ΓΟΝΕΪΚΗ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ ΚΑΤΣΙΚΕΡΟΣ

ΓΟΝΕΪΚΗ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ : ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ ΛΥΣΕΙΣ

άρθρο του Παναγιώτη Κατσικερού, Εφέτη Αθηνών

Α. ΟΡΙΣΜΟΣ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗΣ

Ι. ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΓΟΝΕΙΚΗΣ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗΣ

Η έννοια της γονεϊκής αποξένωσης δεν αναφέρεται ρητά στον Αστικό Κώδικα (Α.Κ.) όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 4800/2021 ή στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.), ούτε στον Ποινικό Κώδικα (Π.Κ.) ή το Νόμο 3500/2006 «περί ενδοοικογενειακής βίας».

Η μοναδική ρητή αναφορά υπάρχει στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου 4800/2021 (κεφ. Β σελ. 14), όπου περιγράφεται ως νομοθετικός σκοπός «να αποφεύγεται το φαινόμενο της γονεϊκής αποξένωσης». Η αιτιολογική έκθεση αποτελεί πηγή αυθεντικής ερμηνείας του Νόμου κατ’ άρθρα 74 παρ. 1 και 77 του Συντάγματος.

Ο όρος «γονεϊκή αποξένωση» υπήρχε στο αρχικό νομοσχέδιο Δεκεμβρίου 2020 για τις αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο (το συμφέρον του τέκνου «εξυπηρετείται πρωτίστως από την αποτροπή αποξένωσης του» από έκαστο γονέα : άρθρο 1511 παρ. 2 Α.Κ. – κακή άσκηση της γονικής μέριμνας είναι η «με κάθε τρόπο πρόκληση αποξένωσης του τέκνου» από τον άλλο γονέα : άρθρο 1532 παρ. 2  περ. β’ Α.Κ.).

Χωρίς να διευκρινισθούν οι λόγοι, τον Φεβρουάριο 2021 ο όρος «γονεϊκή αποξένωση» απαλείφθηκε από το τελικό κείμενο του Νόμου 4800/2021 και αντικαταστάθηκε από τη διατύπωση «διάρρηξη των σχέσεων» γονέα τέκνου (άρθρο 1511 και 1532 παρ. 2 Α.Κ.)

Κατά την άποψη του γράφοντος «η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς» (ισχύον άρθρο 1532 περ. β’ Α.Κ.) αποτελεί το εξωτερικά διαγνώσιμο αποτέλεσμα της «γονεικής αποξένωσης», βάσει του οποίου αποφασίζει το δικαστήριο.

Υπό την ανωτέρω νομική έννοια της, η γονεϊκή αποξένωση έχει τις κάτωθι έννομες συνέπειες :

α) η αποφυγή αυτής αποτελεί κριτήριο του συμφέροντος του τέκνου, που πρέπει να λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο, όταν αποφασίζει για την κατανομή της γονικής μέριμνας του τέκνου και το καθορισμό της επικοινωνίας γονέα – τέκνου (όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 1511 παρ. 2, 1513, 1520 και 1532 Α.Κ.)

β) η ύπαρξη αυτής αποτελεί λόγο ολικής ή μερικής αφαίρεσης της γονικής μερίμνας, δυνητικής για το δικαστήριο (όχι υποχρεωτικής), με την προϋπόθεση της υπαιτιότητας του γονέα (άρθρο 1532 περ. α’, β’ και γ’ Α.Κ.)

γ) εφόσον αυτή συνδέεται με παραβίαση δικαστικής απόφασης επικοινωνίας γονέα – τέκνου, συνιστά το ποινικό αδίκημα του άρθρου 169Α Π.Κ.

Από τη δικαστική πείρα είναι γνωστό ότι, η γονεική αποξένωση επέρχεται :

α) με παραβίαση δικαστικών αποφάσεων επικοινωνίας γονέα – τέκνου επαναλαμβανόμενα και για σημαντικό χρονικό διάστημα,

β) με εσφαλμένες δικαστικές αποφάσεις, που παρέχουν επικοινωνία γονέα τέκνου ελάχιστη ή / και υπό περιορισμούς (λ.χ. με παρουσία τρίτου προσώπου, χωρίς διανυκτέρευση στην οικία του δικαιούχου γονέα)

γ) με «τυπική» μεν τήρηση των δικαστικών αποφάσεων, αλλά ταυτόχρονα άσκηση, από τον έχοντα την επιμέλεια γονέα, κακής επιρροής στο τέκνο, ο οποίος υποβάλλει σε εκείνο, ανάλογα με την ηλικία και ωριμότητά του :

1) κατασκευασμένες και ψευδείς «αναμνήσεις» για τον άλλο γονέα (προνηπιακή και νηπιακή ηλικία)

2) κριτική «αναθεώρηση» – ανασκευή των εμπειριών του τέκνου, από το διάστημα διαμονής του με τον άλλο γονέα (νηπιακή και παιδική ηλικία)

3) αρνητικές αντιδράσεις έναντι του άλλου γονέα, κατά την διάρκεια της επικοινωνίας τους (παιδική και προεφηβική ηλικία)

ΙΙ. ΓΟΝΕΙΚΗ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ

Παρότι στο Νόμο 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας και στον Ποινικό Κώδικα δεν υπάρχει νομοθετικός ορισμός της ψυχολογικής βίας, εν τούτοις η τελευταία γίνεται δεκτή ως βλάβη της (ψυχικής) υγείας – και επομένως ως αξιόποινη πράξη – από τη νομολογία των δικαστηρίων.

Πλην όμως, δεν υπάρχει νομοθετικός ορισμός της γονεικής αποξένωσης, ούτε επεξεργασία της έννοιας αυτής από τις δικαστικές αποφάσεις, με συνέπεια να μην έχει αναγνωρισθεί ως ιδιαίτερη μορφή ψυχολογικής κακοποίησης και άρα ενδοοικογενειακής βίας.

Εν τούτοις, η κοινωνική πείρα έχει δείξει ότι : Ενδοοικογενειακή βία, έστω συγκαλυμμένη (αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνη), αποτελεί και η άσκηση ψυχολογικού καταναγκασμού στο τέκνο, δια της χειραγώγησης από τον ένα γονέα, με παράλογους, ψευδείς ή υπερβολικούς ισχυρισμούς και κατηγορίες σε βάρος του άλλου γονέα, με την αποσιώπηση της εικόνας και ύπαρξής αυτού, ακόμη και δια της υποβολής ψεύτικων «αναμνήσεων» για εκείνον στο τέκνο, ώστε να αρνείται την επικοινωνία και να μην έχει σχέσεις με τον άλλο γονέα («σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης»).

