Παπάνης Ευστράτιος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ψυχολόγος
Ρουμελιώτου Μυρσίνη, Υποψήφια διδάκτωρ Τμήματος Κοινωνιολογίας.
Περίληψη
Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνήσει την αυτοεκτίμηση των παιδιών από χωρισμένους γονείς και την επίδραση του διαζυγίου στην κοινωνική και συναισθηματική τους προσαρμογή. Συγκεκριμένα, εξετάστηκε κατά πόσο η αυτοεκτίμηση των παιδιών αυτών διαφέρει από την αυτοεκτίμηση του γενικού πληθυσμού και εάν υπάρχουν στατιστικώς σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με το φύλο, την ηλικιακή ομάδα, τον τόπο διαμονής, την ηλικία που βίωσαν το χωρισμό, τη σειρά γέννησης, τη σχέση που διατηρούν με τους δύο γονείς, τη σχέση των γονιών μετά το διαζύγιο και την ποιότητα της ερωτικής τους ζωής. Χρησιμοποιήθηκε ένας συνδυασμός ποσοτικών και ποιοτικών μεθόδων (ερωτηματολόγιο-συνέντευξη). Σε αντίθεση με άλλες έρευνες, βρέθηκε ότι το διαζύγιο μακροπρόθεσμα δεν μειώνει την αυτοεκτίμηση των παιδιών, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τα ενισχύει συναισθηματικά και προσδίδει ευελιξία στην κοινωνική τους προσαρμογή. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι η διατήρηση σχέσεων και με τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο αναπαράγει το συγκρουσιακό πλαίσιο και επιδρά αρνητικά στην αυτοεκτίμηση. Παρόλα αυτά, το διαζύγιο διατηρεί την τραυματική του διάσταση σε αγροτικές και ημιαστικές περιοχές σε αντίθεση με τις αστικές, όπου η πυρηνική οικογένεια έχει χάσει την ισχύ της.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ανθρώπινη ύπαρξη σηματοδοτείται από μια σειρά χωρισμών. Άλλοι γίνονται σταδιακά, συμβάλλοντας στην αυτονόμηση του ατόμου και άλλοι με τρόπο βίαιο, διαταράσσοντας την ισορροπία του. Το διαζύγιο αποτελεί έναν από τους δεύτερους τύπους χωρισμού. Στις δυτικές κοινωνίες έχουν πραγματοποιηθεί πολλές δομικές αλλαγές. Σε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζεται η άποψη ότι η θέσπιση του συναινετικού διαζυγίου συνέβαλε στη ραγδαία αύξηση των διαζυγίων, αφού μειώθηκε κατά πολύ το κόστος. Είναι εύλογο ότι η απλοποίηση της διαδικασίας του διαζυγίου επηρεάζει τις κοινωνικές αλλαγές και παράλληλα τις προκαλεί (Ishida, J., 2001). Η αύξηση των διαζυγίων ενδεχομένως να οφείλεται στις αλλαγές που συντελούνται στον οικονομικό τομέα, αφού η σταθερότητα του γάμου εξαρτάται από πολλούς οικονομικούς παράγοντες. Οι Becker et al. (1977) υποστηρίζουν ότι η αύξηση στα εισοδήματα των γυναικών και η αυξημένη παρουσία τους στον εργασιακό τομέα τείνουν να μειώσουν την αξία του θεσμού του γάμου, αφού παρέχει στις γυναίκες πολλές βιώσιμες εναλλακτικές επιλογές.
Είναι γεγονός ότι η αύξηση των διαζυγίων στην Ελλάδα επικυρώνει τις θέσεις πολλών κοινωνιολόγων για τις καθοριστικές αλλαγές που συντελούνται στην δομή και έννοια της οικογένειας: η μετάβαση από την εκτεταμένη στην πυρηνική οικογένεια έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και ο μονογονεϊκός τύπος τείνει να γίνει κοινωνικά αποδεκτός τουλάχιστον στα αστικά κέντρα. Κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες παρόλα αυτά, οδηγούν σε μια πολύσημη κατάσταση. Στον Ελλαδικό χώρο συνυπάρχουν και οι τρεις μορφές οικογένειας ή αναβιώνουν μορφώματα προηγούμενων ιστορικών φάσεων, μεταλλαγμένων εξαιτίας των σύγχρονων συνθηκών. Η δομή της πυρηνικής οικογένειας παραμένει ισχυρή, τα οικογενειακά δίκτυα είναι ο κύριος φορέας κοινωνικοποίησης, επαγγελματικής αποκατάστασης και πρόσβασης στις πληροφορίες (Χτούρης. Σ, Παπάνης. Σ, Ρόντος. Κ, Δεσινιώτη. Μ, Δήμου. Μ, Ρενταρή. Μ, Γιαννοπούλου. Σ, 2004). Επιπλέον, η οικογένεια ως αξία είναι πρώτη σε ερωτηματολόγια που έχουν συμπληρώσει νέοι από 18- 28 ετών από όλες τις περιοχές της Ελλάδας (Χτούρης. Σ, Παπάνης. Σ, Ρόντος. Κ, Δεσινιώτη. Μ, Δήμου. Μ, Ρενταρή. Μ, Γιαννοπούλου. Σ, 2004). Στα αστικά κέντρα παρόλα αυτά η αύξηση των διαζυγίων, κυρίως αυτών που λαμβάνουν χώρα πολύ νωρίς στον συζυγικό βίο, έχει οδηγήσει σε μια ανάλογη αύξηση της μονογονεϊκότητας. Στον αντίποδα αυτής της κατάστασης πολλοί νέοι, πληττόμενοι από την ανεργία και την οικονομική δυσπραγία, επιλέγουν να παραμένουν στις οικογένειες καταγωγής σχεδόν μέχρι την ηλικία των 30 ετών και αργότερα ζουν κοντά στην οικογενειακή εστία και δημιουργούν δική τους οικογένεια στον ίδιο χώρο με την οικογένεια καταγωγής. Αυτό δημιουργεί μια περίεργη μορφή εκτεταμένης οικογένειας, ο σχηματισμός της οποίας διέπεται όπως και παλαιότερα από οικονομικές συγκυρίες.
Επί δεκαετίες, οι συνέπειες του διαζυγίου στην προσωπικότητα, την κοινωνική προσαρμογή, την μαθησιακή ετοιμότητα, τις συναισθηματικές αντιδράσεις και την ευφυΐα των παιδιών θεωρούνταν καταστροφικές. Τα πιθανά προβλήματα που ενδεχομένως θα προκύψουν μπορούν να διακριθούν σε κοινωνικά, ψυχολογικά και οικονομικά. Η αντίδραση του παιδιού στο χωρισμό είναι αλληλεπίδραση των παραγόντων αυτών, του χαρακτήρα του και του «εκλυόμενου συναισθήματος» κατά την διαδικασία του χωρισμού, καθώς και από την παρέμβαση ή υποστήριξη των συγγενικών- οικογενειακών δικτύων. Οι πιθανές τραυματικές καταστάσεις απορρέουν από τη γονεϊκή απώλεια, την οικονομική δυσχέρεια που ενδεχομένως να ανακύψει, την αύξηση του άγχους (Slater and Haber, 1984), την έκθεση σε γονεϊκές προστριβές, την έλλειψη γονεϊκών προτύπων και των δεξιοτήτων- ικανοτήτων του γονέα που εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία και τέλος από την αντιμετώπιση του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και την ύπαρξη ή μη κράτους πρόνοιας.(βάλε παραδείγματα ερευνών).
Το 1991 οι Amato και Keith σε μια μετά- ανάλυση 92 ερευνών με 13000 συμμετέχοντες επιβεβαίωσε τα συμπεριφοριστικά προβλήματα των παιδιών από διαλυμένες οικογένειες, την επικείμενη αρνητική αυτό- εικόνα και τις δυσκολίες προσαρμογής. Κατέληξε, παρόλα αυτά, σε ένα επαναστατικό για την εποχή εύρημα: οι ομοιότητες των παιδιών του διαζυγίου με τα υπόλοιπα παιδιά ήταν πολύ περισσότερες από τις διαφορές. Ο Mavis Hetherington το 1993 κατέληξε στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
Το 10% των παιδιών από μη χωρισμένες οικογένειες παρουσίαζε κλινικά προβλήματα ψυχολογικής και κοινωνικής υφής που χρειάζονταν τη βοήθεια ειδικών. Το αντίστοιχο ποσοστό στα παιδιά από διαζευγμένους γονείς άγγιζε το 26% για τα αγόρια και το 34% για τα κορίτσια. Αν εξετάσουμε όμως αντίστροφα τα ποσοστά αυτά θα διαπιστώσουμε ότι το 74% των αγοριών και το 66% των κοριτσιών από διαζευγμένους γονείς δεν παρουσίαζαν κανένα πρόβλημα εξαιτίας της οικογενειακής τους κατάστασης.
Τα παιδιά από χωρισμένες οικογένειες παρουσιάζουν δυσκολίες στην ψυχολογική προσαρμογή, ιδιαίτερα στο γνωστικό (Beer, 1989), συναισθηματικό και οικογενειακό επίπεδο (Amato and Keith, 1991, Hetherington et al., 1993, Hines, 1997), δυσχέρεια στην ανάπτυξη της ταυτότητας, της αυτοεκτίμησης και της αυτό- εικόνας (Gately and Schwelbel, 1992, Jackson and Bosma, 1992, Bynum και Durm, 1996), ιδιάζουσες αντιλήψεις για τη σημασία των παιδιών στην οικογένεια, άκαμπτες απόψεις για τις οικογενειακές σχέσεις και συνοχή (Pearce- McCall, 1988, Buchanan et al., 1991, Iafrate, 1996) και για τα μελλοντικά σχέδια για γάμο (Aquilino, 1994, Spitze et al., 1994, Giuliani et al., 1998), κοινωνικό κομφορμισμό (Allen et al., 1990), και έλλειψη κινήτρων για επιτυχία.
Βρέθηκε ότι τα πρωτότοκα παιδιά των χωρισμένων γονιών είναι πιο ευάλωτα σε ψυχικές διαταραχές και συχνά καταφεύγουν σε συμβουλευτική. Δεν βρέθηκε όμως στατιστικώς σημαντική διαφορά στη συχνότητα εμφάνισης των ψυχικών διαταραχών σε σχέση με τα αντίστοιχα πρωτότοκα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν έχουν χωρίσει.
Το κύριο κίνητρο για αναζήτηση συμβουλευτικής στα παιδιά των χωρισμένων γονιών ήταν η εκδήλωση διαταραχών στη συμπεριφορά, στο χαρακτήρα και η κακή σχολική επίδοση (μαθησιακές δυσκολίες). Οι διαταραχές στη συμπεριφορά προκαλούνται προφανώς επειδή τα παιδιά θεωρούν ότι τα ίδια είναι υπεύθυνα για το χωρισμό των γονιών τους. Επίσης, οι απόπειρες αυτοκτονίας είναι συχνότερες σε παιδιά χωρισμένων γονιών.
Οι μαθησιακές δυσκολίες των παιδιών χωρισμένων γονιών εντοπίζονται κυρίως στην ανάγνωση και τη γραφή. Σύμφωνα με τους McCombs και Forehand (1989), το διαζύγιο αποτελεί έναν από τους πιο αγχογόνους παράγοντες και για τη ζωή των εφήβων, που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την σχολική επίδοση. Παράγοντες που μειώνουν τον αντίκτυπο του διαζυγίου στο θέμα της σχολικής επίδοσης είναι η παραμονή στο σχολείο μετά τη λήξη του κανονικού ημερήσιου προγράμματος για επιπλέον δραστηριότητες και το ανεπτυγμένο κοινωνικό δίκτυο εντός και εκτός σχολείου. (Guthman, L. R., Robles-Pina. R.A).
Οι περιπτώσεις κατάθλιψης είναι επίσης συχνές στα παιδιά χωρισμένων γονιών. Το διαζύγιο συνδέεται συχνά με μείωση του οικογενειακού εισοδήματος και αύξηση των ευθυνών από την πλευρά του γονέα. Το νέο οικογενειακό πλαίσιο που διαμορφώνεται προκαλεί αύξηση του άγχους και στη συνέχεια, διαταραχές κατάθλιψης στα παιδιά.
