Σε μια νέα απόφαση καταδίκης της Ελλάδας προέβη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τον Ιούλιο του 2024, σχετικά με (α) την αδυναμία του Ελληνικού κράτους να εφαρμόσει δικαστικές αποφάσεις επιμέλειας / επικοινωνίας, (β) να διασφαλίσει το Δικαίωμα των πολιτών της στην Οικογενειακή ζωή (τόσο του γονέα όσο και του ανηλίκου) και (γ) αναγνώρισε το φαινόμενο της γονικής αποξένωσης ως μια τελεσθείσα κατάσταση.
Ακολουθεί απόσπασμα της απόφασης σχετικά με τη μείζονα σκέψη και σχετικός σύνδεσμός στην απόφαση:
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΖΙΟΥΜΑΚΑ κατά ΕΛΛΑΔΟΣ (Αρ. αίτησης 31022/20)
ΚΡΙΣΗ: Άρθρο 8 • Θετικές υποχρεώσεις • Οικογενειακή ζωή • Μη επιβολή οικιακών αποφάσεων παραχώρηση της επιμέλειας δύο ανήλικων παιδιών στη μητέρα τους και απαίτηση από τον πατέρα να της τα επιστρέψει • Η αποτυχία των εγχώριων αρχών να επιδιώξουν επαρκή και έγκαιρα μέτρα για την επιβολή του δικαιώματος της αιτούσας στην επιστροφή των παιδιών της • Με την παράλειψη να ενεργήσουν με επιμέλεια, οι αρχές ευνόησαν την ένταξη των παιδιών στο νέο τους περιβάλλον και συνεπώς συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση μιας de facto κατάστασης αντίθετα με το δικαίωμα του άρθρου 8 της αιτούσης.
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ – 9 Απριλίου 2024 – ΤΕΛΙΚΟ – 09/07/2024
Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη σύμφωνα με το Άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης.
Η Υπόθεση:
Η αιτούσα υποστήριξε ότι η παθητική στάση των αρχών και η αδράνεια της αστυνομίας είχε ως αποτέλεσμα τη μη εκτέλεση των αποφάσεων της ανάθεσης της επιμέλειάς σε εκείνη και την αποξένωσή της από τα παιδιά της. Η αιτούσα δεν μπόρεσε να έχει ουσιαστική επαφή με τα παιδιά από την ηλικία των 4 και 1,5 ετών. Επιπλέον, δεν είχε τη δυνατότητα να έχει τηλεφωνική επικοινωνία μαζί τους λόγω της μη συνεργάσιμης συμπεριφοράς του Κ.Κ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αποξένωσή τους και αναμφίβολα δημιουργούσε προβλήματα στην ανάπτυξη των παιδιών. Επιπλέον, είχε σημαντικό αντίκτυπο στην προσφεύγουσα, η οποία είχε χάσει όλα αυτά τα χρόνια της ζωής των παιδιών της, παρά τις σημαντικές προσπάθειές της. Υποστήριξε περαιτέρω ότι ο Κ.Κ. και η οικογένειά του είχαν κάνει πλύση εγκεφάλου στα παιδιά και ο Κ.Κ. είχε προβεί σε μια σειρά ενεργειών προκειμένου να την εξουθενώσουν οικονομικά και ψυχολογικά. Η δικαστική διαδικασία ήταν ατελείωτη και επέφερε βαρύ οικονομικό βάρος στην αιτούσα, η οποία αναγκαζόταν να ταξιδεύει από το Διδυμότειχο στην Αμαλιάδα, σε απόσταση μεγαλύτερη των 900 χιλιομέτρων, κάθε φορά που ασκούσε ένδικα μέσα, τα οποία εξάλλου, ήταν μάταια, καθώς δεν κατάφερε να έρθει σε επαφή με τις κόρες της.
Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, από την έκδοση της απόφασης 87/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, ο Κ.Κ. άσκησε παράνομα τα γονικά του δικαιώματα αποκόπτοντας την αιτούσα από την γονική της μέριμνα. Στο μεταξύ, οι εγχώριες αρχές είχαν παραμείνει αδρανείς και δεν είχαν διευκολύνει την επανένωση της προσφεύγουσας με τα παιδιά της παρά τα επανειλημμένα αιτήματά της. Η προσφεύγουσα αναφέρθηκε στις παρατηρήσεις της σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης και επανέλαβε ότι δεν είχε κανένα αποτελεσματικό μέσο για να επιτύχει την επιβολή της σχετικής απόφασης, καθώς η σχετική διαδικασία για την ανάθεση της επιμέλειας σε εκείνη ήταν δαπανηρή, μακρά και μάταιη, όπως έχει ήδη αναγνωριστεί από το Δικαστήριο σε παρόμοιες υποθέσεις (βλ. Φουρκιώτης, προαναφερθείσα, § 68)
Η προσφεύγουσα αναφέρθηκε επίσης στις καταγγελίες για ποινικές ευθύνες που είχε υποβάλει κατά του Κ.Κ. και τα μέλη της οικογένειάς του. Είχε ζητήσει περαιτέρω τη βοήθεια της αστυνομίας, η οποία ωστόσο δεν την είχε βοηθήσει αποτελεσματικά και δεν μπόρεσε να εντοπίσει τα παιδιά κατά τη διάρκεια των ερευνών της, παρόλο που το χωριό στο οποίο κατοικούσαν, στο Κολοκυθά, υπήρχαν 80 κάτοικοι, καθιστώντας έτσι εύκολο τον εντοπισμό των παιδιών. Τέλος, η αιτούσα είχε απευθυνθεί στις εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου, ζητώντας τη συνδρομή τους για την εκτέλεση της απόφασης επιμέλειας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι τοπικές αρχές δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια, παρόλο που η φύση και η σοβαρότητα της παραβίασης του δικαιώματος της αιτούσας απαιτούσαν λήψη μέτρων. Στο μεταξύ, τα παιδιά είχαν αποξενωθεί περαιτέρω από αυτήν και η αιτούσα φοβόταν ότι εκείνη δεν θα μπορέσει ποτέ να επανενωθεί μαζί τους.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η υποχρέωση του κράτους ήταν να εισαγάγει ένα κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο και να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο, στο μέτρο του δυνατού, για την επανένωση των μελών της οικογένειας, όπως στην παρούσα υπόθεση που αφορά την προσφεύγουσα και τις δύο κόρες της. Εν προκειμένω, οι αρχές είχαν ενεργήσει ως προς τις υποχρεώσεις αυτές. Υπήρχε ένα πλήρες σύστημα δικαστικής προστασίας, ρύθμιση της γονικής μέριμνας, της επιμέλειας και της επικοινωνίας μεταξύ διαζευγμένων γονέων και τα παιδιά τους. Με την απόφαση αριθ. 28/2016, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, ο Κ.Κ. είχε πλήρη γονική μέριμνα και επιμέλεια των παιδιών. Ως εκ τούτου και σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 195/2020 του Εφετείου Πατρών, τα τέκνα τελούσαν νόμιμα υπό την επιμέλεια του πατέρα τους, με τον οποίο συγκατοικούσαν και η επικοινωνία τους με την αιτούσα είχε ρυθμιστεί με την υπ’ αριθμ. 2/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι η υποχρέωση του Κ.Κ. να παραδώσει τα παιδιά στη αιτούσα είχε οριστεί με την απόφαση αριθ. 195/2020, με την οποία το δικαστήριο είχε απορρίψει την έφεσή του κατά της απόφασης αριθ. 87/2018. Συγκεκριμένα, η υποχρέωσή του είχε ξεκινήσει από την ημερομηνία που η αιτούσα είχε δηλώσει ότι ήταν η ημερομηνία παράδοσης των τέκνων σύμφωνα με τον πρώτο εκτελεστικό τίτλο που είχε αποκτήσει, δηλαδή αυτόν της 10ης Ιουνίου 2020. Από εκείνη την ημερομηνία, οι εγχώριες αρχές είχαν παράσχει κάθε δυνατό μέτρο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους για να βοηθήσουν την αιτούσα στην εφαρμογή της σχετικής απόφασης.