Σημειωτέον ότι η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί περίπτωση κακής άσκησης γονικής μέριμνας σύμφωνα με το άρθρο 1514 παρ. 3 στ’ Α.Κ. και επομένως λόγο ολικής ή μερικής αφαίρεσης της γονικής μέριμνας κατ’ άρθρο 1532 Α.Κ.

ΙΙΙ. ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΓΟΝΕΙΚΗΣ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗΣ

Η γονεική αποξένωση μπορεί να αποκτήσει συν τω χρόνω :

α) χαρακτηριστικά ψυχοπαθολογίας / ψυχολογικής διαταραχής του τέκνου («σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης»)

β) ψυχικώς παρεκλίνουσας συμπεριφοράς του αποξενωτή γονέα

γ) δυσβάστακτων ψυχολογικών συνεπειών σε βάρος του αποξενωμένου γονέα.

Το «σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης» είναι πάντοτε και «νομικά» γονεική αποξένωση, μάλιστα αποτελεί ένα προχωρημένο και πιο έντονο στάδιο αυτής.

Δεν συμβαίνει όμως απαραίτητα το αντίστροφο : Η «νομική» γονεική αποξένωση (προκληθείσα από : δικαστικές αποφάσεις με ελάχιστη και υπό περιορισμούς επικοινωνία / παραβάσεις δικαστικών αποφάσεων για σημαντικό χρονικό διάστημα / τήρηση μεν των δικαστικών αποφάσεων αλλά με άσκηση αρνητικής επιρροής από τον ένα γονέα στο τέκνο) δεν είναι απαραίτητα και «ψυχολογική», αλλά μπορεί να απέχει περισσότερο ή λιγότερο από το να επιδεινωθεί και καταλήξει ως τέτοια, δηλαδή στην πρόκληση ψυχικής βλάβης στο τέκνο.

Γι’ αυτό έχει καίρια σημασία η ταξινόμηση των περιστατικών γονεικής αποξένωσης σε «ψυχολογικά» (που χρήζουν θεραπευτικής αντιμετώπισης) και «νομικά» (τα οποία, ως προθάλαμος των ψυχολογικών, χρήζουν συμβουλευτικής αντιμετώπισης).

Εδώ τίθεται το ζήτημα της περιγραφής και οριοθέτησης του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» από την ψυχιατρική – ψυχολογική επιστήμη.

Για να επιτευχθεί τούτο, είναι αναγκαίο να μελετηθεί μεγάλος αριθμός τέκνων και γονέων.

Το απαιτούμενο υλικό για μελέτη θα αντληθεί, τόσο από τα αρχεία των αρμοδίων υπηρεσιών (εισαγγελία ανηλίκων, εταιρία προστασίας ανηλίκων, τμήμα προστασίας ανηλίκων ΕΛ.ΑΣ., δομές ψυχικής υγείας, κοινωνικές υπηρεσίες), όσο και από ενδιαφερόμενους γονείς οικειοθελώς (έκαστος θα παράσχει δικαστική απόφαση, ιστορικό και συνέντευξη σε ομάδα επιστημόνων).

Σκοποί της μελέτης θα είναι :

α) να ανιχνευθεί και καταγραφεί μία κοινή τυπολογία ψυχολογικών ευρημάτων – συμπτωμάτων (από όπου θα προκύψει και ο επιστημονικός ορισμός του «συνδρόμου») της γονεικής αποξένωσης

β) να διαμορφωθεί ένα πρωτόκολλο πρόληψης (συμβουλευτική αντιμετώπιση) των περιστατικών «νομικής» γονεικής αποξένωσης (προτού εξελιχθούν δυσμενώς ψυχοπαθολογικά)

γ) να διαμορφωθεί ένα πρωτόκολλο θεραπευτικής αντιμετώπισης των περιστατικών «συνδρόμου γονεικής αποξένωσης» (συμπτωματολογία – μέθοδος διάγνωσης – θεραπευτική της ομάδας επιστημονικής έρευνας

δ) να καθορισθεί η σχετική μεθοδολογία και με εφαρμογή αυτής να γίνουν η  επιλογή, η επιμόρφωση, η πρακτική εξειδίκευση και η πιστοποίηση των ειδικών ψυχικής υγείας, τόσο μέσα από το υπάρχον επιστημονικό προσωπικό, όσο και από τους αποφοίτους ειδικής κατεύθυνσης σπουδών εντός Α.Ε.Ι., οι οποίοι θα ασχολούνται με την πρόληψη (συμβουλευτική) και θεραπευτική αντιμετώπιση των περιστατικών γονεικής αποξένωσης.

Παράλληλα και ταυτόχρονα, κρίνεται απαραίτητη η «πιλοτική» αντιμετώπιση στην πράξη χαρακτηριστικών επιλεγμένων περιπτώσεων γονεικής αποξένωσης, τόσο νομικής, όσο και ψυχολογικής. Έτσι θα αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την ενδεδειγμένη επίλυση του προβλήματος και θα γίνει επαναβεβαίωση της ορθότητας των αντίστοιχων πρωτοκόλλων, όπως και επικαιροποίηση τους με νέα ευρήματα και τεχνικές αντιμετώπισης.

Από τα παραπάνω είναι σαφές, ότι απαιτείται κεντρική πολιτική παρέμβαση, ώστε να ενσωματωθούν σε νομικές διατάξεις τα συμπεράσματα (επιστημονικός ορισμός του συνδρόμου γονεικής αποξένωσης ως μορφής ενδοοικογενειακής βίας, ήτοι ψυχολογικής κακοποίησης τέκνου) και τα πρωτόκολλα (συμπτωματολογία – μέθοδος διάγνωσης – θεραπευτική ή συμβουλευτική αντιμετώπιση – επιλογή, επιμόρφωση, πρακτική και πιστοποίηση ειδικών) της ομάδας επιστημονικής έρευνας, που πρέπει άμεσα να συγκροτηθεί.

Β. ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΓΟΝΕΙΚΗΣ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗΣ 

Παρακάτω θα γίνει αναφορά μόνο στις αιτίες της γονεϊκής αποξένωσης που έχουν σχέση με θεσμικές και οργανωτικές αδυναμίες της Πολιτείας, κι όχι με τις προσωπικές συμπεριφορές, επιλογές και τυχόν ψυχοπαθολογία των γονέων.

Ι. ΑΝΕΠΑΡΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 

Ο Νόμος 4800/2021 :

(Α). Θεσπίζει πλήθος εξαιρέσεων της από κοινού κι εξίσου γονικής μέριμνας («συνεπιμέλεια») και του τεκμηρίου 1/3 επικοινωνίας γονέα – τέκνου :

α) οι «έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς» (αδιακρίτως αν επιτεύχθηκαν με αποξενωτική τακτική και παραβίαση δικαστικών αποφάσεων από τον ένα γονέα) δύνανται να θεμελιώσουν δικαστική απόφαση αποκλειστικής επιμέλειας (άρθρο 1514 παρ. 3 γ’ Α.Κ., του οποίου εν προκειμένω απαιτείται αποσαφήνιση με νομοθετική τροποποίηση)

β) τις «συνήθεις και επείγουσες» πράξεις επιμέλειας, μετά τον χωρισμό των γονέων, ασκεί εκείνος με τον οποίο διαμένει το τέκνο (αδιακρίτως αν, με μονομερή ενέργεια, κρατά το τέκνο : άρθρα 1513 εδ. β’ – 1516 παρ. 1 Α.Κ.)

γ) η μεταβολή διαμονής του τέκνου επιτρέπεται στον ένα γονέα, εφόσον δεν «επιδρά ουσιωδώς» στο δικαίωμα επικοινωνίας του άλλου γονέα (έστω κι αν το περιορίζει κάτωθι του 1/3), με προσωρινή διαταγή κατ’ άρθρο 1519 παρ. 2 Α.Κ. (ενώ πριν το Νόμο 4800/2021 απαιτούνταν οριστική απόφαση), χωρίς εξάρτηση της από σοβαρούς λόγους που εξυπηρετούν το συμφέρον του τέκνου

δ) έννοιες αόριστες («εξαιρετικά σοβαροί λόγοι», «ακαταλληλότητα» γονέα, «κακή ή καταχρηστική» άσκηση δικαιώματος επικοινωνίας) και εξωνομικές («συνθήκες διαβίωσης» και «καθημερινότητα» του τέκνου – λ.χ. τόπος διαμονής, σχολείο, δραστηριότητες, φιλικός κύκλος – ακόμη και αν επιβλήθηκαν μονομερώς από τον ένα γονέα, με σκοπό την απομάκρυνση του τέκνου από τον άλλο γονέα) αποτελούν λόγους μείωσης του χρόνου 1/3 επικοινωνίας, περιορισμού ή αποκλεισμού αυτής (άρθρο 1520 Α.Κ.).

[ Σημειωτέον ότι, το υπ. αρ. 2079/2015 ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης στην παρ. 5.5. αυτού καλεί τα κράτη – μέλη «να εισαγάγουν στη νομοθεσία τους την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας των παιδιών μετά το χωρισμό, περιορίζοντας τις εξαιρέσεις στην περίπτωση της κακοποίησης ή της παραμέλησης του παιδιού ή της ενδοοικογενειακής βίας και ρυθμίζοντας τον χρόνο εναλλαγής με βάση τις ανάγκες και το συμφέρον των παιδιών» ]

(Β). Δεν κατοχυρώνει την υποχρεωτική, με επιστημονικό και αδιάβλητο τρόπο, λήψη από το Δικαστήριο της γνώμης του τέκνου, με έρευνα τυχόν επηρεασμού και υποβολής της από έναν ή και τους δύο γονείς (βλ. αναλυτικά κατωτέρω κεφ. Γ παρ. Ι)

(Γ). Δεν προβλέπει αποτελεσματικά μέσα εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων συνεπιμέλειας και επικοινωνίας, καθώς επ’ αυτού έχουν αποτύχει, πρακτικά, η προσωπική κράτηση και χρηματική ποινή (άρθρο 950 Κ.Πολ.Δ.) και η πρόβλεψη ως ποινικού αδικήματος της παραβίασης δικαστικής απόφασης (άρθρο 169Α Π.Κ.) – βλ. αναλυτικά κατωτέρω παρ. ΙΙΙ

ΙΙ. ΕΣΦΑΛΜΕΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Υπό το παλαιό νομοθετικό καθεστώς εδώ και 4 δεκαετίες έχει παγιωθεί η δικαστική πρακτική να απονέμεται, στην πλειοψηφία των υποθέσεων, στον μη έχοντα την επιμέλεια γονέα (ο πατέρας στο 90 % των περιπτώσεων) επικοινωνία με το τέκνο για 1 έως 2 Σαββατοκύριακα μηνιαίως, λίγες ώρες για 1 έως 2 καθημερινές κάθε εβδομάδα, 7 ημέρες κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα και 15 ημέρες τα καλοκαίρια, δηλαδή ποσοστό περίπου 15 % του χρόνου ζωής του τέκνου.

(βλ. το υπ. αρ. 113/5-8-2020 έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και στατιστική έρευνα του συλλόγου «ΓΟΝΙΣ» επί 870 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τα έτη 1998 – 2007)

Το γενικό συμπέρασμα από τη μελέτη της νομολογίας και υπό το Νόμο 4800/2021, είναι ότι ο πατέρας, ακόμη και όταν – κατά δικαστική παραδοχή – είναι εξίσου κατάλληλος γονέας και αγαπά το ίδιο με τη μητέρα το ανήλικο τέκνο του, δεν δικαιούται συνεπιμέλεια στις ακόλουθες περιπτώσεις :

  1. νηπιακή ηλικία του τέκνου («βιοκοινωνική υπεροχή μητέρας», θεωρία που έχει καταρριφθεί, ως μεθοδολογικά ανακριβής και μη έγκυρη, από τις πρόσφατες επιστημονικές έρευνες – βλ. την από 10/7/2020 ανακοίνωση της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρίας).
  2. στενότεροι δεσμοί και συγκατοίκηση τέκνου με τη μητέρα
  3. τεταμένες σχέσεις ή έστω έλλειψη συνεργασίας των γονέων
  4. απόσταση κατοικιών των γονέων (ακόμη και εντός της ίδιας περιφέρειας λ.χ. Αττικής)
  5. μετακίνηση μητέρας σε άλλη πόλη για επαγγελματικούς και στεγαστικούς λόγους (ακόμη και χωρίς δικαστική άδεια)
  6. σταθερότητα συνθηκών διαβίωσης και καθημερινότητα του τέκνου (σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον – δραστηριότητες)
  7. άρνηση τέκνου να επικοινωνεί με τον πατέρα (χωρίς σοβαρή διερεύνηση αν είναι αποτέλεσμα γονεϊκής αποξένωσης)

