Δρ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΟΥΡΔΑΣ, MRCPsych., CCST (UK), Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών – Ψυχίατρος Παιδιού και Εφήβου
ΗΜΕΡΙΔΑ “ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΨΥΧΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ”, 29/07/22
ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Σε συνεργασία με:
-Την Ελληνική Ψυχοιατροδικαστική Εταιρεία (ΕΨΔΕ)
-Τον Κλάδο Ψυχιατροδικαστικής της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (ΕΨΕ)
Πηγή: https://m.youtube.com/watch?v=4nmkwR9XhCY&feature=share
Απομαγνητοφώνηση: Χρήστος Γκούβερης
Το θέμα που θα παρουσιάσω σήμερα, είναι η γονεϊκή αποξένωση. Είναι ένα θέμα, το οποίο έχω παρουσιάσει τον τελευταίο χρόνο, διότι στην κλινική πρακτική και στην ψυχιατροδικαστικη πρακτική παρουσιάζεται ολοένα και πιο συχνά, με πολλές απορίες, τόσο από την πλευρά των γονέων, όσο από την πλευρά των συναδέλφων αλλά, επίσης, και των δικαστών. Δηλαδή, αν υπάρχει γονεϊκή αποξένωση, σαν όρος ή σαν κατάσταση. Αν υπάρχει, πώς μπορεί να περιγραφεί, πώς μπορεί να αναγνωριστεί και στην τελική ανάλυση, αν μπορεί να γίνει κάτι και τί είναι αυτό που μπορεί να γίνει.
Η γονική αποξένωση είναι καλό να το δούμε, σαν ένα σύστημα της οικογένειας, το οποίο πάσχει. Ουσιαστικά, σε μια οικογένεια οι γονείς, ο μπαμπάς και η μαμά, είναι στο ίδιο επίπεδο και σε ένα δεύτερο επίπεδο είναι τα παιδιά. Στην γονική αποξένωση γίνεται μία παθολογική διαγενεαλογική συμμαχία, όπως λέμε, και, επομένως, αντί ο μπαμπάς και η μαμά να είναι μαζί σε μια ομάδα, η ομάδα αλλάζει και το παιδί γίνεται ομάδα με έναν από τους δύο γονείς και ο άλλος γονέας μένει στο περιθώριο, είτε εξοστρακίζεται, είτε αποξενώνεται. Ουσιαστικά η γονεϊκή αποξένωση, τί είναι; Είναι η απόρριψη ενός γονέα από το παιδί, η οποία, όμως, είναι δυσανάλογη των πραγματικών γεγονότων και θα πούμε παρακάτω μερικά παραδείγματα των πραγματικών αυτών γεγονότων. Και η απορριπτική αυτή η στάση του παιδιού δεν εξηγείται από οτιδήποτε έχει κάνει αυτός ο γονέας, ο οποίος απορρίπτεται από το παιδί. Και στο υπόβαθρο, και αυτό είναι το σημαντικό, υπάρχει μία εκστρατεία δυσφήμησης και αποδόμησης του γονέα αυτού από τον άλλο γονέα. Αυτό το τρίτο στοιχείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπάρχει, διότι πολλές φορές μπορεί το παιδί από μόνο του να έχει μία αρνητική στάση απέναντι στον γονέα και θα δούμε ότι αυτό είναι συχνό σε παιδιά που είναι μικρής ηλικίας, προσχολικής ή πρώτης σχολικής ηλικίας, που έχουν ένα απόλυτο τρόπο σκέψης. Επομένως, χρειάζεται να υπάρχει μία εκστρατεία δυσφήμισης και αποδόμησης από τον ένα γονέα εις βάρους του άλλου.
ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΝΟΣΟΣ;
Έχει υπάρξει πολύς λόγος, κατά πόσον αποτελεί νόσο ή όχι, κατά πόσο μπαίνει στα διαγνωστικά συστήματα ή όχι. Η αλήθεια είναι, ότι έγινε κάποια στιγμή προσπάθεια, και για αυτό και χαρακτηρίστηκε ως σύνδρομο, να αποκτήσει πολύ σαφή συγκεκριμένη ψυχοπαθολογία και αιτιολογία, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατόν, διότι όταν αποκαλείς μία κατάσταση, ως νόσο, θα πρέπει να έχει και μία συγκεκριμένη προβλέψιμη και αιτία και πορεία. Αυτό, δεν έχει γίνει σαφές στην γονεϊκή αποξένωση. Επομένως, ίσως, ο όρος «σύνδρομο» να πρέπει να εγκαταλειφθεί, αλλά ότι είναι μία κατάσταση, η οποία υπάρχει και η οποία θέτει σε κίνδυνο την ομαλή ψυχολογική εξέλιξη του παιδιού, αυτό είναι σαφές. Και για αυτό, εμείς οι ειδικοί προτιμούμε αυτή τη στιγμή να το ταξινομούμε, είτε κάτω από τη μορφή της ψυχολογικής κακοποίησης ενός παιδιού, είτε από μία διαταραγμένη σχέση γονέα-παιδιού.
