Όσοι έχουν εμπλακεί στο οικογενειακό δίκαιο, οι περισσότεροι τουλάχιστον, δεν είχαν προηγούμενη επαφή με δικαστήρια και πιθανώς είχαν σχετική εμπιστοσύνη στους δικαστές. Μαθαίναμε από τα ΜΜΕ για τις μεγάλες καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων, αλλά πριν κάποιος οδηγηθεί τελικά σε δικαστικές αίθουσες, θεωρούσε ότι το θέμα είναι καθαρά αριθμητικό – έλλειψη προσωπικού για την διεκπεραίωση των υποθέσεων.
Στην πορεία ακολούθησαν ειδήσεις στα ΜΜΕ σχετικά με την παύση δικαστικών λειτουργών λόγω καθυστερήσεων σε δικαστικές αποφάσεις αστικού δικαίου – ακόμα και για απώλεια δικογραφιών και αστικές διαφορές που έμεναν αναπάντητες για χρόνια.
Σύμφωνα με τον Καθηγητή Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Brunel (https://achildneeds2parents.gr/διεθνές-περιοδικό-για-τα-δικαιώματα-τ/) υπάρχουν πολλοί λόγοι που οι Έλληνες δικαστές αποφασίζουν, με τον τρόπο που αποφασίζουν, στις υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, όπως αναφέρεται το πρόβλημα της «διεκπεραιωτής λογικής» και της «δημοσιοϋπαλληλικής αντίληψης» με την οποία αντιμετωπίζουν οι δικαστές αυτές τις υποθέσεις.
Είναι, όμως, μόνο αυτοί οι λόγοι; Αρκούν αυτές οι αναλύσεις για να εξηγήσουν αυτό που φαινόμενο; Υπάρχει κάποια άλλη πιθανή αιτία; Αυτή η αντιμετώπιση υποθέσεων οικογενειακού δικαίου που οδήγησε στην εισαγωγή του Ν.4800/21, όπου ουσιαστικά έθεσε βασικούς κανόνες για την διαχείριση αυτών των υποθέσεων. Ο νόμος αυτός εισήχθη όχι μόνο για να δημιουργήσει μια νοοτροπία στους πολίτες της χώρας (αυτή της από κοινού και εξίσου άσκηση γονικής μέριμνας και μετά από την διάσπαση της συμβίωσης των γονέων), αλλά κυρίως για να θέσει κανόνες στους δικαστικούς λειτουργούς για τον τρόπο που διαχειρίζεται η δικαστική εξουσία τέτοιου είδους υποθέσεις. Κανόνες σύμφωνους τόσο με τις σύγχρονες επιστήμες κλάδων της υγείας (παιδιών και ενηλίκων), αλλά και με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, τους οποίους η χώρα μας ως μέρος του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου οφείλει να ακολουθεί.
Παρόλα αυτά όπως προκύπτει από τη πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη από διεπιστημονική ομάδα και την ΑΜΚΕ «Παιδί με 2 Γονείς», προκύπτει ότι ένα χρόνο μετά την ψήφιση του ο προαναφερόμενος νόμος επί το πλείστο δεν εφαρμόζεται από τους δικαστικούς λειτουργούς της χώρας.
(https://achildneeds2parents.gr/έρευνα-δικαστικών-αποφάσεων-οικογεν/)
Στην έκθεση του ΟΟΣΑ για το 2020 για την Ελλάδα (https://www.oecd.org/economy/surveys/Greece-2020-OECD-economic-survey-Overview.pdf?fbclid=IwAR07JbrsXUJWk6jNK_WTnd9yg_1G58q7vXe51fnF8_Bi65pjS1C8ie6WUPs),
στην σελίδα 58 υπάρχει ένα γράφημα με τίτλο “D. Corruption by sector, Control of Corruption” για τη διαφθορά ανά τομέα του δημοσίου στη χώρα μας.
Στο κάτω μέρος της σελίδας υπάρχει ένας σύνδεσμος (https://doi.org/10.1787/888934154433) που οδηγεί σε ένα αρχείο με αναλυτικούς πίνακες. Ο τελευταίος πίνακας αφορά στο γράφημα αυτό. Εκεί φαίνεται ξεκάθαρα ότι η χώρα μας έχει από τα χαμηλότερα σκορ στη διαφθορά των δικαστών από όλα τα μέλη του ΟΟΣΑ (38 συνολικά).
Αυτό το γράφημα δεν αφορά στην αντίληψη των πολιτών για την διαφθορά των δικαστών. Για αυτό υπάρχει άλλο γράφημα. Το γράφημα αυτό καταγράφει την αντίληψη του ΟΟΣΑ για την διαφθορά των Ελλήνων δικαστών.