Ως αποτέλεσμα, οι δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν υπό την ισχύ του Νόμου 4800/2021 :

α) σε ποσοστό 85 % δεν δίνουν ισόχρονη συνεπιμέλεια (σε βάρος του πατέρα)

β) σε ποσοστό 77 % δίνουν επικοινωνία στον πατέρα κάτω του 1/3 χρόνου ζωής του τέκνου

Αυτά προκύπτούν από στατιστική καταγραφή, που διενεργεί ο γράφων και έχει μέχρι στιγμής (14-9-2022) πανελλαδικό δείγμα 171 αποφάσεων για 226 παιδιά το δικαστικό έτος 2021 – 2022.

ΙΙΙ. ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ   

Οι λόγοι μη εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων είναι υποκειμενικοί (βούληση γονέων και τέκνων) και αντικειμενικοί (νομοθετικά κενά, θεσμικές αδυναμίες). Ειδικότερα :

( 1 ) Κοινότατο εμπόδιο αποτελεί η έλλειψη συνεργασίας του έχοντος την επιμέλεια γονέα, είτε με ευθεία παράβαση του δικαιώματος επικοινωνίας, είτε έμμεσα με ψυχολογική χειραγώγηση του τέκνου, ώστε να «αρνείται» την επικοινωνία με τον άλλο γονέα και να αποξενωθούν.

Συνήθως επιστρατεύονται νομιμοφανείς μέθοδοι αποξένωσης, όπως η εκμετάλλευση πλεονεκτημάτων της δικαστικής απόφασης (αποκλειστική επιμέλεια και διαμονή του τέκνου) ή η διαιώνιση και όξυνση της αντιδικίας (λ.χ. με ανυπόστατες κατηγορίες για βίαιη συμπεριφορά ή σεξουαλική κακοποίηση).

Επιπλέον, η «άρνηση» και αποξένωση του τέκνου χρησιμοποιείται στα δικαστήρια από τον υπαίτιο γονέα ως ισχυρισμός, για να αποποιηθεί τις ευθύνες του και να επιτύχει, ελλείψει επιστημονικής διερεύνησης και ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου :

α ) την αθώωση του για παραβίαση δικαστικής απόφασης (άρθρο 169Α παρ. 1 Π.Κ.).

β ) την αποφυγή των μέσων εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, δηλ. προσωπική κράτηση και χρηματική ποινή (άρθρα 950 παρ. 2 συνδ. 947 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.)

γ ) την απόρριψη των ενδίκων βοηθημάτων του αποξενωμένου γονέα (προσωρινή διαταγή, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αγωγή) για συνεπιμέλεια ή επωφελέστερη μεταρρύθμιση της επικοινωνίας (αύξηση χρόνου, διανυκτερεύσεις, άρση περιορισμών)

Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος (δικαστική ανάθεση αποκλειστικής επιμέλειας –> αποξένωση και «άρνηση» τέκνου –> δικαστική απόρριψη συνεπιμέλειας –> παγίωση αποξένωσης), που λήγει με την ενηλικίωση (και ανεπανόρθωτη ψυχική βλάβη) του τέκνου.

( 2 ) Οι αστικές και ποινικές κυρώσεις του ισχύοντος δικαίου, αποδείχθηκαν στην πράξη αναποτελεσματικές :

α ) προσωπική κράτηση και χρηματική ποινή είναι προαιρετικές (άρθρο 950 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και για την επιβολή τους απαιτούνται τρεις δίκες :

η πρώτη για να απειληθούν (άρθρα 950 παρ. 2 συνδ. 947 παρ. 1 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ.),

η δεύτερη για την βεβαίωση παράβασης και καταδίκη (άρθρο 947 παρ. 1 εδ. γ’ Κ.Πολ.Δ.)

και η τρίτη για την εκτέλεσή τους (άρθρο 1050 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.)

β ) η προβλεπόμενη ποινή για την παραβίαση δικαστικής απόφασης μειώθηκε, από φυλάκιση 6 μηνών έως 5 ετών (άρθρο 232Α παλαιού Π.Κ.), σε φυλάκιση 10 ημερών έως 1 έτους (η οποία αναστέλλεται κατ’ άρθρο 99 Π.Κ. ή μετατρέπεται σε χρηματική ποινή κατ’ άρθρο 82 Π.Κ.) ή χρηματική ποινή (άρθρο 169Α παρ. 1 νέου Π.Κ.)

γ ) χρηματική ποινή και ποινική καταδίκη, όταν καταστούν μετά από 5 – 7 έτη αμετάκλητες, δεν έχουν χρησιμότητα : σπανίως «πείθουν» τον γονέα να εφαρμόσει την δικαστική απόφαση επικοινωνίας, ενώ ήδη έχει παγιωθεί η «άρνηση» και αποξένωση του τέκνου

δ ) υπό την επίκληση του συμφέροντος του τέκνου – έστω προσχηματική από τον παραβατικό γονέα – είναι αμφίβολο αν θα διαταχθεί προσωπική κράτηση, πολύ δε περισσότερο να εκτελεσθεί, ενόψει του δικαιώματος «αντιρρήσεων» του γονέα (για λόγους μη περιγραφόμενους στο άρθρο 1050 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών με διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

( 3 ) Δεν προβλέπεται στο νόμο (άρθρα 1520 Α.Κ. και 950 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) διαδικασία παράδοσης – παραλαβής του τέκνου στην έναρξη και λήξη της επικοινωνίας. Συχνά οι δικαστικές αποφάσεις δεν διευκρινίζουν το ζήτημα ή περιέχουν ασαφείς και αναποτελεσματικές ρυθμίσεις. Έτσι δημιουργούνται ποικίλα εμπόδια στην επικοινωνία γονέα – τέκνου, νέες προστριβές και δικαστικές διενέξεις των γονέων.