Επομένως, ως ειδικοί ψυχικής υγείας, δεν θα αναζητήσουμε κλασικές συμπτωματολογίες, όπως η κατάθλιψη που έχουμε τα ψυχολογικά συμπτώματα, τα σωματικά συμπτώματα, και λοιπά και λοιπά. Αλλά, θα αναζητήσουμε στοιχεία, τα οποία θα μας προβληματίσουν, όταν ένα παιδί, ιδίως, σε κατάσταση διαζυγίου ή σύγκρουσης, απορρίπτει τον έναν από τους δύο γονείς και η απόρριψη αυτή είναι ακραία, και αναζητούμε, είτε πιθανές συμπεριφορές του ενός γονέα που θα είναι ο γονέας-αποξενωτής εκστρατείας αποδόμησης, όπως την λέμε, και θα περιγράψω μετά αρκετά από αυτά τα παραδείγματα, όπως επίσης και συμπεριφορές του παιδιού, οι οποίες είναι δηλωτικές ότι έχει αποξενωθεί. Αυτό, το λέω, γιατί; Γιατί πολλές φορές στο δικαστήριο μας ρωτάνε, όταν λέμε ότι ο ένας γονιός αποξενώνει το παιδί και το παιδί είναι αποξενωμένο. Ο δικαστής, λέει, «Ναι, έχει όμως το παιδί μία ψυχοπαθολογία; Έχει κατάθλιψη; Έχει αγχώδη διαταραχή;» Μπορεί το παιδί, να μην έχει, αλλά ξέρουμε ότι στη δουλειά μας, στον τομέα μας, οι αιτίες μπορεί να εκδηλώνονται πολύ αργότερα ως συμπτώματα. Κάτι που συμβαίνει σήμερα, μπορεί να εκδηλωθεί, ως ασθένεια, μετά από 10-15 χρόνια, 20 χρόνια, και έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κάποιος ή αν έχει κάποιος σε θεραπεία ενήλικες, οι οποίοι ως παιδιά είχαν αποξενωθεί. Οι μαρτυρίες αυτών των ανθρώπων είναι ιδιαίτερα συγκινητικές και πώς προσπάθησαν μετά από 20-30 χρόνια, να αναζητήσουν τον άλλο γονέα και πόσο υπέφεραν τελικά, όχι τόσο ως παιδιά, αυτό πέρασε λίγο με ήπιες απώλειες, αλλά στην ενήλικη ζωή πόσα προβλήματα τους είχε δημιουργήσει και στην ψυχολογική τους κατάσταση, αλλά και στην ικανότητα να κάνουν σχέσεις.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗΣ
Λοιπόν, να μιλήσουμε για την εκστρατεία αποδόμησης του γονιού-αποξενωτή. Μία πιο απλή και ήπια κατάσταση ή στρατηγική είναι το να υποτιμήσεις, να υποβιβάσεις τον άλλο γονέα ή ακόμα και να τον συκοφαντήσεις. Βέβαια, πολλές φορές σε ένα διαζύγιο, ιδίως όταν είναι συγκρουσιακό ή υπάρχει, τέλος πάντων μία θλίψη και μία πίκρα, τέτοια λόγια ακούγονται. Αυτό, όμως, δεν συνιστά αποξένωση ή στρατηγική αποξένωσης. Είναι μία αναμενόμενη, ίσως όχι η ιδανική, αλλά μία αναμενόμενη συμπεριφορά που θα μπορούσε αυτός ο γονέας με την κατάλληλη συμβουλευτική καθοδήγηση να περιορίσει. Όταν, όμως, ο γονιός επικεντρώνεται συστηματικά στα αρνητικά ενός γονέα και, μάλιστα, τα τονίζει, κιόλας, διαρκώς στο παιδί, ας πούμε, «η μητέρα σου είναι αμόρφωτη», «ο πατέρας σου δεν έχει λεφτά», «ο αδερφός του πατέρα σου είναι χαραμοφάης» και λοιπά, και είναι συστηματικό αυτό, διαμορφώνει αρνητική εικόνα της οικογένειας, η οποία στοχοποιείται.
