Η νέα εγκύκλιος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου: Η αναγνώριση ότι τυχόν άρνηση της εισαγγελικής αρχής να δώσει στον μη ασκούντα την επιμέλεια γονέα τα πορίσματα κοινωνικής έρευνας σχετικά με το ανήλικο τέκνο του είναι αντίθετη με το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ιανουάριος 2021
Ηλίας Γιαννατσής, Δικηγόρος
Η εγκύκλιος υπ’ αριθμ. 1 /2021 του ΑΠ αποτελεί αφενός μία πρώτη ανταπόκριση των εθνικών αρχών στην καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αφετέρου μία πρώτη από μέρους τους αναγνώριση του φαινομένου της γονεϊκής αποξένωσης και της αντίθεσης αυτού στο συμφέρον του τέκνου.
Τόσο στην υπόθεση Κοσμοπούλου όσο και στην υπόθεση Φουρκιώτη κατά Ελλάδος, η οποία αποτέλεσε τελικά και την αφορμή για την έκδοση της εν λόγω εγκυκλίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ήρθε αντιμέτωπο με ένα βαθιά ριζωμένο πρόβλημα του δικαστικού μας συστήματος: την συστηματική απάθεια και αδιαφορία των δικαστικών αρχών να επιληφθούν άμεσα έναντι της επίσης συστηματικής παραβίασης του δικαιώματος επικοινωνίας του μη ασκούντα την επιμέλεια του τέκνου γονέα. Το Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί σχετικά με την κουλτούρα «ανοχής» της ελληνικής δικαιοσύνης, όπως αυτή εκδηλώνεται με την έλλειψη επιβολής κυρώσεων και λήψης δραστικών μέτρων για την αποφυγή της καταπάτησης του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με το παιδί του. Αποτέλεσμα αυτής: μία σφοδρή και άνευ αποτελέσματος αντιδικία για την διεκδίκηση του αυτονόητου, του δικαιώματος του γονέα να δει και να έχει επαφή με το τέκνο του.
Ο γονέας και προσφεύγων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέστη εν τέλει ένας ξένος για τα παιδιά του, με εκείνα να αρνούνται να του μιλήσουν ακόμη και στο τηλέφωνο.
Τι συνέβη στην υπόθεση Φουρκιώτης κατά Ελλάδος; Δύο λόγια επί της ουσίας
Η είσοδος της συζύγου του προσφεύγοντος σε μία θρησκευτική σέχτα οδήγησε στην διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, με αποκορύφωμα την επιθυμία της αντιδίκου να δώσει το όνομα του ιδρυτή της σέκτας σε ένα από τα παιδιά τους, εγκαταλείποντας το προηγούμενό όνομα αυτού. Μεταξύ τους άρχισε μία συνήθης αντιδικία για την επιμέλεια των παιδιών, με αυτήν να ανατίθεται στεροτυπικά στην μητέρα, τον πατέρα να διατάσσεται σε μετοίκηση από την οικογενειακή στέγη και την ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του τελευταίου με τα τέκνα του.
Τα παιδιά άρχισαν σταδιακά να αρνούνται να τον συναντήσουν, του μιλούσαν υποτιμητικά στο τηλέφωνο, στις προγραμματισμένες συναντήσεις τους κατά την ώρα της παραλαβής τους από την οικία, αυτά απουσίαζαν. Ο προσφεύγων κατέστη τελικά ένας ξένος. Στις 9 Μαρτίου 2011, απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα Ανηλίκων Αθηνών. Του ζήτησε να λάβει κάθε απαραίτητο μέτρο για να διαφυλάξει το συμφέρον των παιδιών του και την σχέση του με αυτά. Στις 7 Σεπτεμβρίου 2011, ο προσφεύγων κάλεσε τον Εισαγγελέα να του χορηγήσει αντίγραφα των εκθέσεων και να διατάξει κάθε μέτρο κατάλληλο για να διατηρήσει την επικοινωνία με τα παιδιά του. Ο Εισαγγελέας αρνήθηκε, όμως, να του χορηγήσει αντίγραφα των εκθέσεων. Έκτοτε ο Εισαγγελέας δεν έλαβε κανένα άλλο μέτρο.