( 4 ) Η συμμετοχή των λοιπών αρμοδίων (εισαγγελίες ανηλίκων, υπηρεσίες ψυχικής υγείας, κοινωνικοί επιμελητές, αστυνομία) στην εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων, διεπόμενη από ασαφές και μη δεσμευτικό νομοθετικό πλαίσιο, είναι αποσπασματική, χωρίς σύνδεση με την δίκη ενώπιον του οικογενειακού δικαστηρίου. Χαρακτηριστικά :

α ) Η συνεισφορά της εισαγγελίας ανηλίκων, όσον αφορά το ζήτημα της γονεϊκής αποξένωσης, εξαντλείται στην παραγγελία παιδοψυχιατρικής εκτίμησης του τέκνου, το πόρισμα της οποίας (αιτίες αποξένωσης – προτεινόμενες λύσεις) δεν είναι δεσμευτικό για δικαστήρια και γονείς. Εξάλλου παρατηρείται ότι δεν γίνεται αποδεκτή από τις εισαγγελικές αρχές (ανηλίκων και ποινικής δίωξης) η γονεική αποξένωση ως μορφή ψυχολογικής (ενδοοικογενειακής βίας).

β ) Οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας δεν διαθέτουν πρωτόκολλο διάγνωσης και αντιμετώπισης των περιστατικών γονεικής αποξένωσης, ούτε προσωπικό επαρκές σε αριθμό, εξειδικευμένο –  πιστοποιημένο και κατανεμημένο σε όλη τη χώρα.

Επειδή δεν προβλέπεται νομικά η υποχρεωτική συνδρομή των κρατικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας και κοινωνικών επιμελητών, τα δικαστήρια κατακλύζονται από αντικρουόμενες ιδιωτικές γνωματεύσεις (παιδοψυχολόγων, παιδοψυχιάτρων, οικογενειακών συμβούλων, ψυχιάτρων), συντασσόμενες  με εντολή και μονόπλευρη πληροφόρηση εκάστου των γονέων, οι οποίοι επιδιώκουν την αποδόμηση της προσωπικότητας αλλήλων και την παραπλάνηση των δικαστικών αρχών (σκοπό που συχνά επιτυγχάνουν).

γ ) Συχνότατα καλούνται, για καταμήνυση ή καταγραφή παραβάσεων του δικαιώματος επικοινωνίας, οι αστυνομικές αρχές, που όμως ( βάσει εσωτερικών εγκύκλιων οδηγιών ; ) δεν συνδράμουν στην εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις τα αστυνομικά όργανα, ελλείψει επιστημονικής επιμόρφωσής τους, καταγράφουν «άρνηση» του τέκνου να ακολουθήσει τον δικαιούχο επικοινωνίας γονέα, χωρίς να λαμβάνουν θέση για τα αίτια αυτής και τον υπαίτιο γονέα.

Γ. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ 

Ι. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ – ΛΗΨΗ ΓΝΩΜΗΣ ΤΕΚΝΟΥ

Είναι απαραίτητη η δημιουργία του «οικογενειακού δικαστηρίου», που θα λειτουργεί ως εξής :

α) Για μεσοδιάστημα 5 ετών : επιλογή δικαστών με αξιολόγηση της προσωπικότητας (μέσω πιστοποιημένων ψυχολογικών – κοινωνιολογικών ερωτηματολογίων) και υπηρεσιακής απόδοσης αυτών (μέσω μελέτης των αποφάσεων τους επί οικογενειακών υποθέσεων), υπό συνθήκες ανωνυμίας (έκαστος δικαστής θα παραδίδει τις αποφάσεις του με συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο, που θα λαμβάνουν κοινό κωδικό αριθμό, χωρίς εμφάνιση των στοιχείων ταυτότητας του, ώστε να διασφαλίζεται το αδιάβλητο και η αντικειμενικότητα της αξιολόγησης), από επιτροπή ανώτατων δικαστικών λειτουργών και επιστημόνων ψυχικής υγείας.

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, θα επιλέγονται με ασφάλεια ως οικογενειακοί δικαστές, εκείνοι που δύνανται να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στους σκοπούς του νόμου : ισόχρονη συνεπιμέλεια, εναλλασσόμενη κατοικία, ευρύτατη – ουσιαστική επικοινωνία, καταπολέμηση της γονεϊκής αποξένωσης, επιβολή κυρώσεων στους παραβατικούς γονείς.

Ακολούθως θα λάβει χώρα η επιστημονική επιμόρφωσή των επιλεγμένων δικαστών, μέσω σεμιναρίων, από νομικούς, κοινωνιολόγους και ειδικούς ψυχικής υγείας, τα οποία να έχουν περιεχόμενο συμβατό με τις ανωτέρω νομοθετικές επιδιώξεις (κάτι που ουδόλως συνέβη με τα επιμορφωτικά σεμινάρια που έλαβαν χώρα το καλοκαίρι 2021 και ήσαν – όσον αφορά την επιλογή διδασκόντων και περιεχομένου εισηγήσεων – αντίθετα με το γράμμα και πνεύμα του Νόμου 4800/2021).

β) Μετά από μία 5ετία : συγκρότηση οικογενειακών δικαστηρίων, από απόφοιτους νομικών σχολών και νέο-ιδρυόμενης επιστημονικής κατεύθυνσης, με πρόγραμμα σπουδών νομικής, παιδοψυχολογίας, ψυχιατρικής και παιδαγωγικής. Συγκεκριμένα :

Το οικογενειακό δικαστήριο θα έχει ίσο αριθμό ανδρών και γυναικών, χωρισμένο σε τριμελείς συνθέσεις, ώστε να γίνεται διάσκεψη και ενδελεχής μελέτη κάθε υπόθεσης.

Το οικογενειακό δικαστήριο θα έχει αρμοδιότητα για το σύνολο της αστικής δίκης (συμπεριλαμβανομένης της αναγκαστικής εκτέλεσης) και της ποινικής δίκης (παραβιάσεις δικαιωμάτων συνεπιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής και νόμου περί ενδοοικογενειακής βίας).  Σκοπός αυτής της ρύθμισης είναι η ενότητα και ασφάλεια της δικανικής κρίσης, ο άμεσος κατευνασμός και η συνολική επίλυση της οικογενειακής διαφοράς.

Ο γονέας που αντιμετωπίζει πρόβλημα επικοινωνίας με το τέκνο του, θα μπορεί να ενημερώνει το οικογενειακό δικαστήριο, το οποίο άμεσα καλεί τους γονείς, μετά των δικηγόρων τους, για κατάθεση αγωγής και προτάσεων με αποδεικτικά έγγραφα, σε σύντομη προθεσμία.