Μία δεύτερη στρατηγική, που είναι ασφαλώς πιο επικίνδυνη από την πρώτη, είναι η σταδιακή δημιουργία της εντύπωσης, ότι ο ένας από τους δύο γονείς είναι επικίνδυνος. Δηλαδή, «κάθε φορά που πας στον πατέρα σου, γυρνάς χτυπημένος’» ή «κάθε φορά που γυρνάς από τη μητέρα σου, δεν έχεις διαβάσει τα μαθήματά σου», «δεν ενδιαφέρεται για σένα», «δεν μπορεί να σε προσέξει» ή «πας για μπάνιο και γυρνάς καμένος. Δεν σου βάζει αντηλιακό.» Επομένως, στο παιδί αρχίζει να δημιουργείται μία αίσθηση ανασφάλειας και φόβου όταν είναι με τον γονέα-στόχο.
Τρίτη στρατηγική, ακόμα πιο επικίνδυνη από τις προηγούμενες δύο, είναι ότι ο γονέας-στόχος δεν αγαπά το παιδί· «έφυγε και μας παράτησε» ή «έκανε άλλη σχέση, θα γίνει η μαμά ή ο μπαμπάς των παιδιών από την άλλη σχέση», «πάει να κάνει τη ζωή του» ή «έχουμε μείνει οι δυο μας». Επομένως, δημιουργείται η εντύπωση στο παιδί, ότι ο άλλος γονέας το εγκατέλειψε. Επομένως, έχουμε πάλι αισθήματα απογοήτευσης και θυμού.
Άλλη προσφιλής τακτική, είναι οι εκμυστηρεύσεις και η κοινοποίηση πληροφοριών στο παιδιά, ακατάλληλες για την ηλικία του, που αφορούσαν τη σχέση των γονιών ή ακόμα και σημεία από το ατομικό, προσωπικό ιστορικό του άλλου γονέα. Είτε, ότι μπορεί να έχει μία ιατρική ασθένεια που ήθελε ο άνθρωπος να την κρατήσει κρυφή, είτε ακόμα για το πώς γεννήθηκαν τα παιδιά. Έχω ακούσει σε ιστορίες «η μητέρα σου σε έκανε με δανεικά ωάρια, δεν είσαι δικός της» ή αντίστοιχα με τον με τους πατεράδες, ως δότες σπέρματος. Επίδειξη, επίσης, δικαστικών εγγράφων· «μας έστειλε κι άλλο εξώδικο», «ορίστε τί γράφει εδώ στις προτάσεις του, στα δικαστήρια», όπου, ασφαλώς, το παιδί δεν χρειάζεται να εκτίθεται σε τέτοιες καταστάσεις, οι οποίες είναι και μονομερείς, δεν έχει και μία αντικειμενική σφαιρική παρουσίαση όλων των εγγράφων. Τέλος πάντων, το παιδί παραπληροφορείται. Με ποιον στόχο; Να δημιουργήσει μία αρνητική εικόνα για τον άλλο γονέα, με απώτερο βέβαια στόχο ή συνέπεια, να αρχίσει να αποκλείει, να απορρίπτει αυτόν τον γονιό.
Υπάρχουν και περιπτώσεις, όπου από το παιδί ζητάται να κατασκοπεύσει τον γονέα-στόχο. Δηλαδή, να τραβάει φωτογραφίες από τα κινητά του, από τα ημερολόγια, τους υπολογιστές, να ανοίγει συρτάρια, λογαριασμοί που έρχονται στο σπίτι για να δουν τα έξοδα. Και αν τα έξοδα αυτά δικαιολογούν την διατροφή που μπορεί να δίνει ο ένας ή ο άλλος. Επομένως, το παιδί μπαίνει σε μία κατάσταση κατασκοπείας, η οποία μόνο άγχος και φόβο του δημιουργεί. Ουσιαστικά, καί προς τους δύο του γονείς, αλλά εκείνη την περίοδο, σε αυτές τις συγκρούσεις, τα παιδιά βρίσκονται κάπως εγκλωβισμένα, αυτό που λέμε «ψυχολογικοί όμηροι» και με τον γονέα με τον οποίο ταυτίζονται και έχουνε γίνει ομάδα ταυτίζονται και ψυχολογικά.