Ο γονέας ισχυρίστηκε ότι η αδράνεια των ελληνικών αρχών οδήγησαν στην αποξένωσή του από τα τέκνα του, η οποία συνιστούσε εν τέλει παραβίαση του δικαιώματος του στην οικογενειακή ζωή σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Στο Στρασβούργο
Στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η καταλογισθείσα σε αυτήν έλλειψη αντίδρασης αποτελεί «ατέλεια του συστήματος, που σημειώνεται στην πράξη, αντικατοπτρίζει τις σχέσεις των γονέων και δεν μπορεί να διορθωθεί παρά μόνο τους ίδιους τους γονείς, με την υποστήριξη ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών». Λαϊκά θα μπορούσαμε να παραφράσουμε τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ως «ας τα βρούνε» ή «δεν είναι δουλειά μας».
Το Δικαστήριο από την άλλη επεσήμανε ότι «σε υποθέσεις που αφορούν την οικογενειακή ζωή, η διακοπή επικοινωνίας με ένα παιδί πολύ μικρό μπορεί να οδηγήσει σε μια προϊούσα χειροτέρευση της σχέσης του με τον γονιό του. Οι προοπτικές οικογενειακής επανένωσης θα μικραίνουν προοδευτικά, και στο τέλος θα μηδενιστούν αν οι βιολογικοί γονιοί και τα παιδιά του δεν έχουν ποτέ συναντηθεί, ή εάν οι συναντήσεις τους είναι τόσο σπάνιες που δεν έχουν δυνατότητα να αναπτύξουν μεταξύ τους δεσμό.
Προκύπτει από τον φάκελο ότι η κύρια διαδικασία που αφορά την οριστική απονομή της επιμέλειας είναι ακόμα εκκρεμής. Τέτοια καθυστέρηση είναι, καθεαυτή, ένδειξη ότι το Κράτος υπολείπεται των θετικών του υποχρεώσεων να λάβει επαρκή μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης, προκειμένου να διευκολύνει την επανένωση ενός γονιού με τα παιδιά του, ιδίως εφόσον πρόκειται για παιδιά μικρής ηλικίας, όπου υπάρχει σοβαρότερος κίνδυνος χειροτέρευσης της οικογενειακής σχέσης.
Συνεπώς, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν είχε επικοινωνία με τα παιδιά του επί μήνες, και ότι η παρέλευση αυτού του χρόνου χωρίς επικοινωνία είχε ήδη παίξει και συνέχιζε να παίζει έναν συγκεκριμένο ρόλο στην απορριπτική στάση που εκδήλωναν τα παιδιά απέναντι στον προσφεύγοντα. Καμία μεσολάβηση, ούτε άλλη μορφή διαδικασίας προσέγγισης δεν εφαρμόστηκαν για να βοηθήσουν τον προσφεύγοντα και τα παιδιά του να αποκαταστήσουν την οικογενειακή τους σχέση, όπως μια στοχευμένη κοινωνική συμπαράσταση, ή/και μία θεραπευτική παρακολούθηση της Ι.Π.
Σε υποθέσεις που αφορούν το δικαίωμα επιμέλειας των παιδιών, η επάρκεια ενός μέτρου κρίνεται με βάση την ταχύτητα της εφαρμογής του. Όταν προκύπτουν δυσκολίες, που οφείλονται στην άρνηση του γονιού με τον οποίο βρίσκεται το παιδί να υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης που ορίζει δικαίωμα επικοινωνίας, τα αναγκαστικά μέτρα σε σχέση με τον γονιό αυτό σπανίως είναι επιθυμητά ή αποτελεσματικά σ’ ένα πεδίο τόσο ευαίσθητο. Πέραν του γεγονότος ότι οι εκτελεστικές και οι συναφείς διαδικασίες είναι χρονοβόρες, κάτι που απειλεί να στερήσει τον βλαπτόμενο γονιό να έχει επικοινωνίες με το παιδί του για μια μακρά περίοδο, κινδυνεύουν να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα στον ψυχισμό των ανηλίκων παιδιών, ούτως ώστε να υπονομεύσουν ακόμα περισσότερο τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την συνεργασία των γονιών προς το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού.
Το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει ότι οι Αρχές απέτυχαν στην υποχρέωσή τους να λάβουν μέτρα γρήγορα και πρακτικά, προκειμένου να παρωθήσουν τους ενδιαφερόμενους σε μια καλύτερη συνεργασία, έχοντας υπόψη και το υπέρτατο συμφέρον των παιδιών, το οποίο συνίσταται επίσης στο να μην επιτραπεί μια προοδευτική διάλυση ή και διάρρηξη των σχέσεών τους με τον πατέρα τους».