Η δικογραφία (αγωγή – προτάσεις – έγγραφα διαδίκων) χρεώνεται για μελέτη σε εισηγητή – δικαστή, μέλος του οικογενειακού δικαστηρίου.

Ορίζεται διαμεσολαβητής (οπωσδήποτε παιδοψυχολόγος, με πιστοποιημένη εξειδίκευση και εμπειρία σε θέματα χωρισμένων γονέων και γονεϊκής αποξένωσης), ο οποίος συντάσσει έκθεση για τις σχέσεις γονέων – τέκνου, τα αίτια των προβλημάτων τους και τις προτεινόμενες λύσεις.

Ο δικαστής συμμετέχει ενεργά στη διαμεσολάβηση, καλώντας σε ακρόαση τους γονείς και έχοντας επανειλημμένα προσωπική επικοινωνία με το τέκνο.

Η επικοινωνία δικαστή – τέκνου προβλέπεται :

στο άρθρο 612 Κ.Πολ.Δ. : «Το δικαστήριο … πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του. … Η επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο γίνεται ιδιαιτέρως και δεν επιτρέπεται να είναι παρόν σε αυτήν άλλο πρόσωπο, εκτός αν ο δικαστής κρίνει διαφορετικά. Για το περιεχόμενο της συνομιλίας δεν συντάσσεται έκθεση.»

και στο άρθρο 1511 Α.Κ. : «Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με την γονική μέριμνα και τα συμφέροντά του»

Οι παραπάνω νομοθετικές ρυθμίσεις είναι ανεπαρκείς :

Πρέπει οπωσδήποτε να ελέγχεται από το δικαστήριο εάν η γνώμη του τέκνου αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής ενός εκ των δύο γονέων (κάτι που προέβλεπε το αρχικό νομοσχέδιο Δεκεμβρίου 2020, πλην όμως, για λόγους που δεν εξηγήθηκαν, απαλείφθηκε τον Απρίλιο 2021 από το τελικό κείμενο του Νόμου 4800/2021), ουσιαστικά δηλαδή να διακριβωθεί αν υπάρχει σκόπιμη γονεική αποξένωση.

Για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, πρέπει η προσωπική επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο να γίνεται υποχρεωτικώς για παιδιά σχολικής ηλικίας (άνω των 6 ετών), με συμμετοχή διαμεσολαβητή – παιδοψυχολόγου ο οποίος θα γνωμοδοτεί γραπτώς, αρχικά κατά μόνας με το τέκνο, ακολούθως με την παρουσία εναλλάξ εκάστου γονέα (ώστε να μελετηθεί η αλληλεπίδραση γονέα – τέκνου), σε κατάλληλο διαμορφωμένο και φιλικό για παιδιά χώρο, με βιντεοσκόπηση – μαγνητοφώνηση της διαδικασίας για αποκλειστική χρήση στην αστική δίκη (με ενημέρωση μόνον των γονέων και απαγόρευση οποιαδήποτε άλλης χρήσης ή κοινολόγησης σε τρίτους, που θα προβλέπεται και τιμωρείται ως κακούργημα).

Η διαμεσολάβηση ολοκληρώνεται :

α) είτε με συμφωνητικό των γονέων, οι οποίοι μπορούν να επιλέξουν μεταξύ περισσότερων εναλλακτικών σχεδίων γονεϊκής ανατροφής «parenting plans», τα οποία θα καταρτίζει ο δικαστής με βάση τις ανάγκες του τέκνου, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη του και εκείνες των γονέων του,

β) είτε με πρακτικό καταχώρησης των επιμέρους σημείων διαφωνίας – συμφωνίας των γονέων, οπότε προς επίλυση τους θα εισάγεται η υπόθεση σε δίκη ενώπιον του τριμελούς οικογενειακού δικαστηρίου.

Στη δεύτερη περίπτωση, η υπόθεση εκδικάζεται, σε σύντομη δικάσιμο, σε μία συζήτηση, χωρίς δικαίωμα αναβολής, ούτε δυνατότητα προδικαστικής απόφασης λ.χ. πραγματογνωμοσύνης (την ανάγκη της καλύπτει ήδη η έκθεση διαμεσολαβητή), εκτός αν συντρέχουν επείγοντες λόγοι ή νεότερα περιστατικά προς διερεύνηση.

Να μην προβλέπεται δίκη ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινής διαταγής. Διότι με τη σημερινή μορφή τους δεν διεξάγονται από οικογενειακό δικαστήριο με απαραίτητη εξειδίκευση, δεν υπάρχει προστάδιο διαμεσολάβησης, η αποδεικτική διαδικασία είναι σύντομη και χωρίς πρακτικά, ενώ η απόφαση λαμβάνεται με πιθανολόγηση (Κ.Πολ.Δ. 690 παρ. 1), συνθήκες όπου εμφιλοχωρούν το σφάλμα και η αστοχία στη δικανική κρίση.

Είναι σκοπιμότερο να ανατεθεί στον εισηγητή – δικαστή η αρμοδιότητα (αφού έχει μία πρώτη επικοινωνία με το τέκνο και διαβούλευση με τους γονείς, με συνδρομή του διαμεσολαβητή), να λαμβάνει προσωρινά μέτρα ρύθμισης των οικογενειακών διαφορών (και αν χρειαστεί, σε επόμενο χρόνο, να τα μεταρρυθμίζει), με ισχύ έως την έκδοση απόφασης επί της αγωγής.

Η ποινική δίκη θα διεξάγεται (παράλληλα με την αστική δίκη από το ίδιο οικογενειακό δικαστήριο) με απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο (χωρίς προανάκριση και διαδικασία συμβουλίων) και συζήτηση – έκδοση απόφασης σε μία δικάσιμο, χωρίς δικαίωμα αναβολής.

Η απόφαση του οικογενειακού δικαστηρίου θα είναι υποχρεωτικώς εκ του νόμου προσωρινά εκτελεστή. Σε περίπτωση που παραβιάζεται – ευθέως ή με επίκληση «άρνησης» του τέκνου – η δικαστική απόφαση από κάποιον γονέα :

α) Θα πρέπει να διερευνώνται, με ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, τα αίτια αυτής της συμπεριφοράς : Εφόσον πηγάζουν από ψυχοπαθολογία του γονέα, σε συνδυασμό με χειραγώγηση του τέκνου από αυτόν, είναι αναγκαία η παροχή ψυχολογικής υποστήριξης, μέσω συνεδριών με ειδικό ψυχικής υγείας, οι οποίες θα βοηθήσουν τον αποξενωτή γονέα να κατανοήσει την ωφελιμότητα για το τέκνο της συνεπιμέλειας και επικοινωνίας με τον άλλο γονέα.