Γεννώνται, μοιραία, κάποια ερωτήματα:
Υπάρχουν εν εξελίξει έρευνες σε ποιους δικαστές αφορά αυτή η διαφθορά;
Αφορά αυτή η διαφθορά και σε δικαστικούς λειτουργούς που αποφασίζουν σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου;
Υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ της καταγεγραμμένης από τον ΟΟΣΑ, διαφθοράς των Ελλήνων δικαστών με τις αποφάσεις του οικογενειακού δικαίου, οι οποίες αν δεν είναι αντίθετες, αδιαφορούν τελείως για την εφαρμογή του Νόμου 4800/21;
Ακόμα και αν δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ της καταγραφής του ΟΟΣΑ και των δικαστικών λειτουργών, σε ότι αφορά τη διαφθορά, ποιος ελέγχει την νομική ποιότητα των αποφάσεων των δικαστικών λειτουργών; – Η ίδια η Δικαστική Εξουσία.
Είναι το μοτίβο του αυτοελέγχου της Δικαστικής Εξουσίας παραγωγικό; Γιατί συνεχίζουν οι πολίτες που απευθύνονται στα εθνικά δικαστήρια να μην λαμβάνουν αποφάσεις σύμφωνες με τους νόμους του κράτους;
Γιατί συνεχίζει η Ελλάδα να καταδικάζεται για υποθέσεις οικογενειακού Δικαίου στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια; Ποιες είναι οι κινήσεις της Δικαστικής Εξουσίας που αυτοελέγχεται, ώστε να διασφαλίσει ότι η χώρα μας δεν θα συνεχίζει να καταδικάζεται;
Όταν ένας δικαστικός λειτουργός δεν εφαρμόζει το νόμο ποια είναι η διαδικασία για τους πολίτες;
Η δικαστική διαδρομή μιας υπόθεσης είναι προσωρινή διαταγή, ασφαλιστικά μέτρα, κύρια αγωγή, έφεση, Άρειος Πάγος, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Κατά την διαδρομή μιας υπόθεσης οικογενειακής διαφοράς, ανά βαθμό διερεύνησης, διαφορετικοί δικαστικοί λειτουργοί, προσεγγίζουν, με διαφορετική προσωπική αντίληψη το οικογενειακό δίκαιο. Οι αποφάσεις ανά βαθμό μπορεί να διαφέρουν ή μπορεί να έχουν κοινή προσέγγιση ως προς το διατακτικό τους.
Τί μπορεί να κάνει ένα πολίτης, αν θεωρεί ότι ο δικαστικός λειτουργός που του ανατέθηκε η υπόθεση του, κατά την ακροαματική διαδικασία έχει ανοίκεια συμπεριφορά για το αξίωμά του ή αν θεωρεί ότι η κρίση του κατά την έκδοση της απόφασης του δεν είναι σύννομη με τον ισχύοντα νόμο.
Ξεκινάμε από την θεώρηση ότι χρέος του δικαστικού λειτουργού είναι να εφαρμόζει τον νόμο, και όχι να τον ερμηνεύει.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδας (άρθρο 77) η ερμηνεία του νόμου, ανήκει μόνο στην νομοθετική εξουσία.
Οι δικαστικοί λειτουργοί δε, αυτοελέγχονται, όπως περιγράφεται από τον ανανεωμένο Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων.
Στην διάθεση του πολίτη υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες, πέραν της δικαστικής προσφυγής σε ανώτερο βαθμό.
Μια από αυτές είναι η αναφορά του δικαστή στον Άρειο Πάγο.
Με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση αρχειοθετήθηκαν ανώνυμες αναφορές κατά δικαστών και εισαγγελέων και επιβλήθηκε παράβολο 50€ για την κατάθεση αναφοράς, το οποίο ποσό επιστρέφεται, αν αυτή γίνει δεκτή.
Η αρμόδια αρχή για την καταγραφή των στατιστικών στοιχείων για αυτές τις αναφορές είναι το Τμήμα Εποπτείας Δικαστικών Λειτουργών και Στατιστικής της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.
Πόσες όμως αναφορές δικαστικών λειτουργών έχουν κατατεθεί, πόσες τελικά παραπέμφθηκαν προς αξιολόγηση και πόσες από αυτές οδήγησαν σε πειθαρχική δίωξη του δικαστικού λειτουργού;
Πού αναρτώνται αυτά τα στοιχεία και με ποια διαδικασία; Πόσο αμερόληπτοι είναι οι δικαστές της χώρας όταν κρίνουν συναδέλφους τους;
Ένα άλλο μέσο είναι η αγωγή κακοδικίας. Στην χώρα μας υπάρχουν Ειδικά Δικαστήρια. Σύμφωνα με το άρθρο 99 του Συντάγματος, οι αγωγές κακοδικίας εκδικάζονται από Ειδικό Δικαστήριο με συγκεκριμένη σύνθεση, στην οποία συμμετέχουν, με κλήρωση, δύο καθηγητές των νομικών σχολών της χώρας.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα από το 1929 μέχρι σήμερα, μόνο δύο αγωγές κακοδικίας έχουν οδηγήσει σε καταδικαστικές αποφάσεις κατά δικαστών. Μια το 1964 και μια το 1966.