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι ένας δικαστικός λειτουργός δεν μπορούσε να ζητήσει τη συνδρομή της αστυνομίας ή/και των διωκτικών αρχών προκειμένου να αφαιρεθούν παιδιά με τη βία από τον έναν γονέα. Μόνο η έμμεση εκτέλεση τέτοιας απόφασης βάσει του άρθρου 950 § 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας επιτρέπεται. Ειδικότερα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, όπως ίσχυε πριν από το 1999, ένας δικαστικός λειτουργός μπορούσε να προχωρήσει στην εκτέλεση της απόφασης επιμέλειας με βίαιη απομάκρυνση των παιδιών από την μη επιμελούσα μητέρα. Ωστόσο, η βίαιη εκτέλεση τέτοιων αποφάσεων θεωρείται ότι είναι βία που διαπράττεται από το κράτος και ως εκ τούτου η σχετική διάταξη είχε τροποποιηθεί ώστε να προβλέπει την έμμεση εκτέλεση. Ακόμα κι έτσι, οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές είχαν ενεργήσει σύμφωνα με τις καταγγελίες της αιτούσας σχετικά με την απαγωγή των παιδιών της. Είχαν γίνει πολλαπλές έρευνες για τον εντοπισμό των ανηλίκων, οι δικογραφίες τέθηκαν άμεσα στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αμαλιάδας, ασκήθηκαν ποινικές διώξεις και διενεργήθηκε προκαταρκτική και κύρια έρευνα. Τέλος, οι φάκελοι είχαν τεθεί στις εισαγγελικές αρχές οι οποίες με το υπ’ αριθ. 35/2021 κλητήριο θέσπισμα, είχαν διατάξει να δικαστούν οι κατηγορούμενοι στο Τριμελές Εφετείο Πάτρας.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι τα μέσα εκτέλεσης που διατάχθηκαν με την υπ’ αριθμ. 87/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας είχαν εξαρτηθεί από τη βούληση του αιτούντος να συμμορφωθεί. Επιπλέον, η αιτούσα είχε υποβάλει νέα αιτήματα στα πολιτικά δικαστήρια σχετικά με την άρση της γονικής μέριμνας του Κ.Κ. και την άμεση εκτέλεση των υπ’ αριθμ. 87/2018 και 195/2020 αποφάσεων. Η μη ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών ήταν αποτέλεσμα των συνεχών αιτημάτων των μερών για αναβολή ή συναίνεση σε αυτές, καθώς και στην απόσυρση του αιτούντος από τη σχετική διαδικασία. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, ήταν σαφές ότι ο Κ.Κ. και η αιτούσα δεν επιθυμούσαν την ταχεία περάτωση της διαδικασίας.
Η Κυβέρνηση τόνισε επίσης ότι αφού και οι δύο γονείς ανέφεραν ότι η επικοινωνία μεταξύ της αιτούσας και των παιδιών είχε αποτύχει βάσει της προσωρινής διαταγής, η αστυνομία τους είχε κάνει συστάσεις και είχαν δηλώσει και οι δύο ότι δεν επιθυμούσαν να προβούν σε περαιτέρω ενέργειες.