Βρέθηκε ότι η εκδήλωση βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων ψυχικών διαταραχών είναι πιο συχνή στα παιδιά που έχουν βιώσει το διαζύγιο των γονιών τους. Αντιθέτως η εκδήλωση των εν λόγω φαινομένων σε μακροπρόθεσμο επίπεδο ήταν η ίδια για τα παιδιά των χωρισμένων γονιών ή μη.
Οι Wigle και Parish έδειξαν ότι η αυτοεκτίμηση παραμένει σταθερή στα παιδιά που ζουν και με τους δυο γονείς τους. Αντίθετα, κατά τη χρονική περίοδο που βιώνουν το διαζύγιο η αυτοεκτίμηση μειώνεται για ν’ ανέβει πάλι όταν έχει παρέλθει αρκετός χρόνος από τότε που βίωσαν τον χωρισμό των γονιών τους. Κατά την περίοδο που υπάρχει διαμάχη μεταξύ των γονιών η αυτοεκτίμηση παραμένει σταθερή, αλλά σε αρκετά χαμηλά επίπεδα.
Βρέθηκε επίσης ότι τα κορίτσια που μεγαλώνουν μόνο με τη μητέρα έπειτα από χωρισμό της, εξελίσσονται με τον ίδιο τρόπο όπως τα κορίτσια των οποίων η μητέρα ξαναπαντρεύτηκε μετά. Η έλλειψη ευνοϊκής εξέλιξης συνδέεται με συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς και ακανόνιστες επισκέψεις του πατέρα. (Ayadi H., Moalla Y., Ben Ahmed, S., Walha, A., Laaribi, H., Ghribi, F, 2002)
Αν και πολλές έρευνες στηρίζουν τις προαναφερθείσες αρνητικές συνέπειες, ένας μεγάλος αριθμός εμπειρικών μελετών αναιρεί τις διαπιστώσεις αυτές. Επί παραδείγματι, η θεωρία της γονεϊκής απώλειας διατείνεται ότι η έλλειψη του γονέα θα δημιουργήσει ένα φτωχό σε ερεθίσματα και πρότυπα περιβάλλον για τα παιδιά δυσχεραίνοντας την ομαλή τους ανάπτυξη. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση των ορφανών παιδιών. Οι έρευνες όμως διαπιστώνουν ότι οι μειονεξίες των παιδιών από διαζευγμένους γονείς είναι πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες των ορφανών. Ίσως, οι διαφορές υπέρ των ορφανών παιδιών να μην οφείλονται στην απώλεια του γονέα αυτή καθαυτή, αλλά στις αιτίες της απώλειας: τα ορφανά παιδιά δεν βίωσαν το κλίμα πόλωσης και προστριβών και δεν διατηρούσαν καμία ελπίδα ότι θα ανακτήσουν τον χαμένο γονέα.
Προς τούτοις, εάν ίσχυε απόλυτα η θεωρία της απώλειας του γονεϊκού προτύπου, τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά, που έχουν ζήσει με τους γονείς τους πολύ περισσότερο από ότι τα μικρότερα, θα είχαν λιγότερες δυσκολίες συναισθηματικής και κοινωνικής χροιάς. Παρόλα αυτά, έρευνες έχουν δείξει ότι τα σοβαρότερα προβλήματα εστιάζονται στα μικρότερα (1-5 ετών) και μεγαλύτερα παιδιά (12-18 ετών), εν αντιθέσει με τα μεσαία. Συγκεκριμένα, οι πιο ευνοημένες ηλικίες είναι των 5- 12 ετών.
Τέλος, αν ίσχυε η θεωρία της γονεϊκής απώλειας, τότε η συχνή επαφή και με τους δύο γονείς μετά τον χωρισμό θα αντιστάθμιζε τις επιπτώσεις του διαζυγίου. Οι έρευνες δεν μπόρεσαν να πιστοποιήσουν την υπόθεση αυτή και μάλιστα πολλές βρίσκουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: η συχνή επαφή και με τους δύο γονείς δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει, γιατί αναπαράγει για μεγάλο χρονικό διάστημα τη σύγκρουση.
Η υπόθεση ότι η οικονομική δυσπραγία επιδρά αρνητικά στην προσωπικότητα των παιδιών από χωρισμένους γονείς, επίσης δεν τεκμηριώνεται εμπειρικά. Κάθε φορά που γίνεται συγκριτική εξέταση των παιδιών από αυτές τις δύο κατηγορίες, κρατώντας την οικονομική κατάσταση ως συμμεταβλητή, οι διαφορές στην προσωπικότητα και στην κοινωνική προσαρμογή δεν εξαλείφονται. Επομένως, ούτε η οικονομική μειονεξία είναι αιτιακός παράγοντας των διαφορών αυτών.
Ευρήματα άλλων ερευνών υποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά στα αποτελέσματα των τεστ αυτοεκτίμησης ανάμεσα στα παιδιά που προέρχονται από χωρισμένες οικογένειες και σε αυτά από μη χωρισμένες οικογένειες (Durm et al., 1997; Hofmann and Zippco, 1986; Gonzales et al., 1995).Οι έφηβοι που ζουν με την βιολογική μητέρα παρουσιάζουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση από τους εφήβους που ζουν και με τους δυο γονείς και πιστεύουν ότι ο πατέρας δείχνει μικρό ή καθόλου ενδιαφέρον για τα παιδιά του (Slater, E. J and Haber, J. D., 1984). Οι Amato και Keith (1991) αναφέρουν ότι οι αρνητικές συνέπειες του διαζυγίου παρουσιάζουν συνεχή μείωση από τη δεκαετία του 50 μέχρι σήμερα. Ο Amato (2001) υποθέτει ότι αυτή η τάση οφείλεται στη διαρκή συρρίκνωση του κοινωνικού στίγματος που επιφέρει το διαζύγιο στα παιδιά
Η ψυχολογική κατάσταση των παιδιών επηρεάζεται από τη σταθερότητα των γονέων πριν επέλθει ο χωρισμός και η δυστοκία στις σχέσεις τους. Σε σύνολο 15 ερευνών που έχουν γίνει αναφορικά με το θέμα, 13 έχουν διαπιστώσει ότι υπάρχει θετική συνάφεια μεταξύ της ψυχικής υγείας των γονέων και των παιδιών. Παρόλα αυτά, οι συναφειακές μελέτες δεν αποτελούν αιτιακή απόδειξη.
Συμπεράσματα ερευνών συγκλίνουν στο εύρημα ότι αμέσως μετά το διαζύγιο μεταλλάσσεται η ικανότητα των χωρισμένων να φέρονται ως γονείς, γεγονός το οποίο προσδιορίζει την μετέπειτα περίοδο ανισορροπίας στον ψυχικό κόσμο του παιδιού.
Εν κατακλείδι, η θεωρία του «εκπεφρασμένου συναισθήματος» είναι ο καλύτερος προγνωστικός παράγοντας για την ψυχολογική και κοινωνική κατάσταση των παιδιών μετά τον χωρισμό. Οι οικογένειες στις οποίες υπάρχει έντονη και διηνεκής έκφραση αρνητικών και συγκρουσιακών συναισθημάτων μεταβιβάζουν βάσει των αρχών της θεωρίας των προτύπων τις αδόκιμες δομές προσαρμογής, επηρεάζοντας όχι μόνο τον ψυχισμό των παιδιών κατά την περίοδο του χωρισμού, αλλά και τις μελλοντικές στοχοθεσίες τους αναφορικά με την έννοια της οικογένειας. Όμως δεν είναι μόνο τα παιδιά των χωρισμένων γονιών που μπορεί να θυματοποιηθούν μέσω της υπερβολικής έκφρασης συναισθημάτων. Σε όλες τις οικογένειες που οι συμπεριφορές, τα κίνητρα και οι προσδοκίες έχουν πολωθεί, αυξάνεται το άγχος και τα καταθλιπτικά ή επιθετικά περιστατικά στα παιδιά.
Υπάρχει η υπόθεση ότι η προβληματική ενδοοικογενειακή επικοινωνία κατά την περίοδο του διαζυγίου επηρεάζει σημαντικά την αυτοεκτίμηση των εφήβων (Buri et al., 1987, Hoelter and Harper, 1987). Σπάνια όμως επαληθεύονται εμπειρικά στατιστικώς σημαντικές διαφοροποιήσεις για τους εφήβους που προέρχονται από διαζευγμένες οικογένειες συγκριτικά με τους υπολοίπους από μη χωρισμένους γονείς. Η διάλυση της οικογένειας αποτελεί αφορμή για εξάσκηση αυτογνωσίας και αναστοχασμού ως προς τις διαπροσωπικές σχέσεις τους. Η αυτοεκτίμηση των εφήβων αυτών επηρεάζεται περισσότερο από τα μη προβλέψιμα και αποκλίνονται γεγονότα της ζωής που καλούνται να αντιμετωπίσουν, παρά από τις νοσηρές οικογενειακές σχέσεις. Οι έφηβοι αυτοί μαθαίνουν να δομούν την αυτοεικόνα τους βάσει εξωοικογενειακών παραγόντων ώστε να απελευθερωθούν σταδιακά από την προβληματικότητα των οικογενειακών σχέσεων. Άλλες έρευνες όμως που έχουν μελετήσει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του διαζυγίου, έχουν δείξει ότι το διαζύγιο επηρεάζει την αυτοεκτίμηση ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ύστερης εφηβείας (Hetherington, 1991, Aro and Palossari, 1992).
Τα πιο σοβαρά προβλήματα προκύπτουν είτε κατά τα δυο πρώτα χρόνια μετά το διαζύγιο, είτε στην πρώιμη ενηλικίωση (Hetherington, 1991, Aro and Palossari, 1992). Σε αυτή την μεταβατική περίοδο σημαντικό ρόλο παίζει η επικοινωνία μεταξύ των γονέων και των παιδιών. Μέσω της επικοινωνίας επαναπροσδιορίζονται οι ρόλοι και οι σχέσεις των μελών της οικογένειας, ενώ παράλληλα οι έφηβοι αποκτούν τις απαραίτητες κοινωνικές δεξιότητες τις οποίες χρειάζονται ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν μελλοντικά προβλήματα (Noller, 1995).
Η διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός εφήβου συνδέεται άμεσα με την ποιότητα των οικογενειακών σχέσεων. Η περίοδος της εφηβείας αποτελεί κομβικό σημείο στη ζωή των ατόμων και η συμβολή της οικογένειας είναι καθοριστική, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις διαζυγίου, όπου οι έφηβοι βιώνουν σειρά αλλαγών, γεγονός που αυξάνει τους παράγοντες που τους προκαλούν άγχος (Rutter, 1980). Ο τρόπος με τον οποίο θα χειριστούν οι γονείς το διαζύγιο και τις σχέσεις τους με τα παιδιά μετά από αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Γενικότερα, έχει παρατηρηθεί ότι η επικοινωνία εφήβων- γονέων (και των δύο) είναι πιο προβληματική σε σύγκριση με αυτή σε μη διαζευγμένες οικογένειες (Lanz et al., 1999).
Έρευνες έχουν δείξει ότι οι σχέσεις των παιδιών με τον πατέρα μετά το διαζύγιο, δυσχεραίνουν (Healy et al., 1990, Amato and Heith, 1991, Iafrate, 1996b), και αυτό συμβαίνει διότι συνήθως την κηδεμονία των παιδιών την έχει η μητέρα, με αποτέλεσμα ο πατέρας να είναι κατά πολύ λιγότερο διαθέσιμος στο παιδί (Seltzer, 1991), αφού δεν έχει εύκολα την δυνατότητα πρόσβασης προς το παιδί (Simons et al., 1994, Cigoli et al., 1997). Προβλήματα παρουσιάζονται και στην επικοινωνία μεταξύ μητέρας και παιδιών. Μετά το διαζύγιο, η μητέρα αναλαμβάνει επιπλέον ευθύνες και επιβαρύνεται με επιπλέον δουλειά, λόγω των οικονομικών αναγκών που προκύπτουν (Duncan and Hoffman, 1985, Hetherington et al., 1993) με αποτέλεσμα να μειώνεται κατά πολύ ο διαθέσιμος χρόνος και τελικά και η επικοινωνία μεταξύ μητέρας και παιδιών.
