φύλλου.
Επειδή οι άνω δικαστικές πράξεις τυγχάνουν αντικειμενικώς αυθαίρετες, στερούμενες νομιμότητος, καθώς οι δικαστικές κρίσεις υπό την άποψη αντικειμενικής αιτιότητας, στηρίχθηκαν σε μόνη τη βούληση του καταγγελλόμενου.
Επειδή οι ως άνω αποφάσεις είναι και υποκειμενικώς αυθαίρετες, καθώς ενέχουν έντονη αφροντιστία της καταγγελλόμενης για την πραγμάτωση του κατά το νόμο ορθού και δικαίου, ενώ δεν μπορεί να αποκλεισθεί και ο δόλος.
Επειδή οι ως άνω αποφάσεις ευρίσκονται σε έκδηλη αντίθεση προς την σαφή και αναμφίβολη, πραγματική έννοια των κανόνων δικαίου, ούτως ώστε η εκδοχή αυτή να μη δύναται, αντικειμενικώς, να θεωρηθεί υποστηρίξιμη.
Επειδή, στη νομική υπαγωγή, τα συναχθέντα συμπεράσματα δικανικού συλλογισμού βρίσκονται σε προφανή ανακολουθία προς τον συνδυασμό εφαρμοστέων κανόνων δικαίου.
Επειδή, δεν ελήφθησαν υπόψη από την καταγγελλόμενη προσαχθέντα και επικληθέντα εκ μέρους μου κρίσιμα και ουσιώδη για την έκβαση των δικών έγγραφα και «πράγματα», πραγματικοί, δηλαδή, ισχυρισμοί.
Επειδή, οι ως άνω ενέργειες τυγχάνουν πειθαρχικώς ελεγχόμενοι εξωτερικοί όροι, οι οποίες δεν έχουν σχέση με τον μη πειθαρχικώς ελεγχόμενο πυρήνα της επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστικής κρίσης.
Επειδή η ως άνω απόφαση με οδηγεί σε νέες δικαστικές ατραπούς, προκαλώντας μου οικονομική ζημία, ψυχική φόρτιση και ανήκεστο ηθική βλάβη.
Επειδή, οι ως άνω πράξεις δεν έχουν παραγραφεί σύμφωνα με τη διάταξη της του αρ. 110 του Ν. 4938/2022.
Επειδή δια των ανωτέρω παραβιάσθηκαν οι κανόνες της ΕΣΔΑ για την οικογενειακή ζωή, κυρίως μέσω του Άρθρου 8, προστατεύουν το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και με τη ρητή επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματός μου
ΑΙΤΟΥΜΑΙ
-Τον πειθαρχικό έλεγχο του/της ως άνω Δικαστικού Λειτουργού.
-Την προσωρινή εξαίρεσή του από υποθέσεις οικογενειακού δικαίου πάσης φύσεως μέχρι το πέρας της πειθαρχικής διαδικασίας.
-Την οριστική εξαίρεσή του σε περίπτωση επιβολής πειθαρχικών ποινών.
Συνημμένα προσκομίζω και επικαλούμαι:
- Την απόφαση ….
- Το απαιτούμενο παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, με αριθ. ….. και την από ../../2025 Απόδειξη Πληρωμής του.»
Η ανωτέρω καταγγελία αποστέλλεται και ζητείται το σχετικό πρωτόκολλο στην Επιθεώρηση Δικαστικών λειτουργών του Αρείου Πάγου στο email epith@areiospagos.gr (τηλ. 210 6419123 / 124)