Πηγή: Ιωάννης Βαλμαντώνης, Εφέτης, «Συνεπιμέλεια και το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου», 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 9ο κεφάλαιο, 2024
Α. Η επιστημονική αναγνώριση του συνδρόμου γονικής αποξένωσης.
Ως γονική αποξένωση ορίζεται η μετάδοση προς το ανήλικο αισθημάτων εχθρότητας και αρνητικής στάσης για το γονέα που δε διαμένει μαζί, με τον οποίο και σταδιακά αποξενώνεται. Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται συχνά όταν υφίσταται μια ψυχολογική δυσλειτουργία του τέκνου ως απόρροια της συμπεριφοράς της μητέρας ή του πατέρα, που επηρεάζει αρνητικά τις σχέσεις του με τον έτερο γονέα. Δύο είναι τα βασικά στοιχεία του συνδρόμου (Parental Aienation Syndrome, PAS), που προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό ψυχίατρο R. Gardner: α) οι συνειδητές εκδηλώσεις του ενός γονέα που αποσκοπούν στη πλύση εγκεφάλου (Barinwashing) του ανηλίκου και στη μετάδοση προς αυτό αρνητικής στάσης έναντι του έτερου αποξενωμένου γονέα και β) ο επηρεασμός του ανήλικου και η συνακόλουθη απέχθεια και αποξένωση του από το γονέα που δεν διαμένει μαζί. Το ανήλικο τέκνο συμμαχεί με το γονέα που έχει την επιμέλεια, μετατρέπεται σε ένα φορέα των αισθημάτων και των ιδεών του τελευταίου, αντιλαμβάνεται ως δικά του τα αισθήματα του μίσους και της εκδίκησης για τον έτερο γονέα, και διακόπτει την επικοινωνία με αυτόν χωρίς κάποιο δικαιολογημένο λόγο. Το παιδί πείθεται προοδευτικά ότι ο στοχοποιημένος γονέας δεν τον αγαπάει και ως αποτέλεσμα αισθάνεται υποχρεωμένο να συμπεριφέρεται με τρόπους που είναι αποδεκτοί από τον αποξενωτή γονέα για να μην υποστεί την απώλεια και της δικής του αγάπης. Παρουσιάζεται η αντιστροφή των ρόλων όπου το παιδί τελικά σε ρόλο γονέα προσπαθεί να ικανοποιήσει τη συνεχή ανάγκη του αποξενωτή για αγάπη και αφοσίωση με αντάλλαγμα τη δική του φροντίδα και επιβίωση.
Ενδεικτικά ως εκδηλώσεις του συνδρόμου αυτού, το παιδί : α) συμμετέχει σε μια εκστρατεία δυσφήμισης όπου συστηματικά και αδικαιολόγητα προσβάλλει και επιτίθεται στον έτερο γονέα, β) εμφανίζει απώλεια αμφιθυμίας, γ) διατηρεί μόνο αρνητικά συναισθήματα για το γονέα-στόχο και ακολουθεί μια λογική «άσπρο-μαύρο» (ήτοι ως ο απόλυτα καλός γονέας και ο κακός γονέας), δ) φαίνεται να παπαγαλίζει και να αναπαράγει τις απόψεις του αποξενωτή γονέα, ε) προβαίνει σε επιπόλαιους ορθολογισμούς προκειμένου να δικαιολογήσει την εχθρότητα στον αποξενωμένο γονέα, στ) εμφανίζεται ως «ελεύθερος στοχαστής», δηλαδή ότι η στάση προς τον αποξενωμένο γονέα είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης, ζ) παρουσιάζει απουσία ενοχής για τη στάση του προς το στοχοποιημένο γονέα και ενεργεί με αυξανόμενη εχθρότητα στον τελευταίο, αρνούμενο τελικά οποιαδήποτε επαφή, άρνηση που επεκτείνεται σταδιακά και στην οικογένεια του αποξενωμένου γονέα και η) επιδεικνύει αντανακλαστική υποστήριξη προς τον αποξενωτή γονέα.
Στη σχετική ορολογία, ο γονέας που διαμένει με το παιδί, ονομάζεται αποξενωτής (alienating parent) ή χειραγωγός ενώ ο γονέας, του οποίου την παρουσία απορρίπτει το παιδί, είναι αποξενωμένος (alienated parent) ή στοχοποιημένος και το παιδί, με τη σειρά του, αναφέρεται ως αποξενωμένο. Η συμπεριφορά της «αποξενωτικής» μητέρας, έχει οριστεί στη ψυχολογία ως το Σύμπλεγμα της Μήδειας: Οι μητέρες, αντί να σκοτώνουν τα παιδιά τους σε εκδίκηση εναντίων των συζύγων τους, όπως συμβαίνει στην τραγωδία του Ευριπίδη, προσπαθούν να καταστρέψουν το δεσμό πατέρα-γιού. Η γονική αποξένωση όμως είναι ανεξάρτητη από το φύλο ενός γονέα, διότι και οι πατέρες εμφανίζουν ενίοτε το ρόλο του αποξενωτή.