Επίσης, αρκετά συχνό, είναι η απαίτηση από το παιδί να κρατάει μυστικά, είτε αφορά σε σχολικές εκδηλώσεις, ώστε να μην παρευρίσκεται ο άλλος γονιός, είτε μία ασθένεια, ώστε να μην κατηγορήσει, δήθεν, ο γονιός Β, ότι ο γονιός Α δεν προσέχει το παιδί. Πού θα πάει το παιδί διακοπές, δραστηριότητες, το οποίο ουσιαστικά τι γίνεται: πρώτον, ο γονέας-στόχος χάνει επεισόδια από τη ζωή του παιδιού, από δραστηριότητες, από στάδια ανάπτυξης, από φιλίες που μπορεί να έχει κάνει, από πράγματα τα οποία μπορεί να έχει κατακτήσει, επομένως χάνει ένα κομμάτι της ανάπτυξης του παιδιού και, δεύτερον, περιορίζονται και τα θέματα στα οποία θα μπορούσε να συμμετάσχει και αυτός ο γονιός, αλλά, και να μοιραστεί με το παιδί του.
Αυτή η επαπειλούμενη απώλεια αγάπης, είναι το emotional blackmailing, «ο μπαμπάς θέλει να σε πάρει από μένα», «θα χάσεις τη μαμά», «δεν με αφήνει να σε αγαπάω», «η μαμά θέλει να σε πάρει» δίνουν ένα λάθος μήνυμα στα παιδιά, ιδίως όταν είναι μικρής ηλικίας, που δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει επιμέλεια, τί σημαίνει επικοινωνία και πολλές φορές δημιουργούν την εντύπωση, όταν, ας πούμε ο μπαμπάς διεκδικεί συνεπιμέλεια. Η μαμά μπορεί να πει το αντίστοιχο. Ο μπαμπάς και η μαμά, τα χρησιμοποιώ τώρα ενδεικτικά για χάρη της ομιλίας. Αλλά, και οι δύο γονείς μπορεί να είναι αποξενωτές· και οι δύο γονείς μπορεί να είναι στόχοι.
Λοιπόν, όταν ο μπαμπάς διεκδικεί συνεπιμέλεια, μπορεί η μαμά να λέει: «ο μπαμπάς θέλει να σε πάρει από μένα», όχι, ότι «ο μπαμπάς θέλει να μοιραστεί τις ευθύνες και τη φροντίδα σου με μένα». Επομένως, αρχίζουν να δίνουν ένα στρεβλό μήνυμα στα παιδιά, που πάλι τους δημιουργούν άγχος απώλειας, αγάπης και άγχος αφοσίωσης, σε ποιον γονέα θα αφοσιωθούν.
Είναι γνωστά τα παράπονα που κάνουν πολλοί γονείς, ότι ο έτερος γονέας εμποδίζει την ποιοτική ή ακόμα και την ποσοτική επικοινωνία με το παιδί. Ψάχνει να βρει αφορμές, «το παιδί αρρώστησε» ή «το παιδί έχει δραστηριότητες» ή να βάζουνε όλα τα φροντιστήρια αποκλειστικά τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας με τον έτερο γονέα, να παίρνουν το παιδί και να φεύγουν διήμερα και τριήμερα κι ο γονιός να εμφανίζεται και να βρίσκει παράθυρα και παντζούρια κλειστά ή, ακόμα, να αλλάζουν και πόλη. Η αλλαγή της πόλης, βέβαια, μπορεί να είναι αναγκαία. Μία μαμά βρήκε δουλειά σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα και είναι αναγκαίο να μεταναστεύσει. Είναι, όμως, φορές που γίνεται με ουσιαστικό στόχο και σκοπό, να μειωθεί η δυνατότητα επαφής και επικοινωνίας του άλλου γονιού με το παιδί. Και, επίσης, παρεμβάσεις στην έμμεση επικοινωνία, ιδίως, σε ότι αφορά τις τηλεφωνικές κλήσεις και τις βιντεοκλήσεις, όπου συχνά ο γονιός λέει ότι «ναι, μεν το δικαστήριο έχει βγάλει απόφαση για βιντεοκλήσεις, αλλά, όσες φορές παίρνω το τηλέφωνο είναι κλειστό», ο άλλος γονιός λέει «ναι, μα δεν έχω σήμα» ή ότι «ήμασταν στο αυτοκίνητο μέσα στο τούνελ» ή ότι «εκείνη τη στιγμή είμασταν στο μπάνιο» και λοιπά και λοιπά. Τέλος πάντων, όταν αυτό γίνεται συστηματικά, αρχίζουν και δημιουργούνται ερωτηματικά, κατά πόσον είναι μία εσκεμμένη και συστηματική προσπάθεια αποκλεισμού ποιοτικού χρόνου γονέα-παιδιού.