β) Μία συγκεκριμένη διαδικασία παράδοσης – παραλαβής του τέκνου, κατά την έναρξη και λήξη του χρόνου συνεπιμέλειας / επικοινωνίας, θα πρέπει να προβλέπεται στο νόμο και να επαναλαμβάνεται στη δικαστική απόφαση : Το σχολείο του τέκνου, κατά την έναρξη και λήξη του σχολικού ωραρίου, είναι ένας εναλλακτικός τόπος και χρόνος παράδοσης – παραλαβής του τέκνου, όπου δεν θα υπάρχει άμεση επαφή των γονέων και έτσι θα αποσοβούνται εντάσεις μεταξύ αυτών, ενώ θα υποβοηθείται η προσέγγιση γονέα – τέκνου με τη συνδρομή και του εκπαιδευτικού προσωπικού. Είναι χρήσιμη, σε σφοδρές αντιδικίες, η παρουσία ειδικού ψυχικής υγείας, ο οποίος να συντάσσει έκθεση, προς δικαστική χρήση, σχετικά με τη συμπεριφορά του τέκνου και τη συμμόρφωση ή μη των γονέων στη δικαστική απόφαση, όπως και για τις αιτίες της τυχόν αρνητικής στάσης οποιουδήποτε εξ’ αυτών (γονείς – τέκνο).

γ) Επίσης, μπορεί να προβλεφθεί ένα (σύντομο) προστάδιο επικοινωνίας του αποξενωμένου γονέα με το τέκνο, με παρουσία του άλλου γονέα, οπότε ο τελευταίος, με την ενθάρρυνση ειδικού ψυχικής υγείας (ενδεχομένως και με παρουσία του εισηγητή – δικαστή) θα πρέπει να επανορθώσει στο τέκνο την αρνητική εικόνα του για τον άλλο γονέα.

δ) Ο ίδιος εισηγητής – δικαστής του οικογενειακού δικαστηρίου θα παρακολουθεί την εφαρμογή της απόφασής του. Σε περίπτωση που καταγγελθεί παράβασή της, θα καλεί άμεσα τους γονείς για να τους επιστήσει την προσοχή για τις νόμιμες συνέπειες, που θα είναι πλέον (πέραν των προαναφερόμενων μέτρων : πραγματογνωμοσύνη, συνεδρίες, παρουσία ειδικού ψυχικής υγείας κατά την παράδοση τέκνου, συνάντηση γονέων με ειδικό και δικαστή) η αφαίρεση επιμέλειας του τέκνου, η ποινική καταδίκη, η προσωπική κράτηση και η χρηματική ποινή.

ΙΙ. ΒΕΛΤΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

Πέραν της ανωτέρω λειτουργίας του οικογενειακού δικαστηρίου, για την υπέρβαση των δυσχερειών εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων συνεπιμέλειας και επικοινωνίας, είναι σκόπιμες νομοθετικές βελτιώσεις, που διαφάνηκαν ήδη στις παραπάνω αναπτύξεις. Συγκεντρωτικά πρέπει :

1) να υπάρξει διευκρίνιση στο νόμο α) του ορισμού της γονεϊκής αποξένωσης, ως μορφής  ψυχολογικής κακοποίησης και συνεπώς ενδοοικογενειακής βίας, β) των εννοιών «έως τότε δεσμοί με τους γονείς» των «συνθήκες διαβίωσης» και της «καθημερινότητα» του τέκνου και γ) των προϋποθέσεων μεταβολής διαμονής του τέκνου, δ) της μεθόδου επικοινωνίας δικαστή –τέκνου και επιστημονικής λήψης της γνώμης αυτού.

2) Προς εμπέδωση του αισθήματος ευθύνης εκάστου γονέα απέναντι στον άλλο γονέα και το τέκνο τους, αλλά και για αποφυγή οποιασδήποτε ερμηνευτικής αβεβαιότητας, να προβλεφθούν στο άρθρο 1532 Α.Κ. :

  1. i) ως διακριτή περίπτωση κακής άσκησης γονικής μέριμνας, η ψυχολογική χειραγώγηση του τέκνου από τον ένα γονέα (ή συγγενείς του ή τρίτα πρόσωπα υπό την ανοχή του) με σκοπό να αρνείται την επικοινωνία με τον άλλο γονέα και
  2. ii) μαχητό τεκμήριο ότι, η επανειλημμένη και για σημαντικό χρονικό διάστημα άρνηση του τέκνου να επικοινωνεί με τον ένα γονέα, οφείλεται σε υπαιτιότητα του άλλου γονέα, ο οποίος να έχει και το βάρος ανταπόδειξης άλλων αιτίων της αρνητικής συμπεριφοράς του τέκνου.

Εφόσον παγιωθούν στη νομοθεσία και νομολογία οι πέντε βασικοί κανόνες (συνεπιμέλεια, εναλλασσόμενη κατοικία, ελάχιστος χρόνος 1/3 επικοινωνίας, διαμεσολάβηση, κυρώσεις για κακή άσκηση γονικής μέριμνας), ουδείς εκ των δύο γονέων θα προσδοκά σε αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου μέσω της δικαστικής οδού. Με συνέπεια να εμπεδωθεί μία νέα κουλτούρα συνεργασίας των γονέων και αρκετές υποθέσεις να διευθετούνται στη διαμεσολάβηση ή εξώδικα.