Η γονική αποξένωση αποτελεί μια μορφή ενδοοικογενειακής βίας, επειδή συντελείται ανάμεσα στα μέλη του οικογενειακού συστήματος. Η συναισθηματική – ψυχολογική κακοποίηση επέρχεται ιδίως μέσω της χειραγώγησης του παιδιού από τον αποξενωτή γονέα. Το αποξενωμένο παιδί γίνεται εργαλείο, το οποίο χρησιμοποιεί ο χειραγωγός γονέας για να προκαλέσει πόνο στον έτερο γονέα. Τα αποτελέσματα της χειραγώγησης είναι ολέθρια για τη ψυχική υγεία του τέκνου. Ειδικότερα, από τη κλινική έρευνα προκύπτει ότι τα παιδία, που έχουν αποξενωθεί ή ευρίσκονται στη διαδικασία αποξένωσης από τον ένα γονέα τους, έχουν πολλές πιθανότητες να εμφανίσουν, μεταξύ άλλων, συναισθηματικές δυσκολίες (χαμηλή αυτοεκτίμηση, κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές) και συμπεριφορικές δυσκολίες (επιθετικότητα, αδυναμία οριοθέτησης ή διαχείρισης θυμού, προβλήματα στη σύναψη υγιών διαπροσωπικών σχέσεων). Επίσης, παρουσιάζεται αυξημένο το ενδεχόμενο το αποξενωμένο παιδί – θύμα της χειραγώγησης να εμφανίσει στο μέλλον μια παρόμοια συμπεριφορά. Παράλληλα συνιστά μια μορφή παραμέλησης, διότι εξαιτίας της χειραγώγησης, το τέκνο στερείται τη βασική συναισθηματική υποστήριξη του ενός γονέα που είναι αναγκαία για τη φυσιολογική ψυχοσωματική του ανάπτυξη και εξέλιξη.
Τα τελευταία χρόνια, το σύνδρομο γονικής αποξένωσης έχει γίνει ένας όρος «ομπρέλα» που χρησιμοποιείται για να περιλάβει όλες τις καταστάσεις στις οποίες υπάρχει άρνηση ενός παιδιού να συναντήσει έναν γονέα. Είναι εσφαλμένος ο χαρακτηρισμός μιας κατάστασης a priori ως σύνδρομο γονικής αποξένωσης μόνο επειδή υπάρχει άρνηση – ακόμα και επίμονη – ενός παιδιού προς έναν γονέα. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για την ύπαρξη ενός τέτοιου συνδρόμου σε περιπτώσεις που η εχθρότητα και η απόρριψη είναι: προσωρινή, περιστασιακή και σπάνια, εμφανίζονται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, συνυπάρχουν με αυθεντικές και γνήσιες στιγμές στοργής, καθώς και όταν απευθύνονται σε αμφότερους γονείς.
Επιπλέον, από μέρους της διεθνούς νομικής και ψυχολογικής κοινότητας διατυπώνονται αντιρρήσεις ως προς την επιστημονική τεκμηρίωση του συνδρόμου της γονικής αποξένωσης και υποστηρίζεται ότι είναι μονοδιάστατη, απλοϊκή και επικίνδυνη η άποψη ότι ο γονέας που αναλαμβάνει τη φροντίδα του παιδιού έχει συνήθως ή κατά κανόνα την κύρια ευθύνη για την αποξένωση του από τον άλλο γονέα και παραγνωρίζει την πολυπλοκότητα του θέματος. Ειδικότερα παρουσιάζεται μια διχογνωμία μεταξύ ψυχολόγων και ψυχιάτρων για το εάν η γονική αποξένωση (Parental alienation) είναι πραγματικό σύνδρομο: δηλαδή εάν έχει μια αρκετά αυτοτελή και αναλυτική ταυτότητα, με δικά της, ακριβή και σταθερά ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά, που της επιτρέπουν τη διάκριση της από άλλες παθολογικές καταστάσεις ή εάν πρόκειται για μια πιο γενική διαταραχή της σχέσης, η οποία μπορεί επίσης να παρουσιάζει ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Το σύνδρομο αυτό δεν περιλαμβάνεται ως επίσημη και αυτοτελή πλέον διαταραχή, όπως π.χ. το DSM (Diagnostic and Statistical manual of Mental Disorders) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας και ICD (International Classification of Diseases) του Παγκ΄0οσμιου οργανισμού Υγείας. Η γονική αποξένωση εντοπίζεται στο DSM – 5 στο σημείο όπου αναφέρονται τα «Προβλήματα σχέσεων» και περιγράφεται στα προβλήματα σχετικά με την οικογενειακή ανατροφή, ενώ στο ICD-11 συμπεριλαμβάνεται άτυπα ως Caregiver-child relationship problem. Συνεπώς, το σύνδρομο γονικής αποξένωσης δεν φαίνεται να αντιστοιχεί σε μια προκαθορισμένη ατομική ψυχική διαταραχή, αλλά μάλλον σε μια διαταραχή σχέσεων μεταξύ ατόμων, μια δυσλειτουργική σχέση στην οποία συμβάλλουν ο αποξενωτής γονέας, ο αποξενωμένος γονέας και το εμπλεκόμενο τέκνο, η οποία μπορεί να διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Υφίσταται λοιπόν μια πληθώρα παραγόντων που μπορούν είτε από μόνοι τους είτε σε συνδυασμό να οδηγήσουν ένα παιδί να απορρίψει τον ένα γονέα και να αρνηθεί να έχει επικοινωνία μαζί του. Το γεγονός όμως ότι δεν έχει συμπεριληφθεί ως επίσημη διάγνωση στα διεθνή εγχειρίδια ταξινόμησης ψυχιατρικών διαταραχών, δεν σημαίνει πως θα πρέπει να αγνοείται παντελώς, ιδιαίτερα όταν η κλινική πράξη και η δικαστηριακή καθημερινότητα επιβεβαιώνει την ύπαρξη του.