Υπάρχει πιθανότητα να αποκλειστεί ο άλλος γονέας, ακόμα και συμβολικά. Δηλαδή, να μην υπάρχουν φωτογραφίες, να μην υπάρχουν αντικείμενα από την πρόωρη συμβίωση των γονιών, τα δώρα που κάνει ο ένας γονιός προς τον άλλον να μην υπάρχουν στο έτερο σπίτι, δηλαδή, ακόμα και ρούχα υπάρχουν γονείς που όταν το παιδί πάει στο δικό τους σπίτι θα φορέσει άλλη «στολή», να μην υπάρχει τίποτα που να θυμίζει τον άλλο γονέα. Η αποφυγή του ονόματος «μπαμπάς» ή «μαμά». Ο μπαμπάς γίνεται «Γιώργος», η μαμά γίνεται «Κατερίνα» ή ακόμα και ειρωνικά ονόματα ή κοροϊδευτική ονόματα, όπως «ο ακατανόμαστος» ή οτιδήποτε άλλο σκαρφιστούν. Τα οποία, βέβαια, όταν δεις το παιδί, σου τα μεταφέρει. Δεν θα πει το παιδί «η μαμά», θα πει «η Κατερίνα», «πήγα στην Κατερίνα, χθες». Λοιπόν, μία αρκετά ύπουλη στρατηγική αποξένωσης είναι αυτή η υποτίθεται «Δημοκρατία» στο να διαλέξει το παιδί αν θα επικοινωνήσει με τον γονιό του: «Ό,τι πει το παιδί, γιατρέ μου. Εγώ τί». Όταν το παιδί είναι τεσσάρων χρονών και όταν κάνεις την ερώτηση στον γονιό αυτόν, αν στα 8-9 χρόνια σου πει το παιδί δεν θέλει να πάει σχολείο, εσύ θα έρθεις να μου πεις, «ό,τι πει το παιδί γιατρέ μου»; Άρα, πολλές φορές οι αποξενωτές-γονείς κρύβονται πίσω από, ενίοτε, και αναμενόμενες και φυσιολογικές δυσαρέσκειες των παιδιών. Το παιδάκι παίζει, δεν θέλει να διακόψει το παιχνίδι να πάει στον γονιό του. Σε μισή ώρα θα μπορούσε να πάει. Είναι στο δωμάτιο του, είναι βολεμένο μπορεί να μην θέλει, αλλά, το ότι δεν θέλει να πάει στον μπαμπά του, στις 6:30, δεν σημαίνει ότι δεν θέλει τον μπαμπά του. Αν οι γονείς είχαν κατανόηση, θα μπορούσαν να αλλάξουν λίγο το πρόγραμμα, μισή ώρα νωρίτερα ή μισή ώρα αργότερα, και εκεί αρχίζουν οι παρεξηγήσεις. Ο άλλος γονιός λέει, ότι «κάθε φορά που πάω να πάρω το παιδί, έχει ήδη φωνάξει φίλους του στο σπίτι από πριν, ώστε να μην έχει τη διάθεση να έρθει σε εμένα», δημιουργώντας όλες αυτές τις τρίπλες και τα τερτίπια, όπως λέμε, για να παρεμποδίσει την επικοινωνία και να βάλει διλήμματα στο παιδί, για το αν θα διαλέξει τον γονέα-στόχο ή κάποια άλλη δραστηριότητα.
Και βέβαια, επικορωνίδες στρατηγικών αποξένωσης, είναι η αλλαγή του ονόματος του παιδιού, είτε ανεπίσημα, είναι βαπτισμένος με το όνομα του πεθερού και το φωνάζουν με άλλο όνομα πλέον, είτε και επίσημα, όταν το παιδί ενηλικιωθεί.