Χαρακτηριστικά ατόμων με υψηλή αυτοεκτίμηση
Η περιγραφή των ατόμων με υψηλή αυτοεκτίμηση είναι πολλές φορές ανούσια, γιατί καταλήγει στη σκιαγράφηση ενός ιδανικού ανθρώπου. Ένας χρυσός κανόνας για τη διάγνωση αυτού του τύπου αυτοεκτίμησης είναι ο ακόλουθος: Όσο λιγότερο αυτή εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες και όσο προέρχεται από τα εσωτερικευμένα και σταθερά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τόσο μεγαλύτερη και αυθεντικότερη είναι. Σε γενικές γραμμές ένα άτομο με υψηλή αυτοεκτίμηση έχει τα περισσότερα από τα παρακάτω γνωρίσματα.
Τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση είναι παραγωγικά. Τα αγαθά της ζωής τα απέκτησαν με την προσωπική τους αξία, με την ακαδημαϊκή ή εργασιακή επίδοση και με τον καθημερινό αγώνα για αυτοπραγμάτωση. Όσοι χρησιμοποιούν πλάγιες οδούς, για να κερδίσουν χρήματα, θέσεις και εξουσία, ή όσοι καπηλεύονται τις περιστάσεις, δεν μπορούν να αντλήσουν ευχαρίστηση από αυτά και η φαινομενική τους αυτοεκτίμηση είναι επίπλαστη και εύθραυστη.
Η δημιουργικότητα, η φαντασία, η δεκτικότητα στις προκλήσεις και η αισιοδοξία χαρακτηρίζουν τη δύσκολα απειλούμενη αυτοεκτίμηση που είναι βαθιά ριζωμένη στην συνείδηση. Τα άτομα αυτά αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, προσαρμόζονται στις αλλαγές και δεν μεμψιμοιρούν με τις αναποδιές του βίου.
Διαθέτουν ηγετική προσωπικότητα, δεν είναι ούτε υπερβολικά εξαρτημένα ούτε πεισματικά ανεξάρτητα, δίνουν έμφαση στην ποιότητα επικοινωνίας και δεν φοβούνται να εμπλακούν σε συναισθηματικές σχέσεις.
Θεωρούν τον εαυτό τους άξιο να αγαπηθεί, δυνατότητα που την απέκτησαν αγαπώντας τους άλλους, ενδιαφέρονται και φροντίζουν το συνάνθρωπό τους, ξέρουν να δέχονται ,όμως, και τις περιποιήσεις των άλλων και μπορούν να τους επικαλούνται, όποτε χρειαστεί, δίχως να πιστεύουν ότι αυτό μειώνει την αξία τους.
Είναι καλοί ακροατές, αναγνωρίζουν την αξία των άλλων και κατακτούν την κοινωνική αποδοχή, γιατί συγχρωτίζονται με ετερόκλητα άτομα από όλα τα εκπαιδευτικά, κοινωνικά και οικονομικά στρώματα.
Έχουν μεγάλο βαθμό αυτογνωσίας και η εικόνα, που προβάλλουν ταυτίζεται με την αυτοαντίληψή τους. Είναι αυθόρμητοι και πηγαίοι και αποφεύγουν τις μηχανορραφίες και την προσποίηση.
Γνωρίζουν τα όριά τους και παρόλο που προσπαθούν να τα επεκτείνουν, δεν το ανάγουν σε αυτοσκοπό. Η αυτογνωσία είναι η πηγή της αυτοεκτίμησής τους.
Είναι αλτρουιστές, χωρίς να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις πράξεις ή τις αποφάσεις των άλλων ή να αποκομίζουν συναισθηματικά οφέλη, παριστάνοντας τους σωτήρες. Αντίθετα, διδάσκουν στους υπόλοιπους την έννοια της προσωπικής υπευθυνότητας και του καταλογισμού των πράξεων.
Δεν καταφεύγουν σε μηχανισμούς άμυνας, για να καταπραΰνουν τον εαυτό τους από αγχογόνες καταστάσεις. Αποδέχονται την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή
Συχνά αποστασιοποιούνται από τον εαυτό τους και τον προσδιορίζουν με βάση το εξελικτικό, μακροπρόθεσμο σχέδιο ζωής, που έχουν επεξεργαστεί.
Αντιμετωπίζουν το μέλλον με αισιοδοξία και ενθουσιασμό.
Χαρακτηριστικά ατόμων με χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Οι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση θεωρούν ότι δεν αξίζουν την προσοχή και τη φροντίδα των άλλων, αλλά ακόμα και όταν την δέχονται την αντιμετωπίζουν καχύποπτα.
Επαναπαύονται, ακόμα κι αν είναι οι καταστάσεις της ζωής τους είναι προβληματικές, και προτιμούν τη διαιώνισή τους, παρά να πληρώσουν το τίμημα της αλλαγής. Οι περισσότερες νοσηρές συμπεριφορές είναι μαθημένες και πολλές φορές η αδυναμία αντιμετώπισής τους οφείλεται και στην έλλειψη θέλησης, αλλά και στα δευτερογενή οφέλη, που προκύπτουν από την διατήρησή τους, όπως για παράδειγμα η διαρκής προσοχή και το ενδιαφέρον των άλλων, η αποφυγή προκλήσεων κ.λ.π.
Ο φόβος της απόρριψης κατατρύχει και οριοθετεί τις πράξεις τους. Όταν εμπλακούν σε κάποια συναισθηματική σχέση, γίνονται υπερβολικά ζηλόφθονες, εξαρτητικοί ή αναπτύσσουν μαζοχιστικά χαρακτηριστικά, φοβούμενοι ότι θα απωλέσουν την αγάπη, που με τόση επίπονη υπέρβαση κέρδισαν. Συνήθως αυτή η συμπεριφορά εξωθεί τους υπόλοιπους να τους εγκαταλείπουν, επιβεβαιώνοντας έτσι τους αρχικούς τους φόβους.
Σπανίως γίνονται διεκδικητικοί. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση τους αποτρέπει από το να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, να εμπλέκονται σε συγκρούσεις, και να υπερασπίζονται τις απόψεις τους, ακόμα κι όταν έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Πολλές φορές πίσω από τη χαμηλή αυτοεικόνα εμφωλεύει ένας λανθάνων ναρκισσισμός, δεδομένου ότι η δειλία τούς προστατεύει από την έκθεση του εαυτού τους στην κρίση των άλλων.
Επιζητούν την επιδοκιμασία των άλλων και εξαρτούν τη διάθεσή τους από αυτήν.
Παρά το ότι μπορεί να διαθέτουν υψηλό δείκτη νοημοσύνης, δεν μπορούν να επιλύσουν προβλήματα κοινωνικού περιεχομένου. Είναι επιρρεπείς στο μυστικισμό και τη μοιρολατρεία.
Πολλές φορές καταφεύγουν σε υπερωρίες στον ακαδημαϊκό ή εργασιακό τομέα, επιζητούν την υπερεπίδοση, την εξουσία ή το χρήμα, μέσα που πρόσκαιρα τους προσφέρουν ανακούφιση από την ανασφάλειά τους.
Ό,τι για τους υπόλοιπους δρα ως θετικός ενισχυτής, σε αυτούς είναι αδιάφορο. Είναι ανίκανοι να απολαύσουν τις μικροχαρές της ζωής, γεγονός που προοιωνίζει κατάθλιψη.
Αδυνατούν ή αρνούνται να αξιολογήσουν σωστά τις δυνατότητές τους και αισθάνονται αμηχανία, όταν οι άλλοι τους επαινούν.
Η ταυτότητα του εαυτού τους είναι απροσδιόριστη, χωρίς συνέπεια και στοχοθεσία. Υιοθετούν συμπεριφορές, για να γίνουν αρεστοί στους άλλους.
Έχουν χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη και επικοινωνιακά προβλήματα.
Γίνονται επιθετικοί, όταν απειληθούν, ειδικά εάν διαθέτουν υψηλή φαινομενική αυτοεκτίμηση.
Κάθε ματαίωση στη ζωή τους είναι πηγή ανεξέλεγκτου άγχους, μελαγχολίας και αποσυντονισμού.
Είναι εξαρτημένοι από την οικογένειά τους και διατηρούν τη σχέση αυτή και μετά την ενηλικίωση.
Εκδηλώνουν συχνά νευρωσικές συμπεριφορές, όπως ροπή προς τον αλκοολισμό, τη χαρτοπαιξία, τα ναρκωτικά, τον υπερκαταναλωτισμό, τις σεξουαλικές ακρότητες και τον ηδονισμό
Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να διερευνήσει την αυτοεκτίμηση των παιδιών από χωρισμένους γονείς και την επίδραση του διαζυγίου στην κοινωνική και συναισθηματική τους προσαρμογή. Συγκεκριμένα, εξετάστηκε κατά πόσο η αυτοεκτίμηση των παιδιών αυτών διαφέρει από την αυτοεκτίμηση του γενικού πληθυσμού και εάν υπάρχουν στατιστικώς σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με το φύλο, την ηλικιακή ομάδα, τον τόπο διαμονής, την ηλικία που βίωσαν το χωρισμό, τη σειρά γέννησης, τη σχέση που διατηρούν με τους δύο γονείς, τη σχέση των γονιών μετά το διαζύγιο και την ποιότητα της ερωτικής τους ζωής.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ
Δείγμα:
Το δείγμα αποτελείτο από 500 άτομα, παιδιά χωρισμένων γονέων, 263 γυναίκες και 237 άνδρες ηλικίας 15-50 ετών, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας (15,5% αγροτικές περιοχές, 54,4% πρωτεύουσες νομών και 30,1% Αθήνα-Θεσσαλονίκη). Η έρευνα διενεργήθηκε κατά την περίοδο 2004-2006 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Ερευνητικά εργαλεία
Για τη μέτρηση της αυτοεκτίμησης χρησιμοποιήθηκε η Κλίμακα Μέτρησης Αυτοεκτίμησης (Παπάνης, 2004), η οποία μετρά πέντε παράγοντες: τη Συνολική, Οικογενειακή, Εργασιακή, Ενδοπροσωπική αυτοεκτίμηση και την αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης. Παράλληλα διεξήχθησαν ημιδομημένες συνεντεύξεις. Οι ενδεικτικές ερωτήσεις δεν απέκλεισαν τη δυνατότητα συλλογής επιπλέον συμπληρωματικών πληροφοριών. Η συλλογή των συνεντεύξεων έγινε με δημοσιογραφικό κασετόφωνο.
Η στατιστική ανάλυση έγινε με το πρόγραμμα S.P.S.S. 13.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ
Σχέση αυτοεκτίμησης με άλλες ψυχολογικές και κοινωνικές μεταβλητές
Η αυτοεκτίμηση έχει τεράστια επίδραση σε ένα πλήθος συμπεριφορών και ψυχολογικών αντιδράσεων, που αφορούν τις σχέσεις με τους άλλους, την ποιότητα της επικοινωνίας, τον ανταγωνισμό ή την άμιλλα, τη συμμόρφωση και υποταγή, τις άρρητες θεωρίες προσωπικότητας, την επίδοση και καταξίωση, την προσαρμογή, τη σεξουαλική έλξη, την αντίδραση στα αγχογόνα γεγονότα και γενικότερα στην αντιμετώπιση του εαυτού σε αντιπαραβολή με το περιβάλλον (Mruk,1999; Wells & Marwell,1976; Wylie,1974,1979;Baumeister,1993 Gilbert, Fiske, and Lindzey, 1999).
Πιο συγκεκριμένα διάφορες έρευνες έχουν επισημάνει τη σχέση της αυτοεκτίμησης με διάφορους παράγοντες :
Σχέση της αυτοεκτίμησης με τις τάσεις αυτοκτονίας
Επιβεβαιώνονται οι υποθέσεις για τη συσχέτιση της χαμηλής αυτοεκτίμησης των εφήβων και της αυτοκτονικής κατάθλιψης, καθώς και με αρνητικές σκέψεις και εξαρτησιογόνο συμπεριφορά (κλινικές μελέτες).