Β. Οι αποξενωτικές συμπεριφορές.
Η θεωρητική συζήτηση για την αναγνώριση ή όχι του συνδρόμου γονικής αποξένωσης ελάχιστα ενδιαφέρει τη δικαστηριακή πρακτική. Στην πραγματικότητα, αυτός ο όρος δεν μπορεί να έχει καθοριστικό αντίκτυπο στις δικαστικές αποφάσεις που αφορούν την ανάθεση της επιμέλειας, τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του παιδιού και τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας. Αντίθετα καθοριστικής σημασίας αποτελούν τα εμπόδια που θέτει ένας γονέας στη σχέση του παιδιού με τον έτερο γονέα.
Ειδικότερα, συχνά παρατηρείται ο ένας γονέας, ιδίως αυτός που έχει την επιμέλεια, να εχθρεύεται ενεργά και να υποτιμά συστηματικά τον άλλο, αποδίδοντας τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης στα ελαττώματα του έτερου γονέα. Αποσκοπεί στη μετάδοση στο παιδί της ιδέας της (ηθικής) ακαταλληλότητας του έτερου γονέα, ακόμα και αν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Η αποξενωτική συμπεριφορά ενός γονέα μπορεί να συνίσταται στη συχνή θέση εμποδίων στη διατήρηση των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ του άλλου γονέα και των τέκνων. Συντρέχει και όταν δυσχεραίνεται η άσκηση των δικαιωμάτων και των καθηκόντων που απορρέουν από τη γονική μέριμνα καθώς και η ενημέρωση για τις διάφορες πτυχές της ζωής των παιδιών. Εάν επαναληφθεί για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, μπορεί να παρακινήσει τα ανήλικα να μη θέλουν πλέον να έχουν σχέσεις με τον έτερο γονέα ή ακόμα να τον εξαφανίσουν οριστικά από τον ορίζοντα της ζωής τους. Η συχνότητα των εμποδίων μάλιστα αυξάνεται, όσο τα δικαστήρια λαμβάνουν ολοένα και περισσότερο υπόψη τη γνώμη των τέκνων κατά την εκδίκαση των οικογενειακών υποθέσεων.
Η μεταβολή του τόπου κατοικίας του παιδιού, η συστηματική παρεμπόδιση της επικοινωνίας του τέκνου με τον στοχοποιημένο γονέα, η παραμέληση ενημέρωσης του μη έχοντος την επιμέλειας γονέα και ο μη σεβασμός των δικαστικών αποφάσεων επικοινωνίας αποτελούν πολύ συχνές τακτικές γονικής αποξένωσης. Στις πιο σοβαρές και δραματικές περιπτώσεις, παρουσιάζεται το φαινόμενο των ψευδών καταγγελιών για άσκηση βίας ή ακόμα και για σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών. Σε περιπτώσει2ς συγκρουσιακών διαζυγίων, τα τέκνα χρησιμοποιούνται ως εργαλεία του ενός γονέα, στην προσπάθεια του να πληγώσει ή να καταστρέψει τον έτερο στοχοποιημένο γονέα. Το κατακριτέο αυτό φαινόμενο είναι διεθνές. Η καταχρηστική εκ μέρους της μητέρας συνήθως καταγγελίας περί κακοποίησης των παιδιών, που χρησιμοποιείται ως μέσο εκβίασης, χαρακτηρίζεται ως το ανερχόμενο δικαστικό όπλο ενάντιών ιδίως του συζύγου πατέρα. Δεδομένου ότι συχνά μια τέτοια πράξη συνιστά κακούργημα, οι σχετικές κατηγορίες δημιουργούν μακροχρόνιες δικαστικές ποινικές διαδικασίες. Σε περιπτώσεις μεγάλης αντιδικίας, συχνά τότε αποδεικνύονται ψευδείς, αλλά έχουν πετύχει το σκοπό τους, ήτοι την πλήρη διακοπή των σχέσεων μεταξύ του κατηγορούμενου γονέα και των τέκνων.
Οι ως άνω συμπεριφορές ονομάζονται αποξενωτικές (alienating behaviors) και συνήθως αρχίζουν μετά τον χωρισμό των γονέων. Αρκετές όμως φορές ξεκινούν μεταγενέστερα, συχνά ως αντίδραση σε μια συμπεριφορά του άλλου που εκλαμβάνεται ως εσφαλμένη, ιδίως σε περιπτώσεις μη καταβολής διατροφής προς τα παιδία ή όταν ο γονιός που δεν διαμένει με το τέκνο δημιουργεί μια νέα σχέση στη ζωή του.