Επομένως, για να ανακεφαλαιώσουμε, στην γονική αποξένωση, είτε το πούμε «σύνδρομο», είτε το πούμε «κατάσταση», είτε όπως θέλουμε να το πούμε, υπάρχει μία συμμαχία και παθολογική ψυχολογική ταύτιση του παιδιού με τον γονέα-αποξενωτή, αρχίζει να δημιουργείται μία ψυχολογική απόσταση μεταξύ του παιδιού και του γονέα στόχου, με όλες αυτές τις στρατηγικές αποξένωσης που είπαμε, αρχίζουν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ανάπτυξης απογοήτευσης και θυμού, και από το παιδί προς τον γονέα-στόχο, αλλά, και από τον γονέα-στόχο προς το παιδί. Έχω, δηλαδή, αρκετούς γονείς, οι οποίοι είναι θυμωμένοι με το παιδί τους και τους το βγάζουνε, ουσιαστικά, επιρρίπτοντας την ευθύνη στο παιδί. Με ανώριμο, βέβαια, τρόπο, ανώριμη είναι αυτή η αντίδραση. Αλλά, τέλος πάντων, πέφτουν μες στην φάκα αυτοί οι γονείς και αρχίζει η σύγκρουση μεταξύ παιδιού και γονιού, που τελική συνέπεια έχει την υπερβολική σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα απόρριψη του γονέα αυτού από το παιδί.
ΟΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ
Τώρα, να δούμε μερικές εκδηλώσεις στο παιδί, το οποίο αρχίζει να συμμετέχει σε αυτή την εκστρατεία αποδόμησης και το πρώτο χαρακτηριστικό είναι, ότι δεν εκδηλώνει καμία ντροπή και με πλήρη έλλειψη σεβασμού συμμετέχει στην συκοφάντηση του γονέα-στόχου και, συνήθως, με ηλίθια παραδείγματα. Ας πούμε, μου είχε πει ένα παιδάκι, «και ο μπαμπάς άχρηστος είναι, ούτε το Lower δεν μπόρεσε να πάρει στα αγγλικά» ή άλλες εκφράσεις είναι «ναι, κάθε φορά που πηγαίναμε στην ταβέρνα μιλούσε άσχημα στους σερβιτόρους» ή «έριχνε το φαγητό κάτω και λερωνόταν». Δηλαδή, πολύ δευτερεύοντα παραδείγματα και ανούσια παραδείγματα, ώστε να απορρίψεις έναν άνθρωπο αλλά και αξιολογικές κρίσεις, που δεν ταιριάζουν σε ένα παιδάκι της ηλικίας του, και είναι πράγματα που τα έχει μάθει από άλλους, εναντίον του γονιού του.
Ένα χαρακτηριστικό, είναι η απουσία οποιασδήποτε αμφιθυμίας προς τον γονέα-στόχο. Όσοι ασχολούμαστε με τα ψυχιατροδικαστικά και με τα παιδιά ξέρουμε, ότι, ακόμα και σε αποδεδειγμένες και, ενίοτε, σε σοβαρές περιπτώσεις κακοποίησης, είναι τέτοιος ο δεσμός του παιδιού με τον γονιό, που υπάρχουν στοιχεία αγάπης. Δηλαδή, είχα δει μία κοπελίτσα, η οποία κακοποιούνταν από τον μπαμπά της, και όταν ο μπαμπάς της ήρθε στον εξεταστικό χώρο μαζί με το με το παιδί, η πρώτη αντίδραση του παιδιού, αυτόματα, ήταν να σηκωθεί να πάει να τον χαιρετήσει, να τον ακουμπήσει. Άσχετα, βέβαια, αν, μετά στην πορεία της συνέντευξης, φανερώθηκε η πραγματική ψυχολογική κατάσταση και στάση του παιδιού. Αλλά, όταν μπαίνει, ήδη, το παιδί μέσα στο δωμάτιο με μία απόλυτη απόλυτα απορριπτική στάση απέναντι στον γονιό, λέγοντας ότι «δεν πήρε το Lower, τί να τον κάνω αυτό τον άχρηστο» και χωρίς καμία αμφιθυμία, αυτό ξέρουμε ότι δεν είναι μία φυσιολογική στάση.