Σχέση της αυτοεκτίμησης με την σχολική αποτυχία
Διαπιστώθηκε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των παραγόντων, που οδηγούν στην εγκατάλειψη του σχολείου, σχετίζονται με μειωμένη αυτοεκτίμηση για τις νοητικές ικανότητες του μαθητή, γεγονός που, μέσω της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, επιτείνεται από τους γονείς και τους δασκάλους. Η ανατροφοδότηση του χαμηλού αυτοσυναισθήματος φαίνεται να ενισχύεται από τη διαπίστωση ότι όσοι εγκαταλείπουν τελικά το σχολείο, έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση σε σχέση με τους συνομηλίκους τους, που συνεχίζουν να φοιτούν. Η θετική αυτοαντίληψη θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της συμμετοχής του ατόμου στην διαδικασία της μάθησης. Όταν το άτομο έχει ισχυρή αυτοεκτίμηση και δεν διακατέχεται από φόβους: όπως αυτός της απόρριψης του από τους γύρω του και της αποτυχίας, μπορεί να συμμετέχει ενεργητικά σε αυτήν. Η συχνή, όμως, σύνδεση της νοητικής ικανότητας και της εν γένει ικανότητας του παιδιού με τη σχολική επιτυχία ή αποτυχία αποτελεί απειλή για τη θετική αυτοαξιολόγησή του. (Bloom,1977)
Τα ευρήματα αυτά στην Ελλάδα αφορούσαν περισσότερο τα αγόρια, αλλά σταδιακά, καθώς τα δύο φύλα αποκτούν ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, και η επαγγελματική επιτυχία εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τη μόρφωση, αφορούν όλους τους μαθητές.
Σχέση της αυτοεκτίμησης με τη σχολική επίδοση
Η ψηλή αυτοεκτίμηση κατά την προσχολική ηλικία συνεπάγεται μεγάλη αναγνωστική ετοιμότητα στην πρώτη δημοτικού, καλύτερες επιδόσεις στην ανάγνωση και γραφή. Μάλιστα η μέτρηση της αυτοεκτίμησης είχε τόσο μεγάλη προγνωστική αξία, που εξισωνόταν σχεδόν με άλλα αιτιακά μεγέθη, όπως η ευφυία και η επίδρασή της στη σχολική επίδοση συνεχιζόταν μέχρι την αποφοίτηση από το λύκειο. Όπως συμβαίνει και με όλες τις συναφειακές μελέτες, δεν κατέστη δυνατό να βεβαιωθεί ποιο μέγεθος είναι το αίτιο και ποιο το αποτέλεσμα. Έτσι πολλοί υποστηρίζουν ότι η αυτοεκτίμηση είναι το προϊόν της σχολικής επιτυχίας και όχι η γενεσιουργός αιτία της. Αντίθετα, άλλοι ερευνητές διατείνονται ότι δεν είναι δυνατόν να είναι κανείς καλός και αποδοτικός μαθητής, χωρίς κάποια δόση υψηλής αυτοεκτίμησης. Η αυτοεκτίμηση είναι κάτι που διδάσκεται και οποιαδήποτε μεταβολή της, μέσω ψυχολογικής παρέμβασης, συσχετίζεται με διαφοροποιημένη σχολική επίδοση (αιτιακή απόδειξη), μείωση των αδικαιολογήτων απουσιών και εγκατάλειψη του σχολείου.
Σχέση μεταξύ χρήσης ναρκωτικών, αλκοόλ και αυτοεκτίμησης
Βρέθηκε συσχέτιση ανάμεσα στη χαμηλή αυτοεκτίμηση, το νευρωσικό άγχος, και την παθητικότητα, καταστάσεις που ευνοούσαν τη χρήση ουσιών. Μάλιστα, έγινε φανερό ότι η ανάγκη για εξάρτηση υποκαθιστούσε τη μειονεξία της χαμηλής αυτοεκτίμησης, δηλαδή δρούσε ως μηχανισμός άμυνας. Το κρίσιμο σημείο στις διαπιστώσεις αυτές είναι ότι στην πραγματικότητα τα ναρκωτικά και το αλκοόλ έδιναν μια ψευδαίσθηση ελέγχου, χαρακτηριστικό, που δεν διαθέτει ένα άτομο χωρίς αυτοεκτίμηση. Αντίθετα, άτομα με υψηλή και αυθεντική αυτοεκτίμηση δεν είχαν την ανάγκη να εξαρτηθούν από συνανθρώπους τους, για να αυτοεπιβεβαιωθούν, ούτε προσπαθούσαν να ταπεινώνουν τους σημαντικούς άλλους, όπως μερικές φορές επιχειρούσαν άτομα με ευάλωτη αυτοεκτίμηση, για να καλύψουν την ανασφάλειά τους. Το πρόβλημα γίνεται ιδιαιτέρως αισθητό κατά την περίοδο της εφηβείας, όπου η απευθείας έκθεση σε περιβάλλον με ναρκωτικά πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο. Προγράμματα καταπολέμησης εξαρτήσεων από ναρκωτικά και αλκοόλ χρησιμοποίησαν μεθόδους ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης και είχαν μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα απεξάρτησης.
Σχέση αυτοεκτίμησης και ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης κατά την εφηβεία.
Η ελλιπής, μη σταθερή και αναποτελεσματική χρήση αντισυλληπτικών, ειδικά κατά τη νεαρή ηλικία, ακόμα και από γυναίκες με καλή ενημέρωση επί του θέματος, είχε θετική συνάφεια με το μειωμένο αίσθημα αυτοεκτίμησης γενικά και για την εξωτερική τους εμφάνιση ειδικότερα. Η καλλιέργεια αρνητικής ταυτότητας, που ήταν συνήθως αποτέλεσμα άσχημων εμπειριών, οδηγούσε πολλές νεαρές μαθήτριες στην πορνεία. Πλείστες παρεμβάσεις για την κοινωνική επανένταξη των γυναικών αυτών επετύγχαναν μόνο όταν ελαμβάνετο υπόψη ο παράγοντας αυτοεκτίμηση. Τέλος η απόφαση νεαρών μητέρων να κρατήσουν τα παιδιά τους, ακόμα κι όταν λόγω ηλικίας ή πόρων ήταν αδύνατο να το καταφέρουν, αφορούσε την πεποίθησή τους ότι τα παιδιά τους θα τους παρείχαν χωρίς όρους αποδοχή και αγάπη, που τόσο είχαν στερηθεί.
Σχέση μεταξύ αυτοεκτίμησης, βίας και παραπτωματικής συμπεριφοράς.
Η συνάφεια μεταξύ της χαμηλής αυτοεκτίμησης και της παραβατικότητας, ακόμα και στο χώρο του σχολείου, διαπιστώνεται συστηματικά από πολλές έρευνες. Άτομα με ανεπαρκή αυτοεκτίμηση, τα οποία βιώνουν διαρκείς ματαιώσεις και αποτυχίες, στρέφονται προς την αντικοινωνική συμπεριφορά ως αντεκδίκηση προς το κοινωνικό σύνολο. Η αυτοεκτίμησή τους αναπτερώνεται από τις βίαιες συμπεριφορές, γιατί η επιβολή ή η ένταξη σε κάποια συμμορία, αναπληρώνουν τα κενά και τα στίγματα, που τους κληροδότησε ο περίγυρός τους. Η καταξίωση επιτυγχάνεται από τη συμμετοχή σε ένα ιεραρχικό σύστημα (π.χ. συμμορία), με πολλές ευκαιρίες ανέλιξης, αναγνώρισης της στερηθείσας αξίας και απόκτησης ταυτότητας. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή μίσους και οργής, η οποία, αν διοχετευθεί προς τον εαυτό, γίνεται κατάθλιψη και αν εκτονωθεί επιθετικά, εξισορροπεί την απωλεσθείσα ή τρωθείσα αυτοεικόνα. Κατά την ψυχαναλυτική άποψη όλες οι βίαιες αποκλίνουσες συμπεριφορές ερμηνεύονται μέσω της συσχέτισής τους με την αυτοεκτίμηση και τα πλαίσια που την υπονομεύουν.
Αυτοεκτίμηση και άγχος
Για πολλούς ερευνητές η έννοια της υψηλής αυτοεκτίμησης καθορίζεται από δύο κυρίως παραμέτρους. Από την θετική αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστική αξιολόγηση του εαυτού και από τον βαθμό, που ο άνθρωπος είναι πεπεισμένος ότι μπορεί να ελέγξει εξωτερικούς παράγοντες και να χειριστεί επιτυχώς καθημερινά, απλά ή σύνθετα ζητήματα. Οι αντιδράσεις και οι προσωπικές επιλογές σε δεδομένη χρονική στιγμή, επηρεάζονται από την αντίληψη του ατόμου για το ποιο πραγματικά πιστεύει ότι είναι. Η αντίληψη αυτή καθορίζει τις αντιδράσεις σε γεγονότα και το είδος τους με τη σειρά του, συσχετίζεται άμεσα την προσαρμογή του ατόμου. Όταν η αυτοεκτίμηση κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα, ελαττώνεται η ικανότητα των ατόμων να προσαρμόζονται και να κινούνται ευέλικτα σε ακραίες, αρνητικά φορτισμένες συνθήκες. Τέτοιες καταστάσεις επηρεάζουν έντονα την προσωπικότητα, και μάλιστα, σύμφωνα με τις απόψεις του Branden, (1984), τα αρνητικά γεγονότα έχουν μεγαλύτερη συναισθηματική επίδραση στους ανθρώπους απ΄ ότι τα θετικά. Άτομα με χαμηλό δείκτη αυτοεκτίμησης, εκδηλώνουν περισσότερο άγχος, όταν καλούνται να ανταπεξέλθουν σε δύσκολες καταστάσεις συγκριτικά με άτομα υψηλής αυτοεκτίμησης, επειδή διαθέτουν λιγότερο αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης του (Abel, 1996). Οι Smith, Zhan, Hynington και Washington, (1992) συμπληρώνουν ότι οι άνθρωποι με υψηλή αυτοεκτίμηση, έχουν την τάση να χρησιμοποιούν ποικιλία συμπεριφορών διευθέτησης των αγχογόνων καταστάσεων και να αποστασιοποιούνται από αυτές, ενώ άτομα χαμηλής αυτοεκτίμησης, ερμηνεύουν τη συμπεριφορά τους ως απόλυτα εξαρτημένη από τη συγκεκριμένη κατάσταση. Επιπλέον, ο Kreger σε ένα άρθρο που εξέδωσε το 1995, απέδειξε ότι το άγχος, που εισπράττει κάποιος σε μια δεδομένη στιγμή, συνδέεται περισσότερο με την εικόνα, που έχει σχηματίσει για τον εαυτό του, παρά με την ένταση της συγκεκριμένης κατάστασης.