Πρόσφατα καταγγέλθηκε και το φαινόμενο των ψευδών βεβαιώσεων της ασέλγειας τέκνων από μπαμπάδες. Κατά την Ελληνική Ψυχιατροδικαστική Εταιρία, είναι ζωτικής σημασίας η εξειδικευμένη εκπαίδευση των ψυχολόγων και των ειδικών πραγματογνωμόνων, η τήρηση της επαγγελματικής ακεραιότητας και ο σεβασμός της δεοντολογίας. Ειδικότερα αναφορικά με τις γνωματεύσεις, που προορίζονται για δικαστική χρήση, πρέπει να ακολουθούνται οι ακόλουθες αρχές: α) να εκδίδονται από επιστημονικά καταρτισμένους επαγγελματίες, οι οποίοι έχουν εξειδικευτεί στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, της ενδοοικογενειακής βίας και έχουν καλή γνώση της νομοθεσίας που αφορά της προστασία, αλλά και τον τρόπο εξέτασης των ανηλίκων, β) να περιλαμβάνουν μια περιεκτική και αξιόπιστη εκτίμηση της κατάστασης και των συνθηκών υπό τις οποίες έχουν συμβεί τα γεγονότα, ακολουθώντας αναγνωρισμένες και μόνο πρακτικές, όπως αυτές έχουν περιγράφει στη βιβλιογραφία και δημοσιοποιηθεί από συναφείς επιστημονικές εταιρίας της χώρας, γ) να δίνουν έμφαση στο γεγονός ότι οι ασελγείς πράξεις σε ανήλικα αποτελούν σοβαρό εγκληματικό αδίκημα, που πρέπει να διερευνηθεί εξονυχιστικά ενώ παράλληλα πρέπει να ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα προστασίας και δικαιοσύνης, και δ) να γίνονται σε συνεργασία με τις αρχές και τις επίσημες δομές προστασίας ανηλίκων της χώρας.
Πράγματι η διερεύνηση των περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, σύμφωνα με την ΜΕφΑνΚρ 224/2023, αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Για την αξιόπιστη κατάθεση ενός παιδιού στα γεγονότα της καταγγελλόμενης σεξουαλικής κακοποίησης του απαιτείται κατάλληλη προετοιμασία: α) ανασκόπηση όλων των διαθέσιμων πληροφοριών, β) προηγούμενη εξέταση της οικογένειας του παιδιού, γ) προσεκτική προετοιμασίας της συνέντευξης με αυτό, δ) εκτίμηση του αναπτυξιακού επιπέδου του, και ε) έλεγχος των μνημονικών ικανοτήτων. Η εξέταση του παιδιού είναι απαραίτητο να γίνεται σε δύο ή τρείς το πολύ συναντήσεις και οι ερωτήσεις; Πρέπει να προχωρούν από τις ανοιχτές στις πιο συγκεκριμένες. Επίσης ο εξεταστής θα πρέπει να αναρωτηθεί, εάν βρίσκεται μπροστά σε ένα τέκνο που βιώνει το σύνδρομο γονικής αποξένωσης και να διερευνήσει την ύπαρξη εκ μέρους του γονέα κινήτρων εκδίκησης ή την ύπαρξη ψυχικής νόσου που τον οδηγεί σε διαστρέβλωση της πραγματικότητας καθώς και την παρουσία οποιουδήποτε προσώπου στο περιβάλλον του παιδιού, το οποίο, επανειλημμένως, ερμηνεύει ως σεξουαλικές τις συμπεριφορές των άλλων ή του συγκεκριμένου τέκνου. Προβλήματα επίσης ανακύπτουν όταν παραβιάζονται ουσιώδεις δεοντολογικοί κανόνες δικαστικής ψυχιατρικής, όπως η απαραίτητη τήρηση ουδετερότητας του εξεταστή – πραγματογνώμονα, καθώς και η οριοθέτηση του ρόλου του ως βοηθού του δικαστή και όχι ως ψυχοθεραπευτή ή τεχνικού συμβούλου. Στη διακστηριακή πρακτική, αυτό που έχει σημασία είναι η πραγματική συμπεριφορά τρου γονέα που διαμένει με το τέκνο, οι αλληλεπιδράσεις της έναντι του άλλου και η ψυχολογική ταλαιπωρία που προκαλούν τόσο στον αποξενωμένο γονέα όσο και κυρίως στον ανήλικο. Στη διάγνωση και αξιολόγηση της ψυχολογικής ταλαιπωρίας του ανηλίκου πρέπει να αποδίδεται σημασία κυρίως στη διάρκεια της αποξενωτικής συμπεριφοράς και στην ένταση των εκδηλώσεων της.
Συμπερασματικά, αυτό που πρέπει να αποδειχθεί επαρκώς δεν είναι αν η συμπεριφορά προκάλεσε ή όχι ένα σύνδρομο γονικής αποξένωσης, που συνιστά μια απαράδεκτη αξιολόγηση, η οποία εξομοιώνει τη γονική αποξένωση με τη θεωρεία tatertyp. Η τελευταία αναπτύχθηκε το έτος 1940 στη ναζιστική Γερμανία και βασιζόταν στην ιδέα ότι ένα άτομο μπορεί να υποβληθεί σε τιμωρία γι’ αυτό που είναι και όχι τόσο για τη πράξη που διαπράχθηκε. Το ίδιο συμβαίνει και με τόσες μητέρες που κατηγορήθηκαν ως «αποξενωτικές ή κακόβουλες» για πατρική απόρριψη από τα παιδία τους, με βάση κάποια τεστ και χωρίς να προκύπτει από κάποια συγκεκριμένη ανεπαρκή συμπεριφορά που εμποδίζει τη σχέση πατέρα-παιδιού. Αντικείμενο λοιπόν αποδείξεως είναι αν η συμπεριφορά του γονέα ήταν τέτοια που να διέρρηξε σοβαρά τη σχέση μεταξύ του παιδιού και τού έτερου γονέα με τον οποίο δεν διαμένει. Το Δικαστήριο θα κρίνει με γνώμονα την αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε απόφαση που αφορά την επιμέλεια και την επικοινωνία πρέπει πρωτίστως να αποσκοπεί στη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου, που αποτελεί τον πρωταγωνιστή της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Γ. Νομολογιακή αντιμετώπιση της γονικής αποξένωσης
Η ελληνική νομολογία είναι πλούσια αναφορικά με τη γονική αποξένωση. Ήδη από το έτος 1972 είχε επισημανθεί ότι προσκρούει στην ανθρώπινη φύση η αποξένωση του γονέα από το τέκνο και η αποστέρηση από τη τέρψη που παρέχει η ανατροφή του. Η συμπεριφορά της μητέρας που μετέβαλε το φρόνημα του τέκνου και το έστρεψε εναντίον του πατέρα κρίθικε ότι αποτελεί πλήρη ανατροπή του ψυχικού κόσμου του ανηλίκου, η οποία δύναται να οδηγήσει στη καταστροφή του. Το δικαστήριο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλείσει την άσκηση του δικαιώματος του γονέα για προσωπική επικοινωνία με το τέκνο του και να διακόψει την επαφή του γονέα με αυτό, γιατί τότε θα επερχόταν ανεπίτρεπτη νέκρωση του υφιστάμενου δεσμού τους. Η συστηματική και κατ’ επανάληψη παρεμπόδιση της επικοινωνίας του τέκνου από το γονέα που ασκεί την επιμέλια με τον άλλο γονέα μπορεί να οδηγήσει σε αποκοπή του τέκνου από τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει μαζί, κατάσταση που συνιστά γονική αποξένωση και οδηγεί σε δομικές ανισορροπίες και σε τελική ανάλυση στη συναισθηματική κακοποίηση του παιδιού.