Το ΕΔΔΑ εν τέλει καταδίκασε το ελληνικό κράτος για παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή του προσφεύγοντος.
Στο σήμερα
Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου προβαίνει με την παρούσα εγκύκλιο στο minimum. Εστιάζοντας στο κομμάτι της απόφασης που αφορούσε την άρνηση του Εισαγγελέα να δώσει στον γονέα τα πορίσματα της κοινωνικής έρευνας σχετικά με τα παιδιά του, παραθέτει η εγκύκλιος ότι το γεγονός αυτό «είχε ως αποτέλεσμα να μην έχει ο προσφεύγων πρόσβαση στα στοιχεία της κοινωνικής έρευνας (αν και αφορούσε τον ίδιο και τα τέκνα του και δεν συνέτρεχε υποχρέωση τήρησης απορρήτου) και τελικά να μην μπορέσει να συνεργασθεί με παιδοψυχιάτρους ώστε να διευκολυνθεί η επανασύνδεσή του με αυτά».
Με αυτόν τον τρόπο η ελληνική δικαιοσύνη προβαίνει σε μία πλάγια ερμηνεία της καταδίκης μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: έχει σημασία να σταθούμε στην τελευταία φράση της ανωτέρω πρότασης: «[…] και τελικά να μην μπορέσει να συνεργασθεί με παιδοψυχιάτρους ώστε να διευκολυνθεί η επανασύνδεσή του με αυτά». Έμμεσα η Εγκύκλιος αποποιείται την σχετική ευθύνη του δικαστικού συστήματος και υποστηρίζει ότι η επανασύνδεση του γονέα με τα παιδιά του επαφίεται στην συνεργασία του με τους παιδοψυχιάτρους. Δεν αποτελεί δηλαδή δουλειά της δικαιοσύνης η λήψη αναγκαίων μέτρων για την επανασύνδεση γονέα και τέκνου∙ η υποχρέωση συμμόρφωσης της χώρας στην καταδίκη εκτείνεται και εξαντλείται στην υποχρέωση των εισαγγελιών της χώρας να μην αρνούνται την χορήγηση των εκθέσεων της διαταχθείσης από αυτές κοινωνικής έρευνας, προκειμένου αυτός να συνεργασθεί με τους παιδοψυχιάτρους. Είναι πρόδηλο ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης του ελληνικού κράτους στην καταδίκη του από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι πολύ πιο ευρεία από μία απλή σύσταση στους εισαγγελείς να χορηγούν τις εν λόγω εκθέσεις κοινωνικής έρευνας. Η εν λόγω σύσταση αποτελεί άλλωστε απλή ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου, αφού όπως διαπιστώνει και η ίδια η εγκύκλιος η χορήγηση των εγγράφων «αφορούσε τον ίδιο και τα τέκνα του και δεν συνέτρεχε υποχρέωση τήρησης απορρήτου».
Ανεπαρκές ή μη τον εν λόγω μέτρο αποτελεί ένα πρώτο βήμα στην σωστή κατεύθυνση. Συνιστά μία πρώτη αναγνώριση του αυτονόητου: ότι η δικαιοσύνη πρέπει κάτι να κάνει για να αντιμετωπίσει την αποξένωση του γονέα από το ίδιο του το παιδί και του παιδιού από τον ίδιο τον γονέα του. Μην ξεχνάμε, ότι το νομοσχέδιο για την συνεπιμέλεια, τουλάχιστον υπό την μορφή της ολιγοήμερης διάρρευσής του στον τύπο, αποτύπωσε την μεθοδευμένη από τον ασκούντα την επιμέλεια γονέα αποξένωση του έτερου γονέα από το τέκνο τους ως κριτήριο για την αφαίρεση της άσκησης της επιμέλειας από αυτόν, όπως έχει δεχθεί κατά περιπτώσεις και η νομολογίας μας.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η δημοσιευθείσα Εγκύκλιος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου μας επέτρεψε να ρίξουμε μία κλεφτή ματιά στο οικογενειακό δίκαιο, όπως θα μπορούσε να είναι.