Αυτοεκτίμηση και κοινωνική προσαρμογή
Όσο πιο συγκροτημένη και ολοκληρωμένη είναι η αντίληψη ενός ατόμου για τον εαυτό του, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να αντιμετωπίζει επιτυχώς τις δυσκολίες στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή. Η υψηλή αυτοεκτίμηση συνήθως χαρακτηρίζει άτομα φιλόδοξα, που γνωρίζουν ακριβώς τους στόχους τους και είναι σαφή στα όσα επιδιώκουν από τη ζωή τους. Όσο περισσότερη αυτοεκτίμηση διαθέτει ένας άνθρωπος, τόσο πιο ανοιχτός και αποτελεσματικός στην επικοινωνία τείνει να είναι. Αντιστρέφοντας το συλλογισμό, χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης χαρακτηρίζουν προσωπικότητες με φτωχές επικοινωνιακές δυνατότητες, δεδομένου ότι η αβεβαιότητα για την προσωπική επάρκεια και ο φόβος για την αντίδραση του ακροατή παρεμποδίζουν τους διαύλους επικοινωνίας. Όπως διαπιστώνει ο Βranden (1981) , η ζωτικότητα και η διεύρυνση των διαπροσωπικών δραστηριοτήτων είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν άτομα με υγιή αυτοεκτίμηση, σε αντίθεση με τα άτομα χαμηλής αυτοεκτίμησης, τα οποία βιώνουν τις σχέσεις παθητικά ερμηνεύοντάς τες ως κενές, ανούσιες και εξαρτητικές. Οι άνθρωποι της δεύτερης κατηγορίας κυριεύονται από αυτόματες προσδοκίες απόρριψης, ταπείνωσης και προδοσίας, γεγονός που έχει άμεσο αντίκτυπο στο πώς αντιλαμβάνονται τις σχέσεις. Ο Μeyers (1992) ολοκληρώνει το συλλογισμό, λέγοντας ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση είναι ένας ισχυρός προγνωστικός παράγοντας για την προσωπική ευτυχία ενός ατόμου. Η αντίληψη της ευτυχίας είναι μία συνιστώσα, που επηρεάζει πολυδιάστατα την ανθρώπινη φύση. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι η ομαλή ανάπτυξη της αίσθησης της προσωπικής αξίας και ανεξαρτησίας αυτόματα οδηγεί στην προσωπική ευτυχία, ελευθερώνοντας το άτομο από αρνητικές σκέψεις και βοηθώντας το να κατανοήσει ποιος πραγματικά είναι και τι πραγματικά ζητά. (Waterman, 1981, 1984).
Η χαμηλή αυτοεκτίμηση παρουσιάζεται ως μια συνιστώσα, που αποτελεί τροχοπέδη και ανασταλτικό παράγοντα στις κοινωνικές και ατομικές δραστηριότητες του ατόμου. Εντούτοις, κάτω από ορισμένες συνθήκες, η υψηλή αυτοεκτίμηση γίνεται πηγή προβλημάτων, ενώ η χαμηλή μετατρέπεται σε αναγκαστικό κίνητρο για δραστηριοποίηση. Αν και η αρνητική αξιολόγηση του εαυτού συνήθως καταστέλλει την ενεργητικότητα, σε μερικές ακραίες περιπτώσεις η υπερβολή της χαμηλής αυτοεκτίμησης μπορεί να κινητοποιήσει το άτομο, ώστε να αποτελματωθεί από την αδράνεια. Λειτουργεί δηλαδή εδώ ο ψυχικός μηχανισμός, που χρησιμοποιείται και στην κατακλυσμιαία μέθοδο θεραπείας, κατά τον οποίο η μεγάλη δόση χαμηλής αυτοεκτίμησης και η αίσθηση ότι κάποιος φτάνει στον πυθμένα της αυτοαξιολόγησης μπορεί να ενεργοποιήσει τις δυνάμεις αντίδρασής του. Αντίθετα, το υψηλό αυτοσυναίσθημα, μερικές φορές δύναται να επιφέρει αλαζονεία, ανειλικρίνεια, εφησυχασμό και έπαρση. Εξάλλου, ο Darlympe, (1995) διαπίστωσε ότι οι ναζί είχαν υπερβολικά υψηλή αυτοεκτίμηση.
Αυτοεκτίμηση και φύλο
Ο Rosenberg ήδη από το 1967 παρατήρησε μια στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο φύλο και την αυτοεκτίμηση σε συνάρτηση με διάφορες άλλες μεταβλητές. Ο Epstein (1979) διαπίστωσε πως όταν οι γυναίκες μιλούσαν για αυτοεκτίμηση, αναφέρονταν περισσότερο σε εμπειρίες αποδοχής ή απόρριψης, ενώ οι άνδρες για καταστάσεις επιτυχίας ή αποτυχίας. Η τάση αυτή διαφαινόταν ακόμα και σε μικρότερες ηλικίες και έτσι οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι διαφυλικές διαφορές μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη της αυτοεκτίμησης (Pallas, Entwisle, Alexander, Weinstein,1990). H πλειονότητα όμως των εμπειρικών ερευνών δεν επιβεβαιώνει το εύρημα αυτό, όσον αφορά τη γενική αυτοεκτίμηση των δύο φύλων (Maccoby & Jacklin,1974). Αντίθετα, η πρόταση αυτή ισχύει στις επιμέρους παραμέτρους, γεγονός που υποδηλώνει ότι άνδρες και γυναίκες εσωτερικεύουν διαφορετικά τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και τα κριτήρια της επιτυχίας. Το βασικότερο πρόβλημα πάντως αναδύεται από την διαφορετική θεώρηση του εαυτού. Έχει επανειλημμένα παρατηρηθεί (Kitayama,1991 Markus,1992) ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται τον κόσμο και κυρίως την εικόνα του εαυτού τους ολιστικά, δηλαδή ενσωματώνουν σε αυτήν τα αγαπημένα και σημαντικά γι’ αυτές πρόσωπα και τις σχέσεις τους μαζί τους. Δημιουργούν, δηλαδή, ένα συγκεντρωτικό σχήμα του εαυτού. Οι άνδρες από τη μεριά τους θεωρούν τον εαυτό τους πιο αυτόνομα και αποσπασματικά μέσω μεμονωμένων πράξεων και ενεργειών. Είναι περισσότερο ατομοκεντρικοί, ανεξάρτητοι και ανταγωνιστικοί. Απόρροια του γεγονότος αυτού είναι ότι στην πραγματικότητα η αυτοεκτίμηση στα δύο φύλα είναι τελείως διαφοροποιημένη. Τα αγόρια από πολύ μικρά μαθαίνουν να έχουν αυτοπεποίθηση, όταν ξεχωρίζουν και όταν οι πράξεις τους στέφονται από επιτυχία. Τα κορίτσια θεωρούνται ικανά όταν μπορούν να σχηματίζουν ολοκληρωμένες συναισθηματικές επαφές. Κατά τον Eagly ( 1987) η διαδικασία αυτή ξεκινά από τη γέννηση. Τα αγόρια ενθαρρύνονται περισσότερο στην εξερεύνηση και την δράση, ενώ συναισθηματικές εκδηλώσεις, όπως κλάμα αποδίδονται συχνότερα στα κορίτσια. Η υιοθέτηση των ρόλων αυτών επηρεάζει τους μετέπειτα αυτοπροσδιορισμούς. Αυτό που δίνει αξία στον εαυτό δεν είναι κοινό και δεδομένο, αλλά καθορίζεται από τις αρχές και τις προτεραιότητες του ατόμου, αν ληφθούν υπόψη τα φίλτρα της κοινωνίας και των προσδοκιών της. Κάθε φορά που κάποιος επιτυγχάνει να ταυτίσει την αυτοεικόνα του με τις απαιτήσεις και τις ελπίδες του περιβάλλοντος, η αυτοεκτίμησή του αυξάνεται. Η ασυμφωνία, όμως προσωπικών ρόλων και κοινωνικών στερεοτύπων συν τελεί στην έκφραση άγχους και μειωμένης αυτοεκτίμησης. Το πρόβλημα με τις σύγχρονες γυναίκες, παρά την κοινωνική εξίσωσή τους με τους άνδρες είναι ότι δεν έχουν αποποιηθεί καμία από τις πρότερες υποχρεώσεις τους, ούτε συναισθηματικά ούτε πρακτικά. Επιπλέον έχουν αναλάβει περισσότερες υποχρεώσεις με αποτέλεσμα σήμερα να κρίνονται και από την επαγγελματική τους καταξίωση, αλλά και από την ικανότητά τους να δημιουργούν βαθιές και ισορροπημένες σχέσεις. Η αυτοεκτίμηση στις γυναίκες κερδίζεται δυσκολότερα, εάν βασιστεί και στις δύο παραμέτρους, με αποτέλεσμα πολλές να παραιτούνται του ενός ή του άλλου ρόλου ή απλώς να αποτυγχάνουν και στους δυο. Τα ποσοστά γυναικείας κατάθλιψης είναι η επαλήθευση της διαπίστωσης αυτής.
Σύμφωνα με τους Schwalbe & Staples (1991), η εξερεύνηση της αυτοεκτίμησης απαιτεί να διασαφηνιστούν οι τρόποι, με τους οποίους ένα άτομο αντλεί πληροφορίες για τον εαυτό του, να εξακριβωθεί πώς τους επεξεργάζεται γνωστικά και συναισθηματικά και να καταγραφεί πώς αυτοί εφαρμόζονται σε πραξιακό επίπεδο. Στο μοντέλο πρέπει να προστεθούν οι αντανακλάσεις των επιβραβεύσεων και των αποθαρρύνσεων του περιβάλλοντος στην αυτοεικόνα, οι κοινωνικές συγκρίσεις και το πλαίσιο, μέσα στο οποίο η εικόνα αυτή ολοκληρώνεται. Οι διαφυλικές διαφορές σε όλα τα επίπεδα είναι μεγάλες και κυρίως προϊόν μάθησης (Sanford & Donovan,1984). H έρευνα έχει αποκαλύψει ότι οι γυναίκες είναι πιο εξαρτημένες από τους κοινωνικούς επαίνους, οι άνδρες από τις κοινωνικές συγκρίσεις, ενώ δίνουν ίδια σημασία στην αντίληψη των ικανοτήτων και της αξίας τους. Και στα δύο φύλα πηγή αυτοεκτίμησης αποτελούν πρώτιστα οι κοινωνικές αμοιβές, οι προσωπικές εκτιμήσεις για τον εαυτό και τέλος οι κοινωνικές συγκρίσεις (Mensky,1996).
Ποιοτική ανάλυση συνεντεύξεων
- Επιπτώσεις Διαζυγίου Στα Παιδιά
Οι συνέπειες του χωρισμού των γονέων στην προσωπικότητα των παιδιών, δεν είναι πλέον τόσο δραματικές, όσο υποστηρίζεται από την κοινή αντίληψη ή παλαιότερες έρευνες. Ουσιαστικά, οι συνεντεύξεις αποτύπωσαν την εσωτερίκευση των επιπτώσεων του διαζυγίου από τα ίδια τα παιδιά μετά από χρόνια και εφόσον είχαν καταλαγιάσει οι έντονες στιγμές του χωρισμού των γονέων. Σε γενικές γραμμές οι συμμετέχοντες στις συνεντεύξεις θεωρούν ότι το διαζύγιο δεν επέδρασσε καταλυτικά στη συμπεριφορά τους.
«Δεν μπορώ να καταλάβω κάτι το διαφορετικό σ’ εμένα. Ήταν κάπως δύσκολα βέβαια άλλα εντάξει. Ίσως η δυσκολία να έγκειται στο ότι έλειπε το αντρικό πρότυπο»
«Απλώς φοβάμαι λίγο τη δέσμευση. Εξαιτίας του διαζυγίου σκέφτομαι περισσότερο τα πράγματα. Τα πρώτα χρόνια ήμουν πιο νευρική, αλλά τώρα δεν νομίζω ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο»
«Μου προκαλεί ταχυκαρδία όταν σκέφτομαι τους καυγάδες και τις φωνές πριν το διαζύγιο. Είναι από τις στιγμές που προτιμώ να ξεχάσω»
«Μετά το διαζύγιο τα πράγματα στην οικογένεια ήταν πολύ πιο αρμονικά. Γενικά είχαμε μια φοβερή ομόνοια μεταξύ μας, χωρίς τσακωμούς. Το διαζύγιο μας έφερε πιο κοντά.»
«Όσα στοιχεία μου θυμίζουν τη συμπεριφορά του πατέρα μου, μου προκαλούν εκνευρισμό»
«Όσα έχω ζήσει εξαιτίας του διαζυγίου, τα θεωρώ στοιχεία προς αποφυγή»
«Πιο πολύ επηρεάστηκε η μητέρα μου από το διαζύγιο παρά εγώ»
«Έγινα πιο ανεξάρτητη μετά το διαζύγιο»
«Ίσως μπορώ να διαλύω ευκολότερα μια σχέση που κάνω εξαιτίας του διαζυγίου των γονιών μου»
«Έχω γίνει πιο διεκδικητική, παίρνω μόνη μου τις αποφάσεις και έχω γίνει πιο επιλεκτική»
«Δεν νιώθω μειονεκτικά βλέποντας άλλες οικογένειες που δεν έχουν χωρίσει»
«Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 3 χρονών. Δεν θυμάμαι πώς είναι να ζεις με μια «ολοκληρωμένη» οικογένεια για να μπορώ να πω ότι μου λείπει κιόλας» «Ίσως να μην είχα κάποια εξοικείωση με το άλλο φύλο. Αντιμετώπιζα το άλλο φύλο επιφυλακτικά.»