Παρά το γεγονός ότι το φαινόμενο της γονικής αποξενώσης έχει αμφισβητηθεί από μέρος της επιστήμης της ψυχολογίας, εντούτοις, η ελληνική νομολογία δέχεται ότι σταδιακά γίνεται πλέον αποδεκτή η ύπαρξη του. Με αναλυτική παράθεση των εκδηλώσεων (συστηματική επιθετική και προσβλητική συμπεριφορά της ανήλικης προς την αποξενωμένη μητέρα, απουσία της ενοχής για τη συμπεριφορά που επιδεικνύει έναντι της μητέρας, εμφάνιση της λογικής του απόλυτα καλού γονέα και του απόλυτα κακού γονέα, δημιουργία ψευδών αναμνήσεων, αντανακλαστική και σθεναρή υποστήριξη του αποξενωτή πατέρα της), στη ΜΠρΠεθ 158/2021 πιθανολογήθηκε ότι συντρέχει περίπτωση συνδρόμου γονικής αποξένωσης. Την εμφάνιση του φαινομένου της γονικής αποξένωσης δέχθηκε και ΜΕφΘες 1686/2017, κατά την οποία η κατάσταση αυτή συνίσταται στην επιμονή των παιδιών, να μην επιθυμούν την επικοινωνία με έναν από τους γονείς τους, όταν αυτοί έχουν χωρίσει, επηρεαζόμενη από τη φανερή ή υποβόσκουσα βούληση του άλλου γονέα, να διακοπή η επαφή αυτή, ή και επειδή τα ίδια βρίσκονται σε σύγχυση και αμηχανία για τις συγκρούσεις των γονέων. Κατά τη κρίση του αυτή, το Δικαστήριο δεν πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά στο πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, που αναγνωρίζει το σύνδρομο της γονικής αποξένωσης, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη του κάθε πρόσφορο μέσο και να συνεκτιμά και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (έκθεση κοινωνικής έρευνας, μαρτυρικές καταθέσεις, γνώμη του ανήλικου τέκνου, εξέταση διαδίκων, αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων σχετικά με την έκβαση των καταγγελιών) που έχει στη διάθεση του για την εξειδίκευση του συμφέροντος του τέκνου.
Εξάλλου και το ΕΔΔΑ, ΣΤΗΝ ΥΠΌΘΕΣΗ Φουκιώτη κατά Ελλάδος, αναγνώρισε την ύπαρξη του ως άνω συνδρόμου. Η γονική αποξένωση παραβιάζει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (για την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), από το οποίο απορρέει το δικαίωμα ενός γονέα να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για να «επανενωθεί» με το παιδί του, ενώ θεμελιώνεται η υποχρέωση των εθνικών αρχών στην λήψη τους. Για παράδειγμα στην απόφαση Piazzi κατά Ιταλίας, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε την παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης από τις Ιταλικές αρχές οι οποίες, στην περίπτωση που η μητέρα που έπασχε από το σύνδρομο γονικής αποξένωσης, επέτρεψε να παγιωθεί μι8α De facto κατάσταση που δημιουργήθηκε από το μη σεβασμό των δικαστικών αποφάσεων, ενώ η πάροδος του χρόνου είχε σοβαρότερες συνέπιες για τον προσφεύγοντα πατέρα, που στερήθηκε την επαφή με το τέκνο του. Οι αρχές θα έπρεπε να είχαν λάβει πιο άμεσα και συγκεκριμένα μέτρα προκειμένου να αποκαταστήσουν την επαφή μεταξύ του προσφεύγοντος και του παιδιού του και ιδίως την παρέμβαση των κοινωνικών υπηρεσιών για την οργάνωση συναντήσεων μεταξύ τους, προκειμένου τα μέρη να καταστούν πιο συνεργάσιμα.