Άλλα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι, αν και μέχρι σήμερα έχουν κατατεθεί δεκάδες αγωγές κακοδικίας (360 περίπου), δεν έχει ευδοκιμήσει καμία εξ αυτών υπέρ του καταγγέλλοντα.
Ίσως γιατί κάποιοι θεωρούν ότι ο χρόνος μετράει από το 1977, από την ψήφιση του ισχύοντα σήμερα νόμου.
Άλλα δύο επιπλέον μέσα είναι η έγκληση για παράβαση καθήκοντος δικαστικού λειτουργού και αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία προς την Δικαστική εξουσία.
Ένα τελευταίο (προαιρετικό) μέσο, είναι οι αιτήσεις εξαίρεσης δικαστικών λειτουργών από συγκεκριμένες υποθέσεις. Μια αίτηση εξαίρεσης για να ευδοκιμήσει πρέπει (α) ο συγκεκριμένος δικαστικός λειτουργός να σχετίζεται άμεσα με κάποιον εκ των διαδίκων ή/και να διαπιστωθεί έκφραση προσωπικών απόψεων κατά τη διάρκεια της εκδίκασης στο ακροατήριο, ή/και να υπάρχουν στοιχεία ότι ο δικαστής έχει ένα μοτίβο κατά την έκδοση των αποφάσεων του. Σχετικά στατιστικά στοιχεία για αιτήσεις εξαιρέσεων δικαστικών λειτουργών δεν είναι διαθέσιμα.
Επαναφέροντας την προσέγγιση στην σχέση των καθηγητών νομικής με τους δικαστικούς λειτουργούς: Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμία καταδίκη δικαστικού λειτουργού επί αγωγής κακοδικίας στα δικαστικά χρονικά, καθιστά ενδιαφέρουσα την σχέση των δικαστικών λειτουργών με τους καθηγητές νομικών σχολών.
Μοιάζει να είναι ο μόνος εξωδικαστικός έλεγχος που προβλέπεται στην χώρα μας για τους δικαστικούς λειτουργούς. Υπάρχει άραγε κάποια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ τους ώστε να εκδίδονται συστηματικά αποφάσεις με «ερμηνείες» του Ν. 4800/21;
Η ερμηνεία κάθε νομού εμπεριέχει τέσσερα βασικά στάδια: (α) γραμματική ερμηνεία, όπου αυτή δεν είναι δυνατή, ελέγχεται (β) η αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον νόμο, όταν αυτή δεν επαρκεί, έλεγχος (γ) των πρακτικών της συζήτησης στη Βουλή των Ελλήνων κατά την ψήφιση του νόμου, όταν αυτή δεν επαρκεί, ως ύστατη προσέγγιση, (δ) η «ερμηνεία ασαφειών» του νόμου από καθηγητές νομικών σχολών.
Στην χώρα μας, σε ότι αφορά αποφάσεις οικογενειακών διαφορών, μετά την εφαρμογή του Ν. 4800/21, συναντάμε συστηματικά αποφάσεις με αντικρουόμενες ερμηνείες του νόμου, με παραπομπές σε ερμηνείες καθηγητών νομικών σχολών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν τα στάδια (α) έως (γ) για την ουσιαστική ερμηνεία του Ν. 4800/21.
Παρατηρείται ένα άλμα προσέγγισης σε αποφάσεις, όπου προσπερνάται η γραμματική ερμηνεία του νόμου και παρατηρούμε σε σκεπτικά αποφάσεων να κρίνεται ουσιαστικά ο ίδιος ο νόμος. Π.χ. κατά πόσο είναι εντός του συμφέροντος του τέκνου να λαμβάνει χρόνο επικοινωνίας μικρότερο του τεκμαρτού 1/3 του συνολικού χρόνου. Ή πως μπορεί να παρεκκλίνει από την αρχή του νόμου ότι η γονική μέριμνα παραμένει αδιάσπαστη και μετά την διακοπή της συμβίωσης των γονέων των τέκνων, χωρίς να υπάρχει καταχρηστική ή κακή άσκηση γονικής μέριμνας από κάποιον εκ των δύο γονέων του; Πως μπορούν να αμφισβητούνται βασικές αρχές του νόμου, όπως ορίζονται στα άρθρα 1 και 2 αυτού (περί βέλτιστου συμφέροντος τέκνου και τρόπου άσκησης της γονικής μέριμνας)
Πως μπορούν να προσπερνιούνται αβίαστα νόμοι που συντάσσονται από νομικούς της Βουλής των Ελλήνων, εποπτεύονται από το Τμήμα Νομικής Υποστήριξης, το Νομικό Σύμβουλο της Βουλής και την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής σαν να μην συμμετείχαν ουδέποτε στο νομοθετικό έργο;