Το άλλο είναι το φαινόμενο του ανεξάρτητου στοχαστή. Να πει, ότι «είναι δική μου η απόφαση, εγώ δεν θέλω να τον δω» ή «να την δω». Και, βέβαια, αν αφιερώσεις περισσότερο χρόνο στην εξέταση αυτού του παιδιού, θα δεις, ότι πολλά από τα σενάριά του, και οι λέξεις που χρησιμοποιεί είναι δανεικά, είναι εκφράσεις που θα ειπωθούν και από τον γονέα-αποξενωτή, ή επιχειρηματολογία που θα ειπωθεί με ακριβώς τον ίδιο τρόπο από τον γονέα-αποξενωτή. Θυμάμαι μία φορά, την μαμά που ρώτησε το παιδί μπροστά μου, για να μου δείξει, ότι το παιδί δεν θέλει να βλέπει τον πατέρα του, «Γιώργο, θέλεις να δεις τον βιολογικό σου πατέρα;» Αυτή ήταν η ερώτηση. Όπου, ο Γιώργος, κοιτούσε βέβαια λίγο έκπληκτος τη μαμά. Ούτε καν «μπαμπά», ούτε καν «πατέρα». «Θέλεις να δεις τον βιολογικό σου πατέρα;».
Καταλαβαίνετε, ότι η κατήχηση που είχε εισπράξει αυτό το παιδί όλο τον προηγούμενο καιρό, για το τί εστί μπαμπάς, τί εστί τυπικός μπαμπάς και ουσιαστικός μπαμπάς.
Και, βέβαια, υπάρχει η διασπορά της εχθρότητας και στο υπόλοιπο κομμάτι της οικογενείας του γονέα-στόχου, όπου τα παιδιά μπορεί να είχαν καλές σχέσεις με ξαδελφάκια, με θείους, με παππούδες, όμως και αυτοί αποκλείονται από τη ζωή του παιδιού αυτού.
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Δύο-τρία λόγια για την θεραπεία. Όπως είπαμε, η γονική αποξένωση δεν αφορά έναν άνθρωπο, αφορά ένα σύστημα. Και, όπως κάθε κατάσταση στην Ιατρική, υπάρχει ένα φάσμα. Υπάρχει από ήπιας μορφής, μέχρι και σοβαρή μορφή. Η αλήθεια είναι, ότι σε μία ήπια μορφή, σε πολλές καταστάσεις διαζυγίων, επειδή, όπως είπα και νωρίτερα, υπάρχει αυτός ο θυμός και η πίκρα, μπορεί να εμφανιστεί.
Αλλά, επειδή οι γονείς έχουν μία επαρκώς ώριμη προσωπικότητα ή έχουν υποστηρικτικούς μηχανισμούς να προσαρμοστούν, αυτό δεν προχωράει. Όσο, όμως, δυσκολεύουν τα πράγματα, και οι γονείς έχουν τις δικές τους δυσκολίες ως προσωπικότητες, η αποξένωση μπορεί να γίνει αρκετά σοβαρή, μέχρι αυτά που συναντάμε, οι ακραίες κατηγορίες κακοποίησης.
Θα πρέπει να δούμε, όπως είπα, τη θεραπεία, ως θεραπεία συστήματος και όχι ατόμου. Ότι μας φέρνουν το παιδί στο ιατρείο, για να το κάνουμε να δει τον μπαμπά του ή να το κάνουμε να μην νιώθει ένοχος που βλέπει τον μπαμπά του, και η μαμά ή ο μπαμπάς να μην θέλουν να συμμετάσχουν σε αυτό, είναι ειρωνεία. Οι περισσότερες από αυτές τις παραπομπές καταλήγουν με το αίτημα να δώσουμε μία γνωμάτευση στο τέλος, για δικαστική χρήση, προκειμένου να θριαμβεύσει ο ένας γονέας εναντίον του άλλου.