Σε περιπτώσεις γονικής αποξένωσης, καθίσταται λοιπόν επιβεβλημένη η μεσολάβηση ενός ειδικού ψυχικής υγείας, προκειμένου να διαγνώσει τη ψυχική κατάσταση των ανηλίκων, προτείνοντας τις ενδεδειγμένες λύσεις για την αποκατάσταση του δεσμού του αποξενωμένου γονέα με το παιδί προς όφελος της ψυχοσωματικής τους ανάπτυξης. Μπορεί να οριστεί ότι ο γονέας θα επικοινωνεί με το τέκνο του με προοδευτικά αυξανόμενη συχνότητα και σταδιακή διεύρυνση του χρόνου επικοινωνίας. Έτσι κρίθηκε ότι λόγο των αρνητικών αισθημάτων που καλλιέργησε η μητέρα στα παιδία για τον πατέρα τους, η επικοινωνία του μαζί τους προϋποθέτει μια περίοδο προσαρμογής με την παρουσία ψυχολόγου για χρονικό διάστημα ενός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης. Μετά την παρέλευση του χρόνου αυτού και την ανάκτηση των αισθημάτων εμπιστοσύνης, η επικοινωνία θα είναι αυξημένη για την αναγκαία ενίσχυση του ψυχοσυναισθηματικού δεσμού με τον πατέρα. Επιπλέον το δικαστήριο, δύναται να ορίσει αυτεπαγγέλτως παιδοψυχίατρο, προκειμένου να πραγματοποιήσει συνεδρίες ο αποξενωμένος γονέας μαζί με το ανήλικο τέκνο του, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και το σχετικό πρόγραμμα που ο ειδικός της ψυχικής υγείας θα υποδείξει, ώστε να δομηθεί μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ των γονέων και του τέκνου.
Σημειώνεται ότι κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, μόνο η άρνηση του τέκνου να επικοινωνεί με τον άλλο γονέα, για λόγους που αφορούν το ίδιο, δεν οφείλεται κατ’ ανάγκη, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε επίδραση του γονέα που διαμένει με το τέκνο, ενώ δεν θεσπίζεται με οποιοδήποτε κανόνα, υποχρέωση του γονέα που έχει την επιμέλεια να κάμψει την άρνηση του τέκνου να επικοινωνήσει με τον άλλο γονέα, πειθαναγκάζοντας το προς το σκοπό αυτό με κάθε μέσο. Ο γονέας που έχει υποστεί την αποξενωτική συμπεριφορά του άλλου δεν έχει το δικαίωμα να αποκτήσει με εξαναγκασμό την εγκαθίδρυση σχέσεων με το παιδί που πεισματικά αρνείται, τουλάχιστον εφόσον το τελευταίο διαθέτει την ωριμότητα. Κατά κανόνα, είναι αντίθετη με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού μια αναγκαστική επικοινωνία, που μπορεί να μετατραπεί σε ένα τραύμα (vulnus) για το ανήλικο.
Από την ελληνική θεωρεία, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η άρνηση του παιδιού να επικοινωνήσει με τον άλλο γονέα, επειδή ο γονέας που έχει την επιμέλεια καλλιεργεί αρνητικά αισθήματα για τον άλλον, θα πρέπει να θεωρείται (έστω κατά μαχητό τεκμήριο) ως δείγμα κακής άσκησης επιμέλειας και να αποτελεί στοιχείο για την αλλαγή του προσώπου άσκησης. Η διέγερση μίσους από τον ένα γονέα στη ψυχή του παιδιού σε βάρος του έτερου γονέα, συνιστά παράπτωμα που αντιβαίνει το συμφέρον του τέκνου και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τη ρύθμιση της ανατροφής και της επικοινωνίας με σκοπό την αποφυγή επιβλαβών συνεπειών στο τέκνο. Ο Ν.4800/2021 εισήγαγε ως κριτήριο της κακής άσκησης της γονικής μέριμνας τη διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένεια του και τη με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς (1532/2 περ.β ΑΚ). Παράλληλα η αποξενωτική συμπεριφορά δύναται να συνιστά και υπαίτια παραβίαση των όρων της συμφωνίας των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του παιδιού (1532/2 περ.γ ΑΚ). Η καθιέρωση των ως άνω αντικειμενικών κριτηρίων δύναται να ενεργήσει προληπτικά: Για να μη χάσει την επιμέλεια του παιδιού, ο γονέας θα απέχει από αρνητικές ψυχολογικές επεμβάσεις και θα ενδιαφέρεται για την καλύτερη διαπαιδαγώγηση του τέκνου, προκειμένου να αποφευχθεί η αποξένωση του από το γονέα που δε διαμένει μαζί του.