«Αισθανόμουν ότι δεν έζησα παιδικά χρόνια, όπως εκείνα των φίλων μου. Όπως των άλλων παιδιών που είχαν και τους δύο τους γονείς. Αυτό με πείραζε.»
«Άλλαξαν οι ρυθμοί και ο τρόπος ζωής μέσα στο σπίτι. Άλλαξε η ζωή μου όσον αφορά στα οικονομικά και αυτό με έχει επηρεάσει.»
«Ίσως το μόνο που έχω αλλάξει , είναι ότι είμαι πιο σκληρή από πριν. Δηλαδή , αντιμετωπίζω τα πράγματα πιο ρεαλιστικά.»
«Δεν ξέρω. Ίσως ότι εγώ σαν άνθρωπος, ως μεγαλύτερο στόχο στη ζωή μου έχω να κάνω μια ευτυχισμένη οικογένεια.»
«Πάντα έχω στο μυαλό μου, ότι κάνανε οι γονείς μου, αυτό το πράγμα να προσπαθήσω να μην το κάνω εγώ»
«Εάν δεν χώριζαν οι γονείς μου, δεν θα ήμουν τώρα παντρεμένη. Έφυγε ο μπαμπάς από το σπίτι και πήραν τα μυαλά μου αέρα.»
Τα παιδιά των χωρισμένων γονιών βιώνουν ως περισσότερο τραυματικές τις καταστάσεις που οδηγούν στο διαζύγιο απ’ ό,τι το διαζύγιο αυτό καθαυτό και ανακαλούν αρνητικά συναισθήματα, που αναφέρονται στην περίοδο που προηγήθηκε του χωρισμού. Το διαζύγιο πολλές φορές παρουσιάζεται ως εξιλέωση από μια τραυματική προγενέστερη κατάσταση.
Αντίθετα , φαίνεται πως το χρονικό διάστημα που έπεται επουλώνει τις αρνητικές εμπειρίες και αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά εκείνα της προσωπικότητας, που κάνουν τα παιδιά πιο ανεξάρτητα και συνεπή αλλά και που τους προσδίδουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Αναγνωρίζουν ωστόσο ότι η εμπειρία του χωρισμού τα έχει κάνει πιο επιφυλακτικά στην επιλογή του συντρόφου και πιο επιδεκτικά στην ιδέα ενός πιθανού δικού τους διαζυγίου. Αυτός που επιβίωσε συναισθηματικά από ένα διαζύγιο γνωρίζει πως και σε μια παρόμοια περίπτωση θα ανταπεξέλθει εξίσου καλά. Εφόσον το πρότυπο επίλυσης προβλημάτων περιλαμβάνει μια τόσο δραστική μέθοδο όπως εκείνη του διαζυγίου, η συμπεριφορά αυτή έχει αυξημένες πιθανότητες να επαναληφθεί.
Είναι προφανές ότι η στάση του συζύγου που αναλαμβάνει την κηδεμονία είναι καθοριστική, δεδομένου ότι καλείται να επαναφέρει την απολεσθείσα ισορροπία σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα νοσηρών αλληλεπιδράσεων. Η ικανότητα του κηδεμόνα να αναδομήσει τη δυναμική της οικογένειας και να αντικαταστήσει τις ιδιότητες του γονέα που απομακρύνθηκε, απαλύνει τις συνέπειες του χωρισμού στα παιδιά.
Εντούτοις , προκύπτει ότι εξίσου καθοριστικής σημασίας είναι η στάση που κρατούν και οι δύο γονείς μετά το διαζύγιο , καθώς μπορεί να συμβάλλει είτε σε έναν ανώδυνο είτε σε έναν επώδυνο χωρισμό. Συνήθως μετά την διάσπαση του οικογενειακού σχήματος οι γονείς απευθύνονται στα παιδιά , κατηγορώντας ο ένας τον άλλον είτε για να κερδίσουν ενδεχομένως την εύνοιά τους, είτε κατά κάποιο τρόπο για να απενοχοποιηθούν μεταθέτοντας έτσι τις ευθύνες τους. Αυτό το φορτίο της μετάθεσης φαίνεται μάλλον να επιβαρύνει τα παιδιά και να τα επηρεάζει αρνητικά , καθώς εμμέσως πλην σαφώς τους ζητείται να πάρουν θέση υπέρ του ενός ή του άλλου γονέα, κάτι που αναπόφευκτα τα διχάζει.
Αντίθετα, εάν ο γονιός που αναλαμβάνει την κηδεμονία τηρεί αξιοπρεπή στάση απέναντι στο γονέα που απομακρύνθηκε, χτίζει τα θεμέλια για μια ομαλότερη προσαρμογή των παιδιών.
«Εγώ είχα αδυναμία στον μπαμπά μου και έπαιρνα το μέρος του.»
«Κοίταξε, για μένα ήταν μεγάλη η ψυχολογική πίεση αυτού του πράγματος. Δηλαδή το να είμαι τώρα με τον έναν και να μου λέει άσχημα πράγματα για τον άλλον.»
Πολλές φορές τα παιδιά των χωρισμένων γονιών κινητοποιούν αμυντικούς μηχανισμούς, όπως την εκλογίκευση , την άρνηση ή την απώθηση, για να επαναφέρουν την εικόνα μιας οικογενειακής αρμονίας ή για να μειώσουν το άγχος που τους προκαλεί η ανάμνηση των οικογενειακών προβλημάτων και το πένθος του χωρισμού.
- Απόδοση Ευθυνών
Σε γενικές γραμμές οι ερωτώμενοι τείνουν να «επιλέγουν» τον ένα από τους δύο γονείς, για να συμβολοποιήσουν το τραύμα της διάσπασης της οικογένειας, με αποτέλεσμα να επωμίζεται τις ευθύνες ο γονέας εκείνος που κατά κάποιο τρόπο παραμένει στο «περιθώριο» και απομακρύνεται από την οικογενειακή εστία.
«Νομίζω ότι γνωρίζοντας τον πατέρα μου αργότερα δεν θα ήθελα να ζούμε στο ίδιο σπίτι»
«Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί πλέον ο χαρακτήρας του πατέρα μου δεν θα μπορούσα πια να είμαι στο σπίτι. Θα διατάραζε τις ισορροπίες πάρα πολύ.»
«Όχι , ο πατέρας μου απλά απομακρύνθηκε. Η μητέρα μου ήταν που προσπάθησε να διατηρήσει μια ισορροπία μέσα στην οικογένεια.»
«Συνήθως δεν υπολόγιζα τον πατέρα μου ως μέρος της οικογένειας.»
«Η μητέρα μου προσπαθούσε να του μιλήσει για μένα και εκείνος δεν έδινε σημασία. Απέφευγε οποιαδήποτε συζήτηση»
«Σύμφωνα με την συμπεριφορά του απέναντί μου τα επόμενα χρόνια , μπορώ να καταλάβω ότι εξαιτίας του πατέρα μου διαλύθηκε ο γάμος.»
«Όχι ήθελε την ησυχία του, αυτό ήθελε. Ούτε εκείνη ( τη δεύτερη γυναίκα του), ούτε εμένα.»
«Παράδειγμα προς αποφυγή, είναι ο πατέρας μου.»
«Το βάρος της ευθύνης του χωρισμού, το αποδίδω μάλλον και στους δύο, αλλά περισσότερο στον πατέρα μου.»
«Οι σχέσεις μας βελτιώθηκαν κάπως τα τελευταία χρόνια. Μάλλον προσπαθεί περισσότερο και εκείνος και προσπαθούμε να αποφεύγουμε τους τσακωμούς.»
«Όταν λέω οικογένεια, μου έρχονται στο μυαλό κυρίως τα αδέρφια μου και η μητέρα μου και πιο «έξω» ο πατέρας μου.»
«Στον πατέρα μου περισσότερο ανακοινώνω. Δεν θα έλεγα συμβουλεύομαι. Σε λίγα πράγματα τον συμβουλεύομαι.»
«Καλύτερες σχέσεις έχω περισσότερο με την μητέρα μου παρά με τον πατέρα μου»
«Τον πατέρα μου τον γνώρισα όταν ήμουν 16 χρονών. Τον ένιωθα σαν ένα μακρινό συγγενή, γιατί δεν τον είχα ζήσει. Αλλά εντάξει, με αγαπούσε.»
«Μετά το διαζύγιο άρχισαν να χαλάνε οι σχέσεις μου με τον πατέρα μου. Είχε αλλάξει η συμπεριφορά του όσων αφορά στη σχέση που είχαμε. Δεν μου άρεσε η συμπεριφορά του.»
«Από τότε που ενηλικιώθηκα, τα πιο πολλά τα συζητούσα με τη μητέρα μου. Πιο αναλυτικά τα συζητούσα με εκείνη»
«Ε, κάποια στιγμή ερωτευτήκανε, ταιριάξανε, μετά δεν ταιριάξανε, τέλος πάντων χωρίσανε. Κάνανε και οι δύο λάθη»
«Και οι δύο φταίνε. Σε ένα διαζύγιο φταίνε και οι δύο.»
Είναι σχεδόν προφανές ότι το πρόσωπο που επιλέγεται από τη πλευρά των παιδιών για να σηκώσει το φορτίο των ευθυνών είναι ο πατέρας. Ενδεχομένως βέβαια , αυτό να εξαρτάται από το ποιος αναλαμβάνει την κηδεμονία των παιδιών μετά τον χωρισμό.
«Η μητέρα μου ήταν που προσπάθησε να διατηρήσει μια ισορροπία μέσα στην οικογένεια. Βρήκαμε τις ισορροπίες ως οικογένεια, χωρίς τον πατέρα μου μέσα .Κάναμε μια καινούρια αρχή»
«Θεωρώ ότι η μητέρα μου κατάφερε να ανταποκριθεί αρκετά καλά στο ότι μεγάλωνε εμένα μόνη της»
«Υπήρξε μια εποχή μετά το διαζύγιο κατά την οποία γίνονταν πολλοί τσακωμοί, λόγω του ότι η μητέρα μου έκανε μια καινούρια σχέση. Ο πατέρας μου έβριζε, φώναζε ενώ εμείς πήραμε την πλευρά της μαμάς.»
«Ε, κοίτα ρίχνω ευθύνες στον πατέρα μου. Κυρίως του ρίχνω ευθύνες για την συμπεριφορά του μετά το διαζύγιο.»
«Με την μητέρα μου είχα πολύ καλές σχέσεις. Δεν μου έλλειψε τίποτα σαν παιδί.»
«Όταν ήμουν μικρή, από αυτά που άκουγα, ένιωθα ότι η μαμά μου έφταιγε που χωρίσανε. Είχα στραφεί πολύ προς τον μπαμπά μου και του έδειχνα μια υπέρμετρη αγάπη.»
«Δεν τα πηγαίναμε καλά με τη μαμά μου, δεν συμφωνούσαμε. Είχα πάρει το μέρος του μπαμπά μου.»
Η συμπεριφορά και οι αντιδράσεις του πατέρα στο διαζύγιο βιώνονται συνήθως πιο έντονες και εκρηκτικές απ ’ ό,τι εκείνες της μητέρας. Επιπλέον φαίνεται πως τα παιδιά εσωτερικεύουν το χωρισμό ως εθελούσια απομάκρυνση και αδιαφορία του πατέρα
«Στους καυγάδες μου με τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα μου εκείνος έπαιρνε το μέρος της. Μετά δεν νομίζω πως τον απασχόλησε και ιδιαίτερα»
«Αυτή την αντίδραση του μπαμπά μου να υποστηρίζει την γυναίκα του και όχι εμένα, την αντιμετώπισα αρκετά αδιάφορα, ώστε να μην με επηρεάσει ιδιαίτερα.»
«Ο πατέρας μου απλά απομακρύνθηκε.»