Επομένως, θεωρώ ότι τέτοιες θεραπείες δεν θα πρέπει να γίνονται, γιατί είναι Δούρειος Ίππος για μία γνωμάτευση, για δικαστική χρήση. Αν θα πρέπει να γίνει θεραπεία, ο ειδικός, θα πρέπει, να κάνει θεραπεία όλων. Και, θα πρέπει, να ακολουθούνται αρχές της οικογενειακής θεραπείας και της γνωσιακής/συμπεριφορικής ανασυγκρότησης. Δηλαδή, να δεις και το παιδί βεβαίως, αλλά να δεις και τη μαμά, και τον μπαμπά, και τους τρεις μαζί, και ανά δυάδες, ανάλογα με τις ανάγκες του περιστατικού. Και, βέβαια, το καλύτερο είναι να προλαμβάνεις αυτές τις καταστάσεις. Χρειάζεται, εκεί πέρα, μία σχετική ωριμότητα των γονιών. Υπάρχουν τέτοιοι γονείς, που, για να πω την καθαρή μου αλήθεια, είναι λίγα τα περιστατικά, που είχα στην καριέρα μου, μέχρι σήμερα, αλλά όσοι είχαν έρθει σε ένα πρώιμο στάδιο, οι οποίοι, και αυτοί αναρωτιούνται γιατί το παιδί είναι τόσο αρνητικό, εναντίον του άλλου γονέα, και είναι διατεθειμένοι να ακούσουν λάθη, που μπορεί να έχει κάνει ο καθένας, και να ακολουθήσουν και διαφορετικές πρακτικές, αυτά τα περιστατικά πάνε αρκετά καλά. Περιστατικά, που έρχονται, μόνο και μόνο, για να τους πει ο γιατρός και ο ειδικός «Ναι, εσύ μπαμπά, έχεις δίκιο», «Ναι, εσύ μαμά, έχεις δίκιο», αυτά, πάνε άσχημα.
Επιπλέον, ένα σημαντικό κομμάτι της θεραπείας είναι, ότι εξαρχής θα πρέπει να απελευθερωθεί το παιδί από το δικαίωμά του να διαλέξει, πότε θα επικοινωνήσει και πόσο θα επικοινωνήσει. Πρέπει οι γονείς, οι ειδικοί, να φτιάξουν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο, θα είναι μεν, παιδοκεντρικό αυτό το πλαίσιο της επικοινωνίας και της σχέσης με τον έτερο γονέα, αλλά, το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ακολουθηθεί.
Εκτός, όμως, από το θεραπευτικό αυτό καθαυτό κομμάτι στο οποίο είμαστε καλοί, εάν δεν υπάρχει και ένα σύστημα επαπειλούμενων συνεπειών, δύσκολα τα περιστατικά αυτά θα πάνε καλά, εκτός και αν όπως είπαμε, οι γονείς είναι επαρκώς ώριμοι, ώστε να δουν τα δικά τους λάθη και να θέλουν να αλλάξει πραγματικά η κατάσταση. Και με το επαπειλούμενο σύστημα συνεπειών, αναφέρομαι σε δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να προειδοποιήσουν ή να απειλήσουν για αλλαγή του καθεστώτος επιμέλειας, για να παίρνουν πιο δραστικά μέτρα σε ό,τι αφορά τον βαθμό επικοινωνίας και τη φύση της επικοινωνίας του παιδιού με το γονιό, και να μπορούν να εφαρμοστούν αυτές οι αποφάσεις. Αυτή είναι μία άλλη δυσκολία.
Επομένως, για να προσεγγίσεις ουσιαστικά το θέμα της γονικής αποξένωσης, είτε επαπειλούμενης, είτε ήδη πραγματοποιημένης, θα πρέπει να υπάρχουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας, οι οποίες να έχουν το θάρρος, όμως, να δώσουν σωστές γνωματεύσεις και καθοδήγηση, να υπάρχει ένα δικαστικό και οικογενειακό σύστημα που να έχει γνώση και εμπειρία από αυτά τα πράγματα, και υπηρεσίες προστασίας ανηλίκων, αλλά και η δυνατότητα επιβολής των δικαστικών αποφάσεων.
ΚΟΜΒΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η γονική αποξένωση αποτελεί διαταραχή του σχετίζεσθε, μέσω μιας παθολογικής τριγωνοποίησης στη σχέση παιδιού-γονέα. Αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την εξέλιξη της ψυχικής υγείας του παιδιού. Δεν αναζητούμε συμπτώματα ψυχιατρικής νόσου, άλλα σημεία:
– μη επαρκούς εξηγήσιμης απόρριψης ενός γονέα από το παιδί, δυσανάλογη των πραγματικών γεγονότων
– η οποία συμβαίνει σε ένα υπόβαθρο μιας εκστρατείας δυσφήμισης και αποδόμησης του Γονέα Στόχου.
Η θεραπεία πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα μέλη της οικογένειας.
Σε μεσαίες ή σοβαρές μορφές θα πρέπει να περιλαμβάνει μία πολυ-επιστημονική και δια-υπηρεσιακή προσέγγιση, με δυνατότητα επιβολής νομικών κυρώσεων.