Ιδιαίτερα έντονη είναι η ιδεολογική σύγκρουση ως προς τις συνέπειες της κακής άσκησης της γονικής μέριμνας. Για τα κινήματα των μπαμπάδων, η αποξενωτική συμπεριφορά προκαλεί πάντα το σύνδρομο γονικής αποξένωσης, με συνέπεια να επέρχεται αναστροφή της επιμέλειας λόγω κακής άσκησης της, ενώ για τις φεμινιστικές οργανώσεις, το σύνδρομο δεν υφίσταται, και η επιμέλεια δεν δύναται να αλλάξει από αποξενωτικές συμπεριφορές. Η αναστροφή της επιμέλειας από τον αποξενωτή γονέα προς τον έτερο γονέα πρέπει να αντιμετωπιστεί με εξαιρετική προσοχή, σύνεση και ευαισθησία. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι μια απόφαση που μπορεί να βασίζεται στο απλό γεγονός ότι ο γονέας που διαμένει με το παιδί έχει συστηματικά και σοβαρά παραβιάσει το δικαίωμα του άλλου γονέα και που έχει ως συνέπεια την άρνηση του παιδιού να έχει σχέσεις με τον τελευταίο. Το Δικαστήριο πρέπει να προβεί σε μια δύσκολη στάθμιση. Η μεταβολή της επιμέλειας μπορεί να προτιμηθεί ΄μόνο εάν είναι πολύ πιθανό ότι θα δώσει θετικό αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα και ταυτόχρονα διατήρηση της παρούσας κατάστασης θα προκαλέσει μια υψηλή ζημία. Επιπλέον, είναι απαραίτητο η βραχυπρόθεσμη ψυχική ταλαιπωρία από τον χωρισμό με τον γονέα με τον οποίο διαμένει και αντιλαμβάνεται ως φυσικό προστάτη το, να ξεπεραστεί χωρίς να αφήσει πολύ τραυματικό αποτέλεσμα. Και τούτο διότι σε αντίθεση με την (σχετικά) εύκολη απομάκρυνση ενός παιδιού από έναν βίαιο γονέα, είναι πολύ δύσκολος ο χωρισμός από τον αποξενωτή γονέα, που συνήθως έχει πολύ υψηλές επιδόσεις φροντίδας και ο ανήλικος συνδέεται μαζί του. Έτσι η ΑΠ 1758/2022 δέχθηκε ότι η κατ’ επανάληψη παρεμπόδιση από τη μητέρα, της επικοινωνίας της ανήλικης με τον πατέρα, δεν συνεπάγεται αυτομάτως κατά το αρθ. 1532ΑΚ, την αφαίρεση της επιμέλειας από αυτήν ως τιμωρία για την παράνομη αυτή ενέργεια της ή κατανομή αυτής μεταξύ διάδικων, αλλά δίνει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να λάβει κάθε πρόσφορο μέτρο με βάση το βέλτιστο συμφέρον της ανήλικης. Ομοίως η ΜΠρΠειρ 1267/2021 έκρινε ότι η σχέση εξάρτησης και προσκόλλησης των τέκνων με τη μητέρα δεν επιτρέπει ολοκληρωτική αλλαγή στο καθεστώς της επιμέλειας τους, καθώς θα δυσκόλευε πολύ την προσαρμογή τους και θε έθετε σε δοκιμασία τον ψυχικό τους κόσμο. Αντίθετα κατά την ΜΠρΙωαν 270/2022 η σχετικά εμφυλοχωρήσασα πρόσκαιρη αποστέρηση (επί ενάμιση περίπου έτους) δεν καθίσταται ανυπέρβλητο εμπόδιο για την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας στον πατέρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ψευδείς καταγγελίες και τη συστηματική παρεμπόδιση της επικοινωνίας εκ μέρους της μητέρας. Συνεπώς για την αναστροφή της επιμέλειας του ανηλίκου δεν αρκεί η διάγνωση ενός συνδρόμου, αλλά ο δικαστής καλείται να εξακριβώσει την ύπαρξη της επιζήμιας για τον ανήλικο συμπεριφοράς.
Δ. Οικονομικές και Στερητικές της Ελευθερίας κυρώσεις
Οι αποξενωτικές ενέργειες που εφαρμόζει ο ένας γονέας σε βάρος του άλλου αποτελούν παράνομη συμπεριφορά, θεμελιωτική της ηθικής βλάβης του στοχοποιημένου γονέα, επειδή τον εμπόδισε να έχει μια σταθερή και αμοιβαία συναισθηματική σχέση με τα παιδιά του. Η υπερεθνική νομολογία το επιβεβαιώνει, εντάσσοντας σταθερά την παρεμπόδιση επικοινωνίας του τέκνου σε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής. Ωστόσο, η συμπεριφορά ενός γονέα που δεν καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλίσει ότι τα ανήλικα τέκνα συμμορφώνονται με τις διατάξεις της δικαστικής απόφασης μπορεί να μη συνιστά υπαίτια συμπεριφορά και να είναι δικαιολογημένη. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν ο αποξενωμένος γονέας έχει διαπράξει πράξεις ενδοοικογενειακής βίας ή έχει επιδείξει συστηματική υποτίμηση ή περιφρονητική συμπεριφορά εναντίον του έτερου γονέα και τα τέκνα έχουν βρεθεί μάρτυρες όλων αυτών, με συνέπεια να νιώθουν φόβο και αποστροφή για αυτόν το γονέα, ώστε να μη θέλουν να τον συναντήσουν ξανά.
Η αποξένωση του πατέρα από το τέκνο συνιστα προσβολή της προσωπικότητας του αλλά η ηθική βλάβη, που του έχει προκληθεί, συνιστάμενη στη πικρία, απογοήτευση, στενοχώρια και ακύρωση του πατρικού ρόλου, δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τη καταβολή χρηματικού ποσού. Οι χρηματικές κυρώσεις δεν αποτελούν το κατάλληλο εργαλείο για την αποκατάσταση της σχέσης μεταξύ γονέα και παιδιού, που ήταν προηγουμένως ανύπαρκτη και έχει μια συναισθηματική, ηθική και υπαρξιακή πολυπλοκότητα. Η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης για τον αποξενωμένο πατέρα θα επέλθει, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με την με αρωγή της αποξενώτριας μητέρας εξομάλυνση της επικοινωνίας, την εμπέδωση στα μάτια του τέκνου της πατρικής φιγούρας και την αγαστή συνεργασία των γονέων στα θέματα που αφορούν το τέκνο τους. Η έκταση της συμβολής του γονέα που διαμένει με το τέκνο για την αποκατάσταση της σχέσης του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο έχει διαταραχθεί η επικοινωνία, θα πρέπει να εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Στην κατάσταση αυτή, δύναται να συμβάλει η πραγματοποίηση συνεδριών των γονέων και του τέκνου από έναν ειδικό της ψυχικής υγείας, σύμφωνα με το πρόγραμμα που ο τελευταίος θα εκπονήσει, σε συνδυασμό με την υποστήριξη των δικηγόρων των μερών.