«Πολλές φορές του έχει έρθει να κάνει φασαρία επειδή ήθελε να κάνω κάτι, αλλά δεν έδινα σημασία. Δεν με απασχολούσε για το αν θυμώνει ή όχι»
«Ο πατέρας μου ήθελε απλώς την ησυχία του. Ούτε εκείνη ήθελε, ούτε εμένα»
- Αντίληψη/ Άποψη Για Την Οικογένεια
Σε γενικές γραμμές, τα παιδιά από χωρισμένους γονείς έχουν θετική εικόνα για την παραδοσιακή οικογένεια και τον θεσμό του γάμου, αν και συνήθως την ερμηνεύουν ως ενοχική προσπάθεια αποφυγής παρόμοιας εμπειρίας διαζυγίου στην προσωπική τους ζωή. Παρόλα αυτά, τίποτα δεν εγγυάται ότι τελικά θα μπορέσουν να αποφύγουν μια τέτοια κατάληξη.
«Θέλω να κάνω οικογένεια και παιδιά και όλα να βασίζονται σε αμοιβαία κατανόηση και αγάπη. Πιστεύω ότι το διαζύγιο των γονιών μου δεν με έχει επηρεάσει γιατί κάθε περίπτωση είναι διαφορετική.»
«Θα το σκεφτώ μάλλον περισσότερο να παντρευτώ απ’ ό,τι το σκέφτηκαν οι γονείς μου.»
«Όχι. Δεν σκέφτομαι να χωρίσω. Και αν χώριζα, θα χώριζα τώρα που τα μικρά δεν καταλαβαίνουν.»
Στατιστική ανάλυση δεδομένων
Από την έρευνα προέκυψαν ορισμένα ενδιαφέροντα δημογραφικά στοιχεία για το διαζύγιο:
- Η μητέρα αναλαμβάνει την κηδεμονία των παιδιών στο 87,1% των περιπτώσεων (85,7% των αγοριών και 88,1% των κοριτσιών) έναντι του 12,9% των περιπτώσεων, όπου ο πατέρας είναι ο υπεύθυνος κηδεμόνας των παιδιών (14,3% των αγοριών και 11,9% των κοριτσιών)
- Το 38,1% των αγοριών σε σχέση με το 68,3% των κοριτσιών διατηρεί επαφή μόνο με τη μητέρα του μετά το διαζύγιο. Αντιθέτως, το 11,9% των αγοριών και το 6,7% των κοριτσιών διατηρεί επαφές μόνο με τον πατέρα. Και με τους δύο γονείς έχει σχέσεις το 47,6% των αγοριών και το 23,3% των κοριτσιών, ενώ μόνο το 2,4% των αγοριών και το 1,7% των κοριτσιών δεν διατηρεί επαφές με κανέναν από τους δύο γονείς. Η διαφορά αυτή στα ποσοστά είναι στατιστικώς σημαντική
- Διαφοροποιήσεις παρουσιάζονται ανάμεσα στα δύο φύλα και όσον αφορά την απόδοση ευθυνών για το διαζύγιο. Συγκεκριμένα, το 46,3% των αγοριών και το 66,7% των κοριτσιών θεωρεί ότι υπεύθυνος για το χωρισμό είναι ο πατέρας. Τα ποσοστά αυτά μειώνονται σε 12,2% για τα αγόρια και 11,7% για τα κορίτσια, όταν υπεύθυνη για το χωρισμό θεωρείται μόνο η μητέρα. Το 41,5% των αγοριών και το 21,7% των κοριτσιών αποδίδουν την ευθύνη και στους δύο γονείς.
- Το 66,7% των αγοριών και το 80% των κοριτσιών προτιμούν τη σύσταση παραδοσιακής οικογένειας, ενώ μόλις το 26,2% των αγοριών και το 16,7% των κοριτσιών επιλέγουν την ελεύθερη σχέση.
- Στους αστικούς χώρους περισσότερο υπεύθυνος για το χωρισμό θεωρείται ο πατέρας, γεγονός που ισχύει και για χωριά-μικρές πόλεις, σε μικρότερο ποσοστό.
- Το 61,1% των παιδιών ηλικίας 15-25 θεωρούν υπεύθυνο για το χωρισμό τον πατέρα, το 11,1% τη μητέρα και το 27,8% και τους δύο. Στην ηλικιακή ομάδα 26-36 ετών, το 22,2% θεωρεί υπεύθυνο τον πατέρα, το 22,2% τη μητέρα και το 55,6% και τους δύο.
- Ενώ μόλις το 28,9% των παιδιών ηλικίας 15-25 ετών διατηρεί επαφή και με τους δύο γονείς, στις ηλικίες 26-36 το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 88,9%. Η διαφοροποίηση αυτή είναι στατιστικώς σημαντική
- Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων δεν κατέδειξε στατιστικώς σημαντικές διαφοροποιήσεις στον τρόπο με τον οποίο η εσωτερίκευση του χωρισμού επηρεάζει την αυτοεκτίμηση ανδρών και γυναικών σε σύγκριση με αυτή του γενικού πληθυσμού.
- Ομοίως, καμία ηλικιακή κατηγορία δεν διαφοροποιείται όσον αφορά την αυτοεκτίμησή της. Αντιθέτως, σημαντική απόκλιση εμφανίζεται στους μέσους όρους της κοινωνικής και οικογενειακής αυτοεκτίμησης ανάλογα με τον τόπο κατοικίας των συμμετεχόντων. Συγκεκριμένα, τα άτομα που προέρχονται από αστικό περιβάλλον και κυρίως την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, υπερτερούν όσον αφορά τις εν λόγω αυτοεκτιμήσεις σε σχέση με τα άτομα των ημιαστικών περιοχών, δηλαδή των χωριών και των κωμοπόλεων
- Παρά τις επικρατούσες θεωρίες δεν διαπιστώθηκαν διαφοροποιήσεις στην αυτοεκτίμηση ανάλογα με την ηλικία, κατά την οποία οι συμμετέχοντες βίωσαν το χωρισμό των γονιών τους. Το ίδιο ισχύει και για τη σειρά γέννησης των ατόμων, η οποία ως ανεξάρτητη μεταβλητή δεν είναι διαφοροποιητικός παράγοντας που επηρεάζει την αυτοεκτίμηση.
- Αν και υπάρχουν κάποιες διαφαινόμενες διαφοροποιήσεις στους μέσους όρους όλων των αυτοεκτιμήσεων των συμμετεχόντων ανάλογα με το ποιος από τους διαζευγμένους γονείς του είχε αναλάβει την κηδεμονία τους, εντούτοις οι αποκλίσεις στους μέσους όρους δεν είναι αρκετά μεγάλες, ώστε να εγκαθιδρύσουν στατιστική σημαντικότητα.
- Παρόλα αυτά, σημαντικότατη επίδραση ασκεί ο τύπος του χωρισμού (επίσημο διαζύγιο γονέων/διάσταση) στην οικογενειακή αυτοεκτίμηση των παιδιών και στην αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης με παρόμοια τάση και στην ενδοπροσωπική και συνολική αυτοεκτίμηση. Οι εν διαστάσει γονείς προκαλούν συστηματικά επώδυνες μειώσεις της αυτοεκτίμησης των παιδιών τους σε σύγκριση με τους διαζευγμένους, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στη διατήρηση των ελπίδων για επανένωση, που εγείρει η μη επισημοποίηση του χωρισμού. Τα παιδιά στην περίπτωση αυτή γίνονται πιο χειριστικά και ενοχοποιούν τον εαυτό τους ως αιτία της διάστασης των γονιών τους.
- Όσον αφορά την ποιότητα της σχέσης των γονέων μετά το χωρισμό, η έρευνα έδειξε ότι η οριστική απομάκρυνση τους επιδρά θετικότερα στην οικογενειακή και συνολική αυτοεκτίμηση από ό,τι η διατήρηση άσχημης σχέσης μετά το διαζύγιο
- Η αυτοεκτίμηση των παιδιών μετά το διαζύγιο μειώνεται, εφόσον στις οικογενειακές συγκρούσεις εμπλέκονται οι υπόλοιποι συγγενείς των χωρισμένων.
- Αν εξαιρέσουμε την κοινωνική και οικογενειακή αυτοεκτίμηση, η οποία δεν επηρεάζεται από το είδος των επαφών με τους γονείς μετά το χωρισμό, τόσο η εργασιακή, η ενδοπροσωπική, η συνολική αυτοεκτίμηση και η αυτοεκτίμηση της εξωτερικής εμφάνισης αυξάνονται, όταν τα παιδιά διατηρούν επαφή με τον πατέρα και φτάνουν σε χαμηλά επίπεδα όταν διατηρούν σχέσεις και με τους δύο γονείς
- Μεγάλη διαφοροποίηση διαπιστώθηκε όσον αφορά την εργασιακή, οικογενειακή και συνολική αυτοεκτίμηση ανάλογα με το είδος της σχέσης με το άλλο φύλο που επιθυμούν οι συμμετέχοντες να έχουν στην προσωπική τους ζωή: Τα άτομα που προτιμούν τη σύσταση παραδοσιακής οικογένειας έχουν συστηματικά υψηλότερους μέσους όρους αυτοεκτίμησης συγκρινόμενα με όσους προκρίνουν μια ελεύθερη σχέση.
- Η ανάληψη της κηδεμονίας από τον πατέρα ή τη μητέρα δεν επηρεάζει την αυτοεκτίμηση, ούτε αλληλεπιδρά με το φύλο του παιδιού. Συγκεκριμένα, η διπαραγοντική ανάλυση διασποράς με ανεξάρτητες μεταβλητές φύλο*κηδεμονία τέκνων μετά το χωρισμό δεν παρουσίασε στατιστικώς σημαντικές διαφοροποιήσεις ούτε στα κύρια αποτελέσματα, αλλά ούτε και στην αλληλεπίδρασή τους όσον αφορά όλα τα είδη αυτοεκτίμησης.
- Η ποιότητα της ερωτικής ζωής των παιδιών από χωρισμένους γονείς, η οποία μετρήθηκε σε μια κλίμακα τακτικών τιμών από 1-10, συσχετίζεται στατιστικώς σημαντικά με τη συνολική, την ενδοπροσωπική αυτοεκτίμηση και την αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης
- Οι συμμετέχοντες ερωτήθηκαν για πoιο λόγο πίστευαν ότι είχαν παντρευτεί οι γονείς τους. Η πλειοψηφία (78,4%) απάντησε ότι παντρεύτηκαν από έρωτα ή αγάπη, το 17,6% λόγω κοινωνικών συμβάσεων και το 3,9% δήλωσε ότι δεν γνώριζε.