Εν κατακλείδι, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι εγχώριες αρχές είχαν κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να βοηθήσουν την αιτούσα, αλλά με μια τόσο τεταμένη σχέση μεταξύ των γονέων ήταν δύσκολο να καρποφορήσει οποιαδήποτε προσπάθεια με τρόπο που δεν θα έβλαπτε τα παιδιά. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν είχε αναφέρει τρόπους με τους οποίους μπορούσαν οι αρχές να παρέχουν βοήθεια αλλά δεν το έπραξαν.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου:
Οι σχετικές γενικές αρχές που αφορούν τον ρόλο του Κράτους για την προστασία της σχέσης μεταξύ των γονέων και των παιδιών τους σε ορισμένες υποθέσεις (βλ. Eriksson κατά Σουηδίας, 22 Ιουνίου 1989, § 71 Series A nο. 156; Olsson κατά Σουηδίας (αρ. 2), 27 Νοεμβρίου 1992, § 90, Σειρά Α αρ. 250; Hokkanen κατά Φινλανδίας, 23 Σεπτεμβρίου 1994, § 55, Series A αρ. 299-Α; Ignaccolo-Zenide, προαναφερθείσα, § 94; και Santos Nunes κατά Πορτογαλίας, No. 61173/08, §§ 66-69, 22 Μαΐου 2012). Η ουσία αυτών των αποφάσεων ήταν ότι, δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών προστατεύεται σύμφωνα με τις έννοιες του άρθρου 8 της οικογενειακής ζωής, η αδυναμία των ατόμων να διατηρήσουν αυτή τη σχέση απαιτεί δράση από τις αρχές σύμφωνα με τις θετικές τους υποχρεώσεις για τη θέσπιση μέτρων για την επανένωση ή για την αποκατάσταση της επαφής μεταξύ παιδιού και γονέα (βλ. Eriksson, § 71· Olsson, § 90· και Ignaccolo-Zenide, § 94, όλα τα παραπάνω). Η υποχρέωση των εθνικών αρχών να λάβουν μέτρα για τη διευκόλυνση μιας τέτοιας επανένωσης δεν είναι απόλυτη, αφού η επανένωση του γονέα με το παιδί που έχει ζήσει για κάποιο διάστημα με άλλα άτομα μπορεί να μην μπορεί να πραγματοποιηθεί αμέσως και ενδέχεται να απαιτηθούν προπαρασκευαστικά μέτρα. Η φύση και η έκταση αυτής της παρέμβασης θα εξαρτηθεί από τις συνθήκες ανά περίπτωση. Οποιαδήποτε υποχρέωση εφαρμογής καταναγκασμού στον τομέα αυτό πρέπει να είναι περιορισμένη, αφού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα καθώς και τα δικαιώματα και οι ελευθερίες όλων των ενδιαφερομένων λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα, το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου (βλ. Hokkanen, § 58, και Ignaccolo-Zenide, § 94, και τα δύο παραπάνω). Το Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καλείται να ελέγξει αν οι εθνικές αρχές έχουν λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα που απαιτούνται ώστε να επιτρέψουν στα ενδιαφερόμενα μέρη να επανενωθούν και να διατηρήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις (βλ. Kříž κατά Τσεχίας Δημοκρατία, Νο. 26634/03, § 85, 9 Ιανουαρίου 2007).
Το Δικαστήριο θεωρεί περαιτέρω ότι οι θετικές υποχρεώσεις που θέτει το άρθρο 8 της Σύμβασης στα συμβαλλόμενα κράτη όσον αφορά την επανένωση ενός γονέα με τα παιδιά του πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της Σύμβασης της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση, καθώς το εναγόμενο κράτος είναι επίσης συμβαλλόμενο μέρος σε αυτό το μέσο, το άρθρο 7 του οποίου περιλαμβάνει κατάλογο μέτρων που πρέπει να ληφθούν από τα κράτη για να εξασφαλίσουν την έγκαιρη επιστροφή των παιδιών (βλ. Ignaccolo-Zenide, προαναφερθείσα, § 95). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημειώνει ότι έχει αναπτύξει ένα σύνολο αρχών σχετικά με υποθέσεις στις οποίες ο γονέας που έχει την επιμέλεια προσπαθεί να εκτελέσει την απόφαση σε διασυνοριακές υποθέσεις που ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και σε αυτήν την περίπτωση (βλ.περίληψη αυτών των αρχών, Raw and Others κατά Γαλλίας, αρ. 10131/11,§§ 76-84, 7 Μαρτίου 2013).
Η Εφαρμογή των παραπάνω αρχών στην παρούσα υπόθεση:
Το Δικαστήριο σημειώνει, πρώτον, ότι δεν έχει αμφισβητηθεί μεταξύ των μερών ότι οι δεσμοί μεταξύ της προσφεύγουσας και των παιδιών της αποτελούσαν μέρος της οικογενειακής ζωής και αφορούν τους σκοπούς του άρθρου 8.
Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί εάν υπήρξε παράλειψη διασφάλισης του σεβασμού της οικογενειακής ζωής της προσφεύγουσας. Αυτό που είναι επομένως καθοριστικό στην παρούσα υπόθεση είναι αν οι εθνικές αρχές έλαβαν όλα τα εύλογα μέτρα που μπορούσαν για να διευκολύνει την εκτέλεση των αποφάσεων αριθ. 87/2018 και 195/2020.