Κατά την κρατούσα όμως άποψη, επιδικάζεται χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, συνέπεια προσβολής της προσωπικότητας από την παρεμπόδιση της επικοινωνίας στον δικαιούχο γονέα, με την αιτιολογία ότι ο έχων την επιμέλεια, όχι απλώς δε διευκόλυνε την επικοινωνία με το τέκνο, αλλά την παρεμπόδιζε, γεγονός που συνιστά παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας, διότι επήλθε αποξένωση του έτερου γονέα από το παιδί ο οποίος δοκίμασε πίκρα, απογοήτευση και στενοχώρια καθώς και ακύρωση του γονικού ρόλου.
Ομοίως, η χρήση μέτρων τα οποία επάγονται στέρηση ελευθερίας του ενός γονιού θα πρέπει να θεωρείται ένα εξαιρετικό μέτρο και να μην τίθεται σε εφαρμογή παρά μόνο αφού έχουν χρησιμοποιηθεί ή διερευνηθεί άλλα μέσα. Αντίθετα τείνουν να επιδεινώσουν ακόμα περισσότερο τα αρνητικά αισθήματα του παιδιού προς το γονέα που οδήγησε στη φυλακή τον άλλο γονέα με τον οποίο είναι προσκολλημένο. Επιπλέον παραγνωρίζουν την πολύπλοκη δυναμική που έχουν οι οικογενειακές υποθέσεις και τους άλλους παράγοντες που θα πρέπει επίσης να συμβάλουν υπέρ της αποκατάστασης της σχέσης που δεν αφορούν τον γονέα που έχει υποστεί την τιμωρία.
Η παρέμβαση της δικαστικής αρχής μπορεί α είναι αποτελεσματική μόνο αν είναι άμεση, δηλαδή αν συνίσταται στη λήψη καταλλήλων μέτρων από την πρώτη στιγμή που αρχίζει να εμφανίζεται η αποξενωτική συμπεριφορά. Καθοριστική λοιπόν για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού είναι η ταχεία επέμβαση του δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και την έκδοση προσωρινής διαταγής, ώστε να επιλυθεί το πρόβλημα στο αρχικό του στάδιο, χωρίς όμως να οδηγεί ταυτόχρονα σε αναστροφή της επιμέλειας. Δυνατός είναι και ο εξοπλισμός της δικαστικής απόφασης με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε περίπτωση νέας παρεμπόδισης της επικοινωνίας του αποξενωμένου γονέα με το τέκνο κατ’ άρθρ. 950/2 και 947 ΚΠολΔ.
Επιθυμητή είναι η συμβολή και επιμόρφωση των δικηγόρων των μερών. Και τούτο διότι έχει παρατηρηθεί ότι στο 81% των περιπτώσεων ένας δικηγόρος συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στην αποξένωση και σε ψευδείς κατηγορίες, γεγονός που εγείρει δεοντολογικά θέματα στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Επιπλέον στις περιπτώσεις των έντονα συγκρουσιακών διαζυγίων και χωρισμών, αναγκαία καθίσταται η άμεση προληπτική παρέμβαση επαγγελματιών ψυχικής υγείας, με την εκπόνηση θεραπευτικών μέτρων. Ο νομοθέτης, πρέπει μετά την τολμηρή μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, να αναβαθμίσει τις ψυχολογικές, κοινωνικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες, που θα αποτρέπουν παρεξηγήσεις και ακρότητες και θα καθιστούν τα εμπλεκόμενα μέρη πιο συνεργάσιμα.
Η τέλεση συμπεριφορών γονικής αποξένωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα που είχαν ως αποτέλεσμα την άρνηση του παιδιού να διατηρεί μια σχέση με το στοχοποιημένο γονέα, καταδεικνύει πόσο ισχνό καθίσταται το νομικό πλαίσιο, όπως συμβαίνει συχνά όταν διακυβεύονται πρωτίστως συναισθήματα και φροντίδα. Παρά ταύτα, η νομοθετική μεταρρύθμιση του Ν. 4800/2021, με την επιβολή της κοινής ανατροφής των τέκνων από τους δύο γονείς και την εισαγωγή του τεκμηρίου 1/3 συνολικού χρόνου επικοινωνίας, συμβάλλει στην καλύτερη αντιμετώπιση της γονικής αποξένωσης. Η πρόληψη είναι πάντα καλύτερη από τη θεραπεία και αφορά φυσικά και τους δύο γονείς οι οποιοι οφείλουν να μην βάζουν τις μεταξύ τους διαφορές πάνω από το συμφέρον του παιδιού καθώς είναι σύμμαχοι στην ανατροφή του και πρέπει να είναι και οι δύο ενεργοί στη ζωή του.