- Στην ερώτηση για τους λόγους χωρισμού των γονιών τους δόθηκαν ποικίλες απαντήσεις με κυρίαρχες τις ακόλουθες:
Ασυμφωνία χαρακτήρων: 27,1%
Ανωριμότητα / επιπολαιότητα: 22,9%
Έλλειψη επικοινωνίας (αδιαφορία, έλλειψη αγάπης, καυγάδες): 22,9%
Εξωσυζυγικές σχέσεις: 14,6% (το 90% αποτελεί εξωσυζυγικές σχέσεις του πατέρα)
Αναφορικά με τα συναισθήματα που διακατείχαν τους συμμετέχοντες κατά την περίοδο του χωρισμού των γονιών τους, οι απαντήσεις ήταν:
Στεναχώρια/ θλίψη: 43,1%
Δεν θυμάμαι/ δεν θέλω να θυμάμαι: 17,6%
Πολύ καλά/ ανακούφιση: 7,8%
Φοβίες/ άγχος: 5,9%
Αδιαφορία/ τίποτα: 5,9%
Ανασφάλεια/ εγκατάλειψη: 3,9%
Τέλος, οι ερωτώμενοι ανέφεραν ποιες αλλαγές στην προσωπικότητά τους αποδίδονται στο χωρισμό των γονιών τους:
Δυσπιστία προς το άλλο φύλο/ επιφυλακτικότητα προς τους ανθρώπους: 32%
Καμία αλλαγή: 18%
Ωριμότητα/ αύξηση υπευθυνότητας: 16%
Ανασφάλεια/ αίσθημα εγκατάλειψης/ υπερευαισθησία: 8%
Οργή: 8%
Καταλυτική αλλαγή στο χαρακτήρα: 6%
Θετικές αλλαγές: 12%
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ
Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας έρχονται σε αντίθεση με τα εμπειρικά αποτελέσματα των ερευνών στον ευρωπαϊκό χώρο. Είναι πεποίθηση των συγγραφέων ότι οι διαφορές αυτές οφείλονται περισσότερο στις διαφορετικές χρονικές στιγμές διεξαγωγής των ερευνών και στη δραματοποίηση των συνεπειών του διαζυγίου: οι περισσότερες από τις έρευνες που υποστηρίζουν ότι τα αποτελέσματα του διαζυγίου είναι καθολικά και σχεδόν μη αναστρέψιμα έλαβαν χώρα σε προηγούμενες δεκαετίες, όταν ο κοινωνικός στιγματισμός εξαιτίας της λύσης ενός γάμου ήταν εντονότερος. Πραγματικά, αυτό φαίνεται να ισχύει ακόμα στις αγροτικές και ημιαστικές περιοχές της Ελλάδας, από όπου συλλέξαμε δεδομένα. Τα κοινωνικά και οικογενειακά δίκτυα στα μέρη αυτά διατηρούν πλήρως την κοινωνική τους ισχύ, διασφαλίζοντας μεν την κοινωνική συνοχή, αλλά διαιωνίζοντας έναν ελεγκτικό μηχανισμό που πολλές φορές προκαλεί μείωση της αυτοεκτίμησης, εφόσον ένα παιδί διαζευγμένων γονιών δυσκολεύεται να ταυτιστεί με τα κοινωνικά πρότυπα. Η παραδοσιακή αυτή αντίληψη της οικογένειας εκφράζεται στις αιτιακές αποδόσεις του διαζυγίου, σύμφωνα με τις οποίες ο πατέρας θεωρείται λιγότερο υπεύθυνος από τα παιδιά σε σύγκριση με τα αστικά κέντρα, όπου κρίνεται αυστηρότερα. Η μετάβαση στη μονογονεϊκότητα και η αποδοχή της από τα αστικά κοινωνικά στρώματα συνεπάγεται την άρση των πατριαρχικών αντιλήψεων και την εξάλειψη του κοινωνικού στίγματος ως απόρροια του διαζυγίου.
Στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι το κράτος πρόνοιας δεν είναι επαρκές σε σύγκριση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, εντούτοις τα ισχυρά οικογενειακά δίκτυα αντισταθμίζουν την οικονομική δυσπραγία των μονογονεϊκών οικογενειών που αναφέρεται στην ξένη βιβλιογραφία. Τα μαθησιακά προβλήματα που αναφέρονται δεν φαίνεται να επαληθεύονται στην παρούσα έρευνα, δεδομένου ότι πολλοί από τους συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν φοιτητές με υψηλό μορφωτικό επίπεδο.
Επίσης, δεν υπήρχε καμία στατιστικώς σημαντική διαφοροποίηση όσον αφορά τους μέσους όρους αυτοεκτίμησης του γενικού πληθυσμού και των ατόμων από διαζευγμένους γονείς. Μάλιστα πολλές φορές η δεύτερη ομάδα υπερτερούσε του γενικού πληθυσμού σε όλα τα είδη αυτοεκτίμησης. Η ποιοτική ανάλυση έδειξε ότι αυτό ίσως να οφείλεται στους ισχυρότερους μηχανισμούς προσαρμογής και ευελιξίας, που έπρεπε να αναπτύξουν τα άτομα με χωρισμένους γονείς. Παρόλα αυτά, τα ίδια υποκείμενα έδωσαν έμφαση στην επιφυλακτικότητα που καλλιέργησαν κυρίως απέναντι στο άλλο φύλο εξαιτίας του διαζυγίου των γονιών τους, γεγονός όμως που δεν συσχετίζεται με τις δεξιότητες κοινωνικής προσαρμογής και επιτυχίας. Ενδεχομένως η καχυποψία αυτή να επηρέασε την αυτοεκτίμηση των ατόμων που δήλωσαν ότι προτιμούν ελεύθερη σχέση και όχι παραδοσιακή οικογένεια. Πάντως, το συντριπτικό ποσοστό των συμμετεχόντων δήλωσε την προτίμησή του για κοινωνικά αποδεκτές μορφές οικογένειας εν αντιθέσει προς τα ευρήματα των Amato και Keith, που θεώρησαν ότι το διαζύγιο διαστρεβλώνει τις αντιλήψεις για τις οικογενειακές αξίες.
Καταλυτικός παράγοντας για τη βίωση έντονων αρνητικών συναισθημάτων είναι ο χρόνος που παρήλθε του διαζυγίου και όχι τόσο αν η απόφαση για το χωρισμό ελήφθη με συναινετικές διαδικασίες ή εν μέσω εντάσεων. Όλοι οι συμμετέχοντες στην έρευνα μακροπρόθεσμα υπερσκέλιζαν την τραυματική ανάμνηση του χωρισμού και η πραξιακή διάσταση της αυτοεκτίμησης αναπλήρωνε τυχόν ελλείψεις στην αξιακή. Αυτό υποδηλώνει ότι, ενώ τα αρχικά συναισθήματα ήταν θλίψη, στεναχώρια και ενοχική εσωτερίκευση του διαζυγίου, οι μετέπειτα μηχανισμοί άμυνας και οι προσωπικές επιτυχίες αντιστάθμιζαν τα τραυματικά βιώματα.
Σημαντικός διαφοροποιητικός παράγοντας στην αυτοεκτίμηση ήταν η μορφή του διαζυγίου (διάσταση ή επίσημος χωρισμός) και οι σχέσεις των γονέων αργότερα. Τα ευρήματα της έρευνας συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι οι δραστικές λύσεις είναι προτιμότερες από την ανατροφοδότηση μιας σχέσης που έχει λήξει: όταν οι γονείς δεν οριστικοποιήσουν την απόφασή τους να χωρίσουν, τα παιδιά εξακολουθούν να ελπίζουν ότι οι γονείς θα επανενωθούν σε κοινή οικογενειακή εστία. Ένα επιπρόσθετο αποτέλεσμα των διφορούμενων αυτών καταστάσεων είναι η διαιώνιση του συγκρουσιακού κλίματος και των εντάσεων ως συνέπεια της πλημμελούς επικοινωνίας των συζύγων. Αν αναλογιστεί κανείς ότι σε αυτό το πολωτικό κλίμα εμπλέκονται τα συγγενικά και φιλικά πρόσωπα των υπό διάσταση γονέων, θα κατανοήσει κανείς τις ψυχικές επιπτώσεις στα παιδιά.
Επεκτείνοντας το παραπάνω εύρημα, θεωρούμε πολύ σημαντική τη διαπίστωση ότι η διατήρηση συχνών επαφών των παιδιών με τους γονείς αναπαράγει το συγκρουσιακό κλίμα και καταρρακώνει την αυτοεκτίμησή τους, ειδικά όταν οι γονείς τα χρησιμοποιούν ως μέσο διαπραγμάτευσης και εκβιασμού. Είναι προτιμότερο η απόφαση για χωρισμό να είναι τελεσίδικη.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Amato, P. R. and Keith, Β. (1991). Parental divorce and the well-being of children: a meta-analysis. Psychological Bulletin, 110, 26-46.
Amato, P. R. (1993). Parental divorce and the well being of children: A meta- analysis. Psychological Bulletin, 110, 26- 46.
Aquilino, W. S (1994). Impact of childhood family disruption on young adults’ relationships with parents. Journal of Marriage and the Family, 56, 295-313.
Aro, Μ. and Ρalosaari, U. Κ. (1992). Parental divorce, adolescence, and transition to young adulthood. American Journal of Orthopsychiatry, 62, 421-429.
Buchanan, C. Μ., Maccoby, Ε.Ε.and Dornbusch, S. Μ. (1991). Caught between parents: adolescents’ experience in divorced homes. Child Development, 62, 1008-1029.
Buri, J. R., Kirckner, R Α. and Walsh, J. Μ. (1987). Familial correlates of self-esteem in young Αmerican adults. Journal of Social Psychology, 127, 583-588.
Cigoli, V., Gulotta, G. and Santi, G. (1997). Separazione, divorzio e affidamento dei figli [Separation, divorce and children custody]. Milano: Giuffre.
Duncan, G. J. and Hoffman, S. D. (1985). Economic consequences of marrital instability. In Horizontal Equity, Uncertainty and Well Being, David, Μ. and Smeeding, T. (Eds) .Chicago: University of Chicago Press, pp. 427-469.
Gately, D. and Schwelbel, Α. Ι. (1992). Favourable outcomes in children after parental divorce. Journal of Divorce and Remarriage, 18, 57-67.
Hetherington, Ε. Μ. (1991). The role of individual differences and family relationships in children’s coping with divorce and remarriage. In Family Transitions, Cowan, R Α. and Hetheringtοn, Ε. Μ. (Eds). Hillsdale: Erlbaum.
Hetherington, E. M. (1993). An overview of the Virginia Longitudinal Study of Divorce and Remarriage with a focus on the early adolescent. Journal of Family Psychology, 7, 39- 56
Hetherrigton, Ε. Μ., Law, T. C. and O’Connor, T. G. (1993). Divorce, challenges and new chances. In Normal Family Processes, Walsh, F. (Ed.). New York: Guilford Press, pp. 208-234.
Hines, Α. Μ. (1997). Divorced-related transitions, adolescent development and the role of parent- child relationship: a review of the literature. Journal of Marriage and the Family, 52, 375-388.
Hoelter, J. and Harper, L. (1987). Structural and interpersonal family influences on adolescent self- concept. Journal of Marriage and the Family, 49, 129-139.
Hughes, R. Jr. (1996). The Effects of Divorce on Children. Department of Family Relations and Human Development. Ohio University
Iafrate, R. (1996a). Conflitto, cooperazione e percezione dei confini familiari in famiglie separate con adolescenti [Conflict, co-operation and perception of family boundaries in separated families with adolescents]. Ricerche di Psicologia, 2, 79-113.
Iafrate, R. (1996b). Comunicazione, soddisfazione e influenza parentale in famiglie intatte e separate con figli adolescenti [Communication, satisfaction and parental influence in intact and separated families with adolescents]. Archivio di Psicologia, Neurologia e Psichiatri, 2-3, 175-193.
Iafrate, R. (1996c). Single parent families with adolescents: structure, functioning and relationships. –In Research on Family Resources and Needs Across the World, Cusinato, Μ. (Ed.). Milano: Led,pp. 341-362.
Lanz, M., Iafrate, R., Rosnati, R. and Scabini, E. (1999). Parent- child communication and adolescent self-esteem in separated, intercountry and intact non-adoptive families. Journal of Adolescence, 22, 785- 794.
Jackson, Α. Ε. and Bosma, Η. Α. (1992). Developmental research on adolescence: European perspectives for the 1990s and beyond. British Journal of Developmental Psychology, 10, 319-337.
Noller, R (1995). Parent-adolescent relationships. Ιn Explaining Family Interactions. Fitzpatrick. Μ. Α. and Vangelisti. Α. L. (Eds). London: Sage Publications. pp. 77-111.
Pearce-McCall, D. Ν. (1988). Daugher’s and parents’ perceptions of their post divorced/ remarried family systems: family relationships, family boundaries and ritual of the daughers’ weddings. Ph.D. Thesis. University of Minnesota.
Rutter, Μ. (1980). Protective factors in children’s responses to stress and disadvantage. Ιn Primary Prevention of Psychopatology: ΙΙΙ. Promoting social competence and coping in children, Kent. Μ. W and Rolf. J. Ε. (Eds.). Hannover: University Press of New England, pp. 49-74.
Seltzer, J. Α. (1991). Relationships between fathers and children who live apart. Journal of Marriage and Family, 53, 367-378.
Simons, R. L., Withbeck. J. Β., Beaman. J. and Conger. R. D. (1994). The impact of mothers’ parenting. Ιnvolvement by nonresidential fathers and parental conflict on the adjustment of adolescent children. Journal of Marriage and the Family, 56, 356-374.