Όσον αφορά την περίοδο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι διάδικοι διαφώνησαν ως προς το ακριβές σημείο στο οποίο ο Κ.Κ. θα έπρεπε να είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του να παραδώσει τα παιδιά στην αιτούσα. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η απόφαση με την οποία ανατίθεται η επιμέλεια στον αιτούντα εκδόθηκε το 2018 και κατέστη οριστική και εκτελεστή μετά την απόρριψη της προσφυγής του Κ.Κ. το 2020. Ειδικότερα, ο αιτών κίνησε τη διαδικασία για την απόκτηση πρώτου εκτελεστικού τίτλου, ο οποίος εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2020 και με τον οποίο διατάχθηκαν όλες οι αρμόδιες αρχές να συνδράμουν την αιτούσα στην εκτέλεση της σχετικής απόφασης. Η απόφαση στην οποία στηρίχθηκε ο εκτελεστικός τίτλος (απόφαση αρ.195/2020 Εφετείου Πατρών), επιδόθηκε στον Κ.Κ. στις 9 Ιουνίου 2020 και τον διέταξε να παραδώσει τα παιδιά σε συγκεκριμένο μέρος στις 11 Ιουνίου 2020. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 35/2021 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, η περίοδος που λήφθηκε υπόψη για το αδίκημα της απαγωγής παιδιών από παράλειψη υπολογίστηκε από τις 11 Ιουνίου 2020 και μετά (βλ. παράγραφο 27 ανωτέρω). Το Δικαστήριο θα λάβει επομένως υπόψη την ημερομηνία αυτή για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των αρχών με τις θετικές υποχρεώσεις του, όσον αφορά την παροχή βοήθειας στην προσφεύγουσα στην επανένωση με τα παιδιά της, ενώ θα λαμβάνει κατ’ ανάγκη υπόψη τη διαδικασία στο σύνολό της.
Το Δικαστήριο σημειώνει καταρχάς ότι όσον αφορά τη διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την επιδίκαση της κράτησης στον προσφεύγοντα, η εν λόγω διαδικασία ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2016 με την υποβολή αιτήσεων για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία ρυθμίστηκαν αμέσως με την απόφαση αριθ. 28/2016 παραχώρησης της επιμέλειας των τέκνων στον Κ.Κ. προσωρινά (βλ. παράγραφο 7 ανωτέρω). Ωστόσο, η κύρια απόφαση για την ανάθεση της επιμέλειας εκδόθηκε δύο χρόνια αργότερα, στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 (απόφαση αρ. 87/2018) και η σχετική έφεση χρειάστηκε άλλα δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί (απόφαση αριθ. 195/2020 που εκδόθηκε τον Μάιο του 2020).
Το Δικαστήριο δεν είναι πεπεισμένο ότι μια τόσο μεγάλη χρονική περίοδος συνάδει με την ουσία μιας τέτοιας αγωγής που αφορά την επιμέλεια των τέκνων και επομένως, από τη φύση της, απαιτεί σκοπιμότητα. Εάν απαιτείται ιδιαίτερη επιμέλεια εκ μέρους των αρχών όταν διακυβεύεται η επιμέλεια ενός παιδιού, το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι αυτή η απαίτηση άμεσης ταχύτητας είναι ακόμη πιο αυστηρή σε περιπτώσεις όπου, όπως στην παρούσα περίπτωση, ένας γονέας ζητά την επιστροφή των παιδιών από τον άλλο γονέα που τα κρατά χωρίς τη συγκατάθεσή του (βλ., mutatis mutandis, Amanalachioai κατά Ρουμανίας, αρ. 4023/04, § 93, 26 Μαΐου 2009).
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει επίσης ότι, όταν πρόκειται για την εκτέλεση αποφάσεων που αφορούν σε επιστροφή ενός παιδιού, η κατανόηση και η συνεργασία όλων των ενδιαφερομένων είναι πάντα ένας σημαντικός παράγοντας (βλ. Ignaccolo-Zenide, που προαναφέρθηκε, § 94). Επιπλέον, όταν προκύπτουν δυσκολίες, κυρίως ως αποτέλεσμα της άρνησης του προσώπου με το οποίο διαμένει το παιδί, να εκτελεστεί η απόφαση που διατάσσει την άμεση επιστροφή του, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν τις κατάλληλες κυρώσεις ακόμη και με δική τους πρωτοβουλία, η προσφυγή σε κυρώσεις δεν θα πρέπει να αποκλείεται σε περίπτωση εμφανώς παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους του ατόμου με το οποίο ζει το παιδί (βλ. Maumousseau and Washington κατά Γαλλίας, αρ. 39388/05, § 83, 6 Δεκεμβρίου 2007).
Συναφώς, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ο Κ.Κ. δεν συμμορφώθηκε στις 11 Ιουνίου 2020 με την υποχρέωσή του να παραδώσει τα παιδιά στην αιτούσα σύμφωνα με την εκτελεστή διάταξη. Επιπλέον, δεν συμμορφώθηκε σε καμία μελλοντική ημερομηνία, παρόλο που η αιτούσα προσπάθησε να το επιβάλει ζητώντας τη συνδρομή της αστυνομίας. Περιορίστηκε στην υποβολή πολλών νέων καταγγελιών στην προσπάθειά του να ανατρέψει την απόφαση για την ανάθεση της επιμέλειας στην αιτούσα. Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι έκτοτε, η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να ανακτήσει τα παιδιά της ή ακόμη και να έχει ουσιαστική επαφή μαζί τους. Φαίνεται ότι η μόνη επαφή που είχε η προσφεύγουσα με τα δύο παιδιά της ήταν μέσω συνεδρίας, η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την προσωρινή διαταγή αριθ. 5/2021, και η οποία διήρκεσε λίγα λεπτά και στη συνέχεια τερματίστηκε λόγω της άρνησης των παιδιών να μείνουν μαζί της (βλ. παράγραφο 27 παραπάνω). Σημειώνεται, λοιπόν, ότι η παρούσα υπόθεση χαρακτηρίζεται από σαφή απουσία συνεργασίας εκ μέρους του Κ.Κ., ο οποίος εμπόδιζε συστηματικά τις προσπάθειες των αρχών να επανενώσουν την προσφεύγουσα με τα παιδιά της. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το γεγονός αυτό δεν απαλλάσσει τις αρχές από την ευθύνη τους να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο για να διευκολύνουν μια τέτοια επανένωση (βλ. Aneva and Others v. Bulgaria, αρ. 66997/13 και 2 άλλα, § 114, 6 Απριλίου 2017).
Ως εκ τούτου, αναφορικά με τις ενέργειες των αρχών και την απάντησή τους στα αιτήματα της αιτούσας για συνδρομή για την εκτέλεση της σχετικής απόφασης, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η αστυνομία πραγματοποίησε τρεις έρευνες στο σπίτι του Κ.Κ. και σε αυτό των συγγενών του αλλά δεν βρήκε τα παιδιά (βλ. παραγράφους 24 και 26 παραπάνω). Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με την παρατήρηση της προσφεύγουσας, ότι σε ένα χωριό που ήταν τόσο μικρό (ογδόντα κάτοικοι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, που παραμένουν αναντίρρητοι), ο εντοπισμός των παιδιών που πήγαιναν σχολείο δεν θα μπορούσε να ήταν τόσο δύσκολος.
Επιπλέον, η προσφεύγουσα προσέφυγε σε ποινική διαδικασία στην οποία κατήγγειλε ότι τα παιδιά είχαν απαχθεί από τον Κ.Κ. και τους συγγενείς του. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή αποδείχθηκε αναποτελεσματική, καθώς η σχετική καταγγελία υποβλήθηκε το 2020 και για περισσότερα από τρία χρόνια δεν εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση λόγω αλλεπάλληλων αναβολών της εξέτασης της υπόθεσης. Συναφώς, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι σε περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας υπόθεσης, η πάροδος του χρόνου είναι καθοριστικός παράγοντας. Όσον αφορά την πρόσθετη προσφυγή της προσφεύγουσας σε αστικές διαδικασίες, είναι σαφές ότι ζήτησε να καθοριστεί ένα πρόγραμμα επικοινωνίας ώστε να μπορεί να έχει επαφή με τα παιδιά της· Ωστόσο, η απόφαση αυτή δεν εκτελέστηκε, καθώς φαίνεται ότι έγινε μόνο μία προσπάθεια, η οποία, ωστόσο, ήταν ανεπιτυχής (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω). Δεν είναι σαφές από τις παρατηρήσεις των μερών εάν έγιναν όντως πρόσθετες προσπάθειες. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η αιτούσα ανέφερε την αποτυχία λήψης προγράμματος επαφών στην αστυνομία, η οποία έκανε συστάσεις στον Κ.Κ., αλλά δεν φαίνεται ότι δόθηκε συνέχεια σε αυτό το θέμα.
Όσον αφορά τις ενέργειες της εισαγγελέως, η οποία ενημερώθηκε τόσο από την κατάθεση της σχετικής μήνυσης από την αιτούσα όσο και από μεταγενέστερες αιτήσεις που του απηύθυνε, η Κυβέρνηση δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για ενέργειες που έκανε ο εισαγγελέας για να διευκολύνει την επανένωση της αιτούσας με τα παιδιά της.
Η Κρίση:
Από τις παραπάνω παρατηρήσεις προκύπτει ότι η προσφεύγουσα έμεινε ανίκανη να εκτελέσει την απόφαση με την οποία της ανατέθηκε η επιμέλεια των δύο παιδιών της για σημαντικό χρονικό διάστημα, ενώ ζούσε σε άλλη πόλη και προσπαθούσε να βρει τρόπους επικοινωνίας μαζί τους χωρίς επαρκή υποστήριξη από την οικία αρχές, οι οποίες επέτρεψαν να παγιωθεί μια de facto κατάσταση στην παράβλεψη δικαστικών αποφάσεων (βλ. Strumia κατά Ιταλίας, αρ. 53377/13, § 122, 23 Ιουνίου 2016)
Το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή τα παιδιά διστάζουν να πάνε να ζήσουν με την αιτούσα (βλ. παράγραφο 22 παραπάνω). Σημειώνει ότι η κατάσταση αυτή πιθανότατα προκλήθηκε από την παράνομη άρνηση του άλλου γονέα να συμμορφωθεί με τις επίμαχες αποφάσεις και από την αναποτελεσματικότητα των μέτρων εκτέλεσης. Διαπιστώνει ότι η παρατεταμένη έλλειψη επιβολής συνέβαλε στη δημιουργία και την εδραίωση μιας κατάστασης όπου το πέρασμα του χρόνου αποξένωσε ουσιαστικά την προσφεύγουσα και τα παιδιά της, η οποία με τη σειρά της ενίσχυσε σημαντικά τις δυσκολίες στην εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων.
Συναφώς, το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι εθνικές αρχές απέτυχαν να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την επιβολή των εγχώριων αποφάσεων για την ανάθεση της επιμέλειας στην αιτούσα ενώ τα παιδιά ήταν ακόμη πολύ μικρά και πιθανώς είχαν θετική στάση απέναντι σε αυτή. Στη συνέχεια, επί επτά περίπου χρόνια, η αιτούσα υπέμεινε τη συμπεριφορά του πατέρα που εμπόδιζε τη δημιουργία γνήσιας σχέσης μεταξύ αυτής και των παιδιών αδιαφορώντας για τις σχετικές εγχώριες αποφάσεις, χωρίς να υποχρεωθεί να φέρει τις συνέπειες αυτής της στάσης. Το Δικαστήριο σημειώνει σχετικά ότι οι δυνατότητες επανένωσης θα μειωθούν προοδευτικά και τελικά θα καταστραφούν εάν ο γονέας που δεν συζεί, ο οποίος προσπαθεί να εκτελέσει μια απόφαση για την ανάθεση της επιμέλειας και τα παιδιά δεν βοηθηθούν να έρθουν σε επαφή (πρβλ. Görgülü κατά Γερμανίας, αρ. 74969/01, § 46, 26 Φεβρουαρίου 2004).
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι δεν είναι ο ρόλος του να υποκαθιστά τις εθνικές αρχές στην αξιολόγηση των συγκεκριμένων μέτρων που έπρεπε να ληφθούν υπό τις περιστάσεις, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές είναι καταρχήν σε καλύτερη θέση να λαμβάνουν τέτοιες αποφάσεις (βλ. Stanková κατά. Σλοβακία, αρ. 7205/02, § 59, 9 Οκτωβρίου 2007). Σημειώνει ωστόσο ότι τα μέτρα που ελήφθησαν, δεν έχουν επιφέρει την επιστροφή των παιδιών στην αιτούσα και δεν οδήγησαν στην αποκατάσταση κάθε είδους ουσιαστικής επαφής μεταξύ της ίδιας και των παιδιών με σκοπό την ανοικοδόμηση των σχέσεων. Ο υπαίτιος γονέας, Κ.Κ., ο οποίος αρνήθηκε να ακολουθήσει τελεσίδικη δικαστική απόφαση, παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτος, γεγονός που του επέτρεψε να επιμείνει στην παρεμπόδιση όλων των σχετικών προσπαθειών. Οι αρμόδιες αρχές, αντιμέτωπες με τέτοιου είδους εμπόδια, δεν διασφάλισαν τη θέσπιση και την εφαρμογή έγκαιρων και κατάλληλων προπαρασκευαστικών μέτρων (βλ., ομοίως, Aneva κ.λπ., προαναφερθείσα, § 116, και Zavřel κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, αρ. 14044/05, § 52, 18 Ιανουαρίου 2007; Αντίθεση Krasicki κατά Πολωνίας, αρ. 17254/11, § 93, 15 Απριλίου 2014). Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα και παρά το περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου Κράτους για το θέμα, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι αρχές απέτυχαν να επιδιώξουν αποτελεσματικά τις κατάλληλες και έγκαιρες ενέργειες για την επιβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην επιστροφή των παιδιών της.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί ότι, μη ενεργώντας με επιμέλεια, οι εθνικές αρχές, με τη συμπεριφορά τους, ευνόησαν την ένταξη των παιδιών στο νέο τους περιβάλλον και έτσι συνέβαλαν αποφασιστικά στην παγίωση μιας de facto κατάστασης αντίθετης προς το δικαίωμα της αιτούσας που προστατεύεται από Άρθρο 8 της Σύμβασης (βλ. Amanalachioai, προαναφερθείσα, § 95).
Οι προηγούμενες σκέψεις επαρκούν για να μπορέσει το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι οι αρχές δεν κατόρθωσαν να επιδιώξουν αποτελεσματικά επαρκώς και έγκαιρα ενέργειες για την επιβολή του δικαιώματος της αιτούσας στην επιστροφή των παιδιών της.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης.
Επιβολή Ποινών:
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΟΜΟΦΩΝΑ,
- Κηρύσσει την αίτηση παραδεκτή.
- Κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης.
- Κρατάει
α) ότι το εναγόμενο κράτος πρέπει να πληρώσει τον αιτούντα εντός τριών μηνών
από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη σύμφωνα με το Άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης, τα ακόλουθα ποσά:
(i) 15.000 ευρώ (δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ), πλέον τυχόν φόρου που μπορεί να χρεωθεί, για ηθική βλάβη·
(ii) 1.000 ευρώ (χίλια ευρώ), πλέον τυχόν φόρου που μπορεί να επιβληθεί στην αιτούσα, σε σχέση με έξοδα·
β) ότι από τη λήξη του προαναφερόμενου τριμήνου μέχρι τον διακανονισμό θα καταβάλλονται απλοί τόκοι για τα ανωτέρω ποσά με επιτόκιο ίσο με το οριακό επιτόκιο δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την περίοδο αθέτησης υποχρέωσης συν τρεις ποσοστιαίες μονάδες·
- Απορρίπτει το υπόλοιπο της αξίωσης της προσφεύγουσας για δίκαιη ικανοποίηση.
Εκδόθηκε στην αγγλική γλώσσα και κοινοποιήθηκε γραπτώς στις 9 Απριλίου 2024, σύμφωνα με το Άρθρο 77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.
Γραμματέας Milan Blaško, Πρόεδρος Pere Pastor Vilanova