Στην εφαρμογή του νόμου θα συμβάλει η οργάνωση «παρατηρητηρίου» της νομολογίας, με τήρηση στατιστικών δεδομένων, σε τέσσερις άξονες – ερωτήματα :

α ) οι αμετάκλητες αποφάσεις, που προέβλεπαν μόνον δικαίωμα επικοινωνίας, θα μεταρρυθμιστούν σε τι ποσοστό (αποδοχής νέων αγωγών) και σε ποιο βαθμό (συνεπιμέλεια ή λειτουργική – χρονική κατανομή της ή αύξηση χρόνου επικοινωνίας στο 1/3) ;

β ) στις πρωτοείσακτες υποθέσεις, σε ποια ποσοστά θα απορριφθούν ή γίνουν δεκτές – και στην δεύτερη περίπτωση σε ποιο βαθμό – οι νέες αγωγές συνεπιμέλειας και επικοινωνίας ;

γ ) οι ανωτέρω υπό α’ και β’ δικαστικές αποφάσεις, σε ποια ποσοστά θα εφαρμοσθούν ή παραβιασθούν από τους γονείς ;

δ ) στη δεύτερη περίπτωση, ποια θα είναι η αποτελεσματικότητα των αστικών ή ποινικών κυρώσεων κατά των παραβατικών γονέων (επομένως : θα συνεχίσουν να υπάρχουν αποξενωμένοι γονείς και τέκνα, σε ποιο ποσοστό και με ποιες αιτιολογίες) ;

III. ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟΙ ΘΕΣΜΟΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ 

Όπως διαφάνηκε από προαναφερόμενες αναπτύξεις, πρέπει να καθοριστεί νομοθετικά το πλαίσιο συμβολής των εισαγγελιών ανηλίκων, υπηρεσιών ψυχικής υγείας, κοινωνικών επιμελητών και αστυνομικών αρχών στην εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων :

α ) οι εισαγγελείς ανηλίκων, για τις υποθέσεις γονεϊκής αποξένωσης, να διατάσσουν υποχρεωτικά παιδοψυχιατρική εκτίμηση του τέκνου, διεξαγόμενη από πιστοποιημένο ειδικό ψυχικής υγείας κρατικού φορέα, σε σύντομο διάστημα, το δε πόρισμά της για τα αίτια αποξένωσης και τις προτεινόμενες λύσεις, να είναι νομικά δεσμευτικό για γονείς και δικαστήρια

β ) απεμπλοκή της αστυνομίας από την διαπίστωση παραβάσεων της συνεπιμέλειας και επικοινωνίας, αφότου ανατεθούν στους κοινωνικούς επιμελητές και ειδικούς ψυχικής υγείας αντίστοιχα καθήκοντα (μέχρι τότε όμως, είναι απαραίτητη η διευκρίνιση των εσωτερικών εγκύκλιων οδηγιών προς τους αστυνομικούς και η επιστημονική επιμόρφωση αυτών)

γ ) στελέχωση των κοινωνικών υπηρεσιών και ψυχικής υγείας με επαρκή αριθμό προσωπικού, εξειδικευμένο και πιστοποιημένο σε ζητήματα χωρισμένων οικογενειών και γονεϊκής αποξένωσης

δ ) υποχρεωτική συνδρομή των κρατικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας και κοινωνικών επιμελητών, σε όσες ανωτέρω περιπτώσεις αναφέρθηκε ως αναγκαία (με δικαίωμα των γονέων μόνο για διορισμό τεχνικών συμβούλων, των οποίων οι γνωμοδοτήσεις να συνεκτιμώνται – χωρίς να είναι δεσμευτικές – από τα δικαστήρια)

  1. IV. ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ

Για να γίνει εφικτή η υλοποίηση όσων διαλαμβάνονται στο παρόν κείμενο, είναι απαραίτητη η σύσταση ομάδας εργασίας επιστημόνων, με εκπροσώπους του συνόλου των εμπλεκόμενων φορέων, δηλαδή από το χώρο των δικαστικών, εισαγγελέων (ανηλίκων και ποινικής δίωξης), κρατικών δομών ψυχικής υγείας, κοινωνικών υπηρεσιών (λ.χ. εταιρία προστασίας ανηλίκων), αστυνομικών (τμήμα προστασίας ανηλίκων), αλλά και ανεξάρτητες προσωπικότητες με γνώσεις και ενδιαφέρον για το πρόβλημα της γονεικής αποξένωσης.

Μεταξύ αυτών είναι απαραίτητες οι τακτικές συναντήσεις σε ένα μόνιμο forum (ελέυθερα και διαρκώς διευρυνόμενου με ενδιαφερόμενους επιστήμονες και προσωπικότητες), που θα γίνουν παραγωγικότερες με ανταλλαγή εγγράφων απόψεων και κατανομή εργασίας, με σκοπό την σύνταξη μίας κοινής διακήρυξης αρχών και τη λήψη επιμέρους αποφάσεων, ακολούθως δε την υλοποίησή τους με τις εξής δράσεις :

  1. συλλογή, μελέτη και ταξινόμηση περιστατικών γονεϊκής αποξένωσης
  2. προώθηση «πιλοτικά» ατομικών λύσεων για αποξενωμένους γονείς και παιδιά
  3. εκπόνηση συλλογικής διεπιστημονικής εργασίας για τη γονεική αποξένωση
  4. σύνταξη πρωτοκόλλων προληπτικής και θεραπευτικής αντιμετώπισης
  5. σύνταξη πρωτοκόλλου πιστοποίησης ειδικευμένου προσωπικού ψυχικής υγείας
  6. επαφές με τη δικαστική και πολιτική ηγεσία, παρουσίαση στα Μ.Μ.Ε. και δημόσιες εκδηλώσεις (με συμμετοχή και των θιγόμενων γονέων : συνεντεύξεις – οπτικοακουστικό υλικό), προς ενημέρωση όσων λαμβάνουν αποφάσεις και της ελληνικής κοινωνίας για το πρόβλημα της γονεϊκής αποξένωσης
  7. οργάνωση και διεξαγωγή επιμορφωτικών σεμιναρίων για δικαστές, εισαγγελείς, αστυνομικούς, ειδικούς ψυχικής υγείας, κοινωνικούς λειτουργούς και γονείς
  8. επεξεργασία, υποστήριξη και παρουσίαση ολοκληρωμένης νομοθετικής πρότασης (για το οικογενειακό δικαστήριο και τη συγκρότηση των υποστηρικτικών δομών), στους αρμόδιους για λήψη αποφάσεων (πολιτικές και δικαστικές αρχές) και στην κοινή γνώμη

Leave a reply

Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με την επωνυμία «Κάθε παιδί χρειάζεται 2  Γονείς Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «A Child Needs 2 Parents ΑΜΚΕ»

Άρθρα

Επικοινωνία

Παναγή Τσαλδάρη 309
Νίκαια
ΤΚ: 18453

Υποστήριξη

Με ενθουσιώδεις εθελοντές, είμαστε έτοιμοι να σας στηρίξουμε οποιαδήποτε